ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ
ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Οκτώβρης 1999
11. Συμβολή στη συζήτηση για τη διαμόρφωση της
Ερευνητικής Πολιτικής του ΣΥΝ Οι Διεθνείς Τάσεις Η Δημοκρατία, διαχρονική αξία και συστατικό στοιχείο της Ελληνικής συμβολής στην ανθρώπινη ιστορία, εισήγαγε την αρχή της "μη προσφυγής στη βία", σαν το βασικό μηχανισμό επίλυσης διαφορών. Η ερευνητική διαδικασία σαν μέθοδος κατανόησης της φύσης υπήρξε η δεύτερη μεγάλη καινοτόμος συμβολή της Ελληνικής σκέψης. Το σχολείο αποτελεί τον κύριο μηχανισμό διαπαιδαγώγησης των πολιτών σε αυτές τις αρχές και με αυτή την έννοια η εκπαιδευτική και ερευνητική πολιτική πρέπει να κατέχει κεντρική θέση στις επεξεργασίες του κόμματος σαν μηχανισμού παρέμβασης στην κοινωνία. Στις μέρες μας συντελείται ένας βαθύς μετασχηματισμός στα δομικά στοιχεία και την οργάνωση των κοινωνιών σε παγκόσμια κλίμακα. Ζούμε στη φάση ενός νέου καταμερισμού εργασίας που χαρακτηρίζεται από ταχύτατους ρυθμούς βελτίωσης του επιπέδου ζωής και των επικοινωνιών. ‘Ένα πολύ μικρό ποσοστό του ενεργού πληθυσμού των Η.Π.Α. είναι αρκετό για να καλύψει σε είδη διατροφής όχι μόνο τις ανάγκες της χώρας αλλά και πολλά εκατομμύρια εκτός Η.Π.Α. Ταυτόχρονα η εκθετικής μορφής ανάπτυξη νέων μορφών επικοινωνίας, όπως το δια-δίκτυ0 (internet), κάνει τον κόσμο μια γειτονιά. Τεράστιες διανοητικές δυνάμεις απελευθερώνονται, έτοιμες να φανταστούν, να δημιουργήσουν και να καινοτομήσουν. Οι κοινωνίες του μέλλοντος που θα μπορούν να διαπραγματευτούν και να διεκδικήσουν μια αξιοπρεπή θέση στο νέο καταμερισμό εργασίας δεν θα είναι αυτές που θα διαθέτουν φτηνό εργατικό δυναμικό αλλά εκείνες που θα διαθέτουν εκπαιδευτικά συστήματα υψηλών προδιαγραφών και ένα σύστημα ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων διεθνούς επιπέδου. Παιδεία-Έρευνα-Πολιτισμός αποτελούν τρίπτυχο με ισχυρή εσωτερική συνάφεια και κεντρικό άξονα σχεδιασμού των σύγχρονων κοινωνιών. Εκπαίδευση και έρευνα αποτελούν συμπληρωματικές διαδικασίες που παραπέμπουν, η μεν εκπαίδευση στην κατανόηση του κόσμου έτσι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, η δε έρευνα στη δημιουργία του μέλλοντος. Ευρώπη και Ελλάδα Η περίπτωση της Ελλάδας θα πρέπει να μελετηθεί στο σύνθετο πεδίο του εθνικού προγραμματισμού και της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκό Ένωση . Η Ευρώπη υφίσταται μια έντονη πίεση στον τομέα της έρευνας και τεχνολογίας από τις Η.Π.Α. και τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας με κύριο εκπρόσωπο την Ιαπωνία. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε., η ιδιαίτερη θέση που κατέχει στην ευρύτερη ζώνη της Βαλκανικής και η άφθονη πρώτη ύλη που διαθέτει με τη μορφή ενός δικτύου επιστημόνων-ερευνητών υψηλού επιπέδου διάχυτου στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης της παρέχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα με τα οποία μπορεί να διεκδικήσει μια ρυθμιστική θέση στην ευρύτερη περιοχή Τα ανταγωνιστικά Ευρωπαϊκά προγράμματα σε συνδυασμό με τις επιμέρους δράσεις όπως τα ολοκληρωμένα Μεσογειακά προγράμματα και τα εθνικά επιχειρησιακά προγράμματα έρευνας έδωσαν τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης Α.Ε.Ι., ερευνητικών ιδρυμάτων και βιομηχανίας. Αλληλεπίδραση της οποίας τα αποτελέσματα είναι προς αποτίμηση. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι παρότι η χώρα μας αντιπροσωπεύει το 0.63% του συνόλου των ερευνητών που διαθέτουν οι 15 χώρες της Ε.Ε. η απορρόφηση κονδυλίων στα πλαίσια του τρίτου προγράμματος πλαισίου της Ε.Ε. ανήλθε στο 3,6%. Σήμερα λειτουργούν στην Ελλάδα αξιόλογα ερευνητικά κέντρα που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Είναι δύσκολο να πούμε ότι υπάρχει συντονισμός σε εθνικό επίπεδο. Δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά την ψήφιση του ν.1514/85 θα πρέπει να γίνει αποτίμηση της μέχρι σήμερα εφαρμογής του και να ανοίξει η συζήτηση του εθνικού συντονισμού της τροτοβάθμειας εκπαίδευσης και έρευνας. Φαίνεται ότι τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στη Νέα Δημοκρατία κυριαρχεί η αντίληψη ότι η ερευνητική πολιτική θα πρέπει να αφεθεί στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Η συνεχής αναζήτηση και η έρευνα σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που εκτείνεται από τις φυσικές μέχρι τις κοινωνικές επιστήμες αφορά τη συνολική αναγεννητική προσπάθεια της χώρας μας. Αυτή η προσπάθεια είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στο έλεος της αγοράς. Επιβάλλεται μια γενναία αύξηση του ποσοστού χρηματοδότησης της έρευνας και αυτό είναι δυνατόν μα επιτευχθεί ακόμη και μέσα στην τρέχουσα λογική συγκρότησης των προϋπολογισμών. Επιβάλλεται μια ευέλικτη πολιτική ανανέωσης του ερευνητικού δυναμικού σε συνεχή βάση και επινόηση νέων μηχανισμών διεύθυνσης και προγραμματισμού των ερευνητικών κέντρων που θα αναιρούν αδρανειακές συμπεριφορές λόγω αρχαιότητας -μονιμότητας και θα επιτρέπουν διαμορφώσεις ερευνητικών πολιτικών από δυναμικούς ερευνητές που δεν έχουν όμως το προνόμιο της μονιμότητας. Επιβάλλεται η κατάρτιση ενός εθνικού προγράμματος έρευνας που θα στοχεύει στον συντονισμό των ερευνητικών δραστηριοτήτων μέσω της δημιουργίας νέων ερευνητικών κέντρων δίπλα στα περιφερειακά πανεπιστήμια και τη συγχώνευση-μετατροπή-μεταφορά υφισταμένων ερευνητικών κέντρων, σε μια προοπτική δεκαετούς προγραμματισμού. Αυτή η τακτική ακολουθείται άλλωστε με επιτυχία σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μακρά παράδοση στην έρευνα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σαν χώρα κατέχουμε την τελευταία θέση στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. τόσο στο ποσοστό της Κρατικής Χρηματοδότησης, όσο και στο ποσοστό της Ακαθάριστης Εγχώριας Δαπάνης για Έρευνα και Τεχνολογία (Ε&Τ). Ερευνητικά Κέντρα : Μια σύντομη αναδρομή "Η επιστημονική έρευνα και η ανάπτυξη της τεχνολογίας αποτελούν τομείς ζωτικού ενδιαφέροντος και απαιτούν την ιδιαίτερη και με υψηλού βαθμού προτεραιότητας μέριμνα του Κράτους". Η πρόταση αυτή αποτελεί την εισαγωγική διατύπωση του νόμου 1514/85 για την "Ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας" ο οποίος έθεσε , για πρώτη φορά, το θεσμικό πλαίσιο της έρευνας στην Ελλάδα. Όταν μιλάμε για σύστημα έρευνας σήμερα στην Ελλάδα αναφερόμαστε στο ακαδημαϊκό τρίπτυχο προκηρύξεων – κρίσεων - αξιολογήσεων που θεσπίστηκε με το νόμο και αποτελεί τη βάση της ανέλιξης του ερευνητικού ιστού της χώρας. Ο νόμος αυτός καθιέρωσε νομοθετικά το επάγγελμα του ερευνητή και με βάση τις διατάξεις του έγινε η αναδιοργάνωση των υφισταμένων ερευνητικών κέντρων , όπως το Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. "ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ", καθώς και η δημιουργία , ανάπτυξη μιας σειράς νέων ερευνητικών ινστιτούτων όπως αυτά της Κρήτης. Ακολούθησαν οι επιλογές και αξιολογήσεις διευθυντών ινστιτούτων και ερευνητών με αξιοκρατικές ακαδημαϊκές διαδικασίες καθώς και η εξομοίωση των ερευνητικών βαθμίδων με τις αντίστοιχες των πανεπιστημιακών. Τα στοιχεία αυτά λειτούργησαν μακροπρόθεσμα σαν συνεκτικό στοιχείο στον χώρο των ερευνητικών κέντρων και αποτρεπτικά της ακύρωσης του νόμου. Όπως έδειξε η υπερδεκαετής πορεία μέχρι σήμερα, ο νόμος αυτός ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης και ουδέποτε αμφισβητήθηκε επί της ουσίας. Κεντρική φιλοσοφία του νόμου ήταν η οργάνωση και ανάπτυξη ερευνητικών κέντρων υψηλού επιπέδου και η θεσμοθέτηση ερευνητικών βαθμίδων και μισθών αντίστοιχων των καθηγητικών στα Πανεπιστήμια, με στόχο την προσέλκυση πανεπιστημιακού και ερευνητικού δυναμικού υψηλού επιπέδου. Με νόμο 2530/97 το μισθολόγιο των ερευνητών που υπάγονται στο ν.1514/85 αποσυνδέθηκε από το πανεπιστημιακό μισθολόγιο. Τα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα του ν.1514/85 υποβλήθηκαν το 1995 σε συστηματικές αξιολογήσεις από επιτροπές ακαδημαϊκών δασκάλων και ερευνητών. Θα πρέπει να συζητηθεί η μορφή και το περιεχόμενο μιας παρόμοιας διαδικασίας για το σύνολο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας. Υπάρχουν άμεσα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν στο χώρο των ερευνητικών ιδρυμάτων που δεν υπάγονται στο ν.1514/85. Συνοπτικά η κατάσταση έχει ως εξής: Λειτουργού αξιόλογα ερευνητικά ιδρύματα τα οποία για διάφορους λόγους δεν εντάχθηκαν στο ν. 1514/85 όπως π.χ. ΚΕΠΕ και τα ερευνητικά ινστιτούτα της Ακαδημίας Αθηνών. Στην πορεία αυτά ενσωμάτωσαν στη λειτουργία τους συστήματα προσλήψεων και κρίσεων (π.χ. ν. 1894/90 για τους ερευνητές της Ακαδημίας) τα οποία ενώ είχαν κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά του ν.1514 δεν είχαν την πλήρη θεσμική ιδιοσυγκρασία του ν 1514/85. Άλλα ερευνητικά ιδρύματα ιδρύθηκαν το 1989 ( από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) , πέντε χρόνια μετά την ψήφιση του ν.1514/85 χωρίς καμία αναφορά στις διατάξεις του ν.1514/85 δημιουργώντας εκ’ των υστέρων προβλήματα θεσμικού συντονισμού στον ερευνητικού ιστού. Χαρακτηριστική περίπτωση το Ε.Θ.Ι.Α.Γ.Ε. το οποίο ιδρύθηκε με το νόμο 1845/89. Άλλα ιδρύματα τα οποία διεκδικούν την ενσωμάτωσή τους στο ερευνητικό σύστημα του ν 1514/85 είναι το ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών κατασκευών (Ι.Τ.Σ.Α.Κ.) και το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο. Αναφέρθηκαν ενδεικτικά προβλήματα ανομοιομορφίας στον ερευνητικό ιστό τα οποία μόνο στα πλαίσια μιας ευρύτερης συζήτησης και μιας αναδιαμόρφωσης του καταστατικού χάρτη της έρευνας μπορεί να λυθούν. Ένα σημαντικό θέμα που προέκυψε από τη διαδικασία διαμόρφωσης και ψήφισης του νόμου 2530/97 αφορά τη σχέση Πανεπιστημιακής και Ερευνητικής κοινότητας. Αποτελεί η ερευνητική διαδικασία μια διανοητική, κοινωνική δραστηριότητα αυτόνομη από την τριτοβάθμια εκπαίδευση ή όχι΄; Πρόκειται για μια συζήτηση που δεν άρχισε ακόμη. Τα Πανεπιστημιακά ιδρύματα και Ερευνητικά κέντρα αποτελούν ζεύγος με ισχυρή συνάφεια αλλά και με αντιπαρατιθέμενες πολλές φορές δραστηριότητες. Σημαντικό έργο για τον ΣΥΝ αποτελεί η κινητοποίηση των πνευματικών δυνάμεων που ανησυχούν και προβληματίζονται για τα την πορεία της εκπαίδευσης – έρευνας στον τόπο μας . Έρευνα και Βιομηχανία Το τρίπτυχο Α.Ε.Ι., Ερευνητικά Κέντρα, Τεχνολογικά Πάρκα έχει μια εσωτερική συνοχή που βασίζεται στη συμπληρωματική σχέση της εκπαίδευσης με την έρευνα και την παραγωγή. Τα ερευνητικά κέντρα αποτελούν εστίες παραγωγής νέων γνώσεων και με αυτή την έννοια τροφοδοτούν τα πανεπιστήμια με νέα αντικείμενα εκπαίδευσης και τη βιομηχανία με νέα αρχέτυπα προϊόντα. Τα Τεχνολογικά πάρκα πρέπει να λειτουργήσουν σαν διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί μεταξύ των ερευνητικών κέντρων και της βιομηχανίας. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα ερευνητικά κέντρα δεν είναι δυνατόν να λειτουργούν σαν μηχανισμοί παροχής υπηρεσιών ανταγωνιστικοί του ιδιωτικού τομέα. Η παροχή υπηρεσιών από ερευνητικά εργαστήρια έχει έννοια σε εξεζητημένες περιπτώσεις. Όπως επίσης έχει έννοια η ανάπτυξη από ερευνητικά εργαστήρια βιομηχανικών αρχετύπων όταν η βιομηχανία δεν έχει τη δυνατότητα να επωμιστεί το κόστος μιας τέτοιας ανάπτυξης. Τα τεχνολογικά πάρκα θα πρέπει να μετασχηματίζουν , σε εύλογο χρονικό διάστημα, τα βιομηχανικά αρχέτυπα σε προϊόντα ικανά να διατεθούν στην αγορά. Ιδιαίτερο ρόλο έχουν να διαδραματίσουν σε αυτή τη διαδικασία μικρές και δυναμικές βιομηχανικές μονάδες στον τομέα των νέων τεχνολογιών. Συνυφασμένη με αυτή τη διαδικασία είναι η ανάπτυξη μιας στρατηγικής πολιτικής για τις μικρές βιομηχανίες αυτού του είδους και ενός ευέλικτου θεσμικού πλαισίου. Και πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, ανεξάρτητα από το σύνολο των διαπλεκομένων συμφερόντων στις μεγάλες προμήθειες του δημοσίου , περιφερειακά σε μεγάλες βιομηχανίες λειτουργούν μικρές και πολλά υποσχόμενες σε τομείς νέων τεχνολογιών εταιρείες που πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής. Τα ερευνητικά κέντρα έχουν ανάγκη ενός πλαισίου αυτοδιοίκησης και εσωτερικού προγραμματισμού αναγκαίου και ζωτικού για δημιουργική ερευνητική εργασία. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να εξασφαλίζεται και το αυτονόητο δικαίωμα και καθήκον της πολιτείας , με την έννοια της κεντρικής και περιφερειακής της οργάνωσης, στον ευρύτερο προγραμματισμό της εθνικής ερευνητικής πολιτικής. Πρέπει να ενισχυθούν οι μηχανισμοί αμφίπλευρης διακίνησης προσωπικού μεταξύ των Α.Ε.Ι. και των ερευνητικών κέντρων καθώς και η δυνατότητα περιοδικής απασχόλησης του ερευνητικού δυναμικού στη βιομηχανία και των ερευνητών της βιομηχανίας στα ερευνητικά κέντρα. Η αναδιάρθρωση του ερευνητικού συστήματος H Κυβέρνηση με την ψήφιση του νόμου 2517/97 , περί μισθολογίου, προχώρησε στην κατάργηση της ισοτιμίας των ερευνητών του 1514/85 με τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι και ερήμην της ερευνητικής κοινότητας ρύθμισε σχέσεις, ιεραρχήσεις και διαβαθμίσεις στη τριτοβάθμια εκπαίδευση-έρευνα που θα ισχύσουν για την προσεχή δεκαετία. Απαιτείται ο εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου εκκινώντας από το σύνολο των θετικών κατακτήσεων του νόμου 1514/85 και διευρύνοντας το. Συνοπτικά οι κατακτήσεις αυτές μπορεί να συμπυκνωθούν στο ακαδημαϊκό σύστημα προκηρύξεων – προαγωγών των ερευνητικών θέσεων και ένα σύστημα διοίκησης που συνδυάζει την απαραίτητη διοικητική αυτονομία που απαιτείται για την ανέλιξη της ερευνητικής διαδικασίας , με την προγραμματισμό και τον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης. Μια πρώτη προσέγγιση αναβάθμισης του ερευνητικού συστήματος θα μπορούσε να διερευνηθεί στις ακόλουθες κατευθύνσεις: Αύξηση της Εθνικής Χρηματοδότησης για Ε&Α
|