Το πρώτο ερώτημα αφορά τις
αιτίες της γρήγορης ανόδου (τιμών μετοχών και
συναλλαγών), για πόσο διάστημα κι αν υπάρξουν
νέες διορθώσεις; Κανείς βέβαια δεν μπορεί να
απαντήσει με σιγουριά. Ωστόσο υπάρχουν
παράγοντες που ερμηνεύουν τη μεγάλη άνοδο στην
αυξανόμενη "παγκοσμιοποίηση" της ελληνικής
κεφαλαιαγοράς (μετεξέλιξη της από "αναδυόμενη"
σε "ώριμη"), καθώς στην υψηλή κερδοφορία των
επιχειρήσεων χάρις στην πολιτική της κυβέρνησης
(περιοριστική πολιτική μισθών, αποδιάρθρωση
εργασιακών σχέσεων, ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων
ΔΕΚΟ, αδιαφάνειες ανάθεσης δημοσίων έργων, κά),
όπως επίσης στο κύμα εξαγορών-συγχωνεύσεων, στη
σταδιακή μείωση επιτοκίων και "στροφή"
αποταμιευτών από τις τράπεζες στο Χρηματιστήριο,
στην αναμενόμενη αναπροσαρμογή της ισοτιμίας
της δραχμής (διολίσθηση) στην πορεία προς την ΟΝΕ
και στα κονδύλια του Γ' Κ.Π.Σ., που καλλιεργούν
προσδοκίες υψηλών κερδών, κά.
Ωστόσο δεν θα πρέπει να μας
διαφεύγει και η άλλη του "νομίσματος". Η
αυξανόμενη διεθνοποίηση της ελληνικής
κεφαλαιαγοράς, η ανεξέλεγκτη εισροή-εκροή
βραχυπρόθεσμων κερδοσκοπικών κεφαλαίων και οι
εξελίξεις στα διεθνή χρηματιστήρια σε συνδυασμό
με τις επιλογές των νομισματικών αρχών της ΕΕ,
ΗΠΑ, Ιαπωνίας, δημιουργούν κλίμα αστάθειας
κάνοντας την εγχώρια κεφαλαιαγορά πολύ ευάλωτη
στις κερδοσκοπικές πιέσεις. Κρίσιμο επίσης ρόλο
παίζουν τα πραγματικά μεγέθη της ελληνικής
οικονομίας, τα οποία σύμφωνα με ορισμένα
στοιχεία (πτώση βιομηχανικής παραγωγής και
κατασκευαστικής δραστηριότητας α' εξάμηνο 1999),
γεννούν σκεπτικισμούς για τη μελλοντική του
πορεία. Τέλος η οργανωμένη "κερδοσκοπία" και
η παραπληροφόρηση μικροεπενδυτών, δημιουργούν
πρόσθετες στρευλώσεις και παρενέργειες, οι
οποίες εντείνονται από κυβερνητικές παρεμβάσεις
(όπως πρόσφατα) στο όνομα διαφόρων σκοπιμοτήτων
(να "ξεφουσκώσει" τώρα το "μπαλόνι" παρά
παραμονές εκλογών, προσανατολισμός επενδυτών
στα blue chips, κά). Λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι στο
Χρηματιστήριο συμμετέχουν μόνο 300 μεγάλες
επιχειρήσεις (οι περισσότερες από τις οποίες
είναι μητρικές ή θυγατρικές μεγάλων
πολυκλαδικών ομίλων), συνάγεται ότι το
Χρηματιστήριο ήταν και παραμένει χώρος
κερδοσκοπίας και ανακατανομής εισοδήματος και
κερδών υπέρ του χρηματιστικού κεφαλαίου
(ελληνικού και ξένου), που κατέχουν και τη μεγάλη
μάζα των χρηματιστηριακών αξιών, του λεγόμενου
"πλασματικού κεφαλαίου". Κατά συνέπεια ενώ
το Χρηματιστήριο διευκολύνει σε ένα βαθμό τη
διακλαδική ροή κεφαλαίων στην οικονομία,
δημιουργεί από την άλλη μεγάλες οικονομικές και
κοινωνικές παρενέργειες σε βάρος των λαικών
στρωμάτων.
Η παρατεταμένη "άνθιση"
κερδών και οι προσδοκίες υψηλών κερδών στην
πορεία προς την ΟΝΕ, δημιουργούν ψευδαισθήσεις
για τον πραγματικό ρόλο του Χρηματιστηρίου. Στη
γενική άνοδο των τιμών μετοχών, μπορεί λίγο-πολύ
να είναι όλοι κερδισμένοι. Όμως όταν έρχεται η
στιγμή οι "ονομαστικές" αξίες να
προσεγγίσουν τις "πραγματικές" (η λεγόμενη
"διόρθωση"), τότε όσοι κρατούν στα χέρια τους
"υπερτιμημένες" μετοχές "καίγονται".
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις τέσσερις
συνεδριάσεις του Χρηματιστηρίου (22-24 και 27/9/99), ο
γενικός δείκτης μειώθηκε κατά μέσο όρο 17%, με
αποτέλεσμα τη μείωση της χρηματιστηριακής αξίας
των μετοχών πάνω από 12 τρισεκ.δρχ., με χαμένους
κυρίως μικρο-επενδυτές που ήταν λιγότερο
πληροφορημένοι και οι οποίοι δεν έχουν τη
δυνατότητα να ακολουθήσουν ολόκληρο τον "κύκλο
κερδοσκοπίας" (πώληση σε υψηλές τιμές και
αγορά σε χαμηλές τιμές). Μια άλλη παρενέργεια
είναι το "πλεονέκτημα" των μεγάλων
επιχειρήσεων να αντλούν φθηνό χρήμα με αυξήσεις
μετοχικού κεφαλαίου (αντίθετα οι ΜΜΕ είναι
αναγκασμένες να προσφεύγουν στον υψηλό
τραπεζικό δανεισμό), ενώ η διόγκωση των
χρηματιστηριακών συναλλαγών "στραγγίζει"
από διαθέσιμο χρήμα την αγορά σε βάρος της
γενικότερης οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης
ενώ οι μισθωτοί-συνταξιούχοι προκαταβάλουν
φόρους πριν καλά-καλά πληρωθούν, οι
βραχυπρόθεσμες "κεφαλαιοποιήσεις" (άνοδος
χρηματιστηριακών αξιών) είναι αφορολόγητες σε
αντίθεση με ότι ισχύει σε άλλες χώρες. Τέλος η
απουσία αυστηρού ελέγχου στον τρόπο διάθεσης των
αντληθέντων κεφαλαίων είναι ένα ακόμα στοιχείο,
από τις παρενέργειες που δημιουργεί.
Πολύ σημαντικές είναι τέλος και
οι κοινωνικές-πολιτικές παρενέργειες. Οι "αξίες"
του "τζόγου" και της "κερδοσκοπίας" που
καλλιεργεί, ανάγονται σε ύψιστες αξίες ζωής, ενώ
οι αξίες της εργασίας, του μόχθου, της
δημιουργίας και της προόδου, θεωρούνται
ξεπερασμένες ή γραφικές. Η επίδραση στην
κοινωνική συνείδηση και σε μεγάλο βαθμό στην
πολιτική συμπεριφορά, είναι άμεση και
καταστροφική. Η καλλιέργεια της ιδέας του "εύκολου
και γρήγορου κέρδους" δημιουργεί αντίστοιχα
μια τυχοδιωκτική ψυχολογία και τρόπο ζωής. Το πιο
επικίνδυνο ίσως είναι η εξιδανίκευση του
Χρηματιστηρίου και η δημιουργία ψευδαισθήσεων,
ότι τα ατομικά (στην ουσία κοινωνικά) προβλήματα
μπορούν να λυθούν με την αύξηση των "κωδικών"
στη Σοφοκλέους (δηλ. εγγραφή νέων παικτών) ή ότι
το Χρηματιστήριο μπορεί να παίζει το ρόλο "ατμομηχανής"
ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, τη στιγμή
που μόνο 300 μεγάλες επιχειρήσεις έχουν εισάγει
τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο, ενώ γύρω στις
5.000 άλλες ΑΕ & ΕΠΕ, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες
ΜΜΕ είναι εκτός Χρηματιστηρίου. Γιαυτό αν κάτι
χρειάζεται να "σπάσει", είναι το σπάσιμο της
"χρηματιστηριακής φούσκας" στο πεδίο της
κοινωνικής συνείδησης και να τεθούν ο ρόλος και
τα όρια του Χρηματιστήριο στις πραγματικές τους
διαστάσεις.
Αποφεύγοντας τη θεοποίηση ή
δαιμονολογία του Χρηματιστηρίου, χρειάζεται να
δούμε αν μπορούν να ληφθούν μέτρα "σωστότερης"
λειτουργίας και αν ναι ποια είναι αυτά; Το
ερώτημα θα μπορούσε να διατυπωθεί και
διαφορετικά. "Θα μπορούσε το Χρηματιστήριο να
λειτουργήσει κυρίως ως επενδυτικός μηχανισμός
(άντλησης και διάθεσης κεφαλαίων) και να
συρρικνώσει αντίστοιχα την κερδοσκοπική ("τζογαδόρικη")
δραστηριότητα του"; Για να μην καλλιεργούμε
αυταπάτες πρέπει να τονίσουμε ότι τα όρια
θεσμικής θωράκισης και εξυγίανσης της
λειτουργίας του είναι περιορισμένα, εάν δεν
συνοδεύονται από γενικότερες αλλαγές στη
λειτουργία του "οικονομικού μηχανισμού" και
στις επιλογές της οικονομικής πολιτικής.
Ωστόσο για την άμεση άμβλυνση
των οικονομικών και κοινωνικών παρενεργειών που
δημιουργεί, εκτός από την προσοχή των ίδιων των
επενδυτών, μεγάλη σημασία έχει η λήψη ορισμένων
μέτρων διαφάνειας, εποπτείας και ελέγχου των
χρηματιστηριακών συναλλαγών, με στόχο την
προστασία των μικροεπενδυτών και την ενίσχυση
της επενδυτικής (και έμμεσα αναπτυξιακής)
δραστηριότητας του.
1.
Στα πλαίσια αυτά χρειάζεται κατ' αρχήν να γίνει
αναβάθμιση του ρόλου της Επιτροπής
Κεφαλαιαγοράς ώστε να ασκεί ουσιαστική εποπτεία
ως ανεξάρτητη αρχή με την υποχρέωση να
ενημερώνει τακτικά τη Βουλή και η δράση της να
ελέγχεται από την τελευταία, όπως και αυτή του
διοικητή Τράπεζας Ελλάδος αντί να λειτουργεί ως
εξωθεσμικός παράγοντας.
2.
Επίσης θα πρέπει να τεθούν "υπό επιτήρηση",
με βάση συγκεκριμένους δείκτες, όλες οι
λεγόμενες "μετοχές-φούσκες" οι οποίες είναι
πολύ περισσότερες από αυτές που επίσημα έχει
ανακοινωθεί, ενώ η διοίκηση του ΧΑΑ να θέσει
ανώτατα όρια ανόδου των τιμών μετοχών, πέραν των
οποίων να σταματά η διαπραγμάτευση τους.
3.
Επίσης χρειάζεται να επιβληθεί φορολογία κερδών
με προοδευτικό συντελεστή στις βραχυπρόθεσμες
"κεφαλαιοποιήσεις" όπως ισχύει και σε άλλες
χώρες, καθώς και φορολογία κερδών (τουλάχιστον 20%)
για τις νεοεισερχόμενες μετοχές που αποκτούν
θεσμικοί επενδυτές, δεδομένου ότι η αξία τους τις
τρεις πρώτες μέρες πολλαπλασιάζεται.
4. Να
εφαρμοστεί επίσης το "πόθεν έσχες" στην
προέλευση κεφαλαίων (ίδρυσης ή αύξησης) ανωνύμων
εταιριών για εντοπισμό καναλιών ξεπλύματος "μαύρου
χρήματος", καθώς και για πρόσωπα που έχουν
καίριες θέσεις και είναι κάτοχοι εμπιστευτικών
πληροφοριών στο χώρο της Κεφαλαιαγοράς.
5. Να
διευρυνθεί ο αριθμός των εταιριών στο
Χρηματιστήριο και να γίνει αυστηρότερος ο
έλεγχος εισόδου, καθώς ουσιαστικός έλεγχος του
τρόπου χρησιμοποίησης των αντλουμένων κεφαλαίων
με βάση τις δεσμεύσεις του Ενημερωτικού Δελτίου.
6. Να
αυξηθεί το ποσοστό διασποράς μετοχών και να
εξασφαλιστεί ουσιαστική διαφάνεια στις
μεταβολές των μετοχικών μεριδίων, καθώς και
έλεγχος από τις εποπτικές αρχές στα κερδοσκοπικά
κυκλώματα που επιδιώκουν "χειραγώγηση" της
τιμής μετοχών.
7. Να
κωδικοποιηθούν οι υποχρεώσεις των εισηγμένων
εταιριών στο Χρηματιστήριο και να έχουν ενιαία
μορφή οι δείκτες πληροφόρησης των επενδυτών,
σύμφωνα με τα ισχύοντα σε ευρωπαικά
Χρηματιστήρια.
8. Να
παρθούν τα κατάλληλα μέτρα ώστε οι
μικρο-επενδυτές να μη παγιδεύονται στην
προσπάθεια διακίνησης μετοχών τους, λόγω
αδυναμίας των χρηματιστηριακών εταιριών να
δεχτούν εντολές, όποτε και όπου θέλουν οι
επενδυτές.
9.
Επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε όσους παραβιάζουν
ουσιώδεις διατάξεις της χρηματιστηριακής
νομοθεσίας, ιδιαίτερα σε θέματα κατάχρησης
εμπιστευτικής πληροφόρησης, αλλότριας χρήσης
αντλουμένων κεφαλαίων, πληρότητα λογιστικών
καταστάσεων κά.
10.
Εκσυγχρονισμός υλικο-τεχνικής υποδομής και
στελέχωση (ειδικευμένο προσωπικό)
Χρηματιστηρίου και Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς,
ολοκληρωμένη εφαρμογή του συστήματος
ηλεκτρονικών συναλλαγών (ΟΑΣΗΣ), καθώς και
σταθμισμένη διαμόρφωση τιμής κλεισίματος
συνεδριάσεων.
11.
Επίσης πρόσωπα πολιτικής ευθύνης (πχ. μέλη
κυβέρνησης, διοικήσεις μετοχοποιημένων ΔΕΚΟ, κά),
να μην έχουν πρόσβαση στο Χρηματιστήριο
(περιορισμός που ισχύει και σε άλλες χώρες), καθώς
και εφαρμογή κώδικα δεοντολογίας για τους
δημοσιογράφους (μέσω ΕΣΗΕΑ και Επιτροπής
Κεφαλαιαγοράς) για αποτροπή φαινομένων
χειραγώγησης συναλλαγών.
12.
Τέλος χρειάζεται (και αυτό είναι θέμα διεθνούς
ρύθμισης), η επιβολή ειδικού τέλους (φόρος Tobin),
στις κερδοσκοπικές κινήσεις κεφαλαίων, που
επηρεάζουν τις χρηματιστηριακές συναλλαγές,
ιδιαίτερα στις λεγόμενες "αναδυόμενες αγορές"
όπως η ελληνική.
Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι
οι όποιες θεσμικές ρυθμίσεις έχουν πάντα τα όρια
τους. Το Χρηματιστήριο, ως στοιχειακός
μηχανισμός ρύθμισης της διακλαδικής ροής
κεφαλαίων στην καπιταλιστική οικονομία, ενέχει
πάντα το στοιχείο του επενδυτικού ρίσκου και
εκτρέφει αντικειμενικά την κερδοσκοπία. Κατά
συνέπεια ο ρόλος του δεν πρέπει να υπερβάλλεται
στην επενδυτική και έμμεσα αναπτυξιακή
διαδικασία. Η ριζική αλλαγή του τρόπου
λειτουργίας του, προυποθέτει γενικότερες
αλλαγές στη λειτουργία του "οικονομικού
μηχανισμού" και στις επιλογές της οικονομικής
πολιτικής, όπου οι "αγορές" και ολόκληρο το
"πλέγμα" των εμπορευματο-χρηματικών
σχέσεων, δεν θα εξυπηρετούν τα μεγάλα συμφέροντα,
αλλά θα υποτάσσονται στις ανάγκες του "σχεδίου"
και της κοινωνικής ρύθμισης, προς όφελος της
κοινωνίας.
Νοέμβρης 1999