cleardot.gif (807 bytes)
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟ 1999 ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ 2000

Γιάννης Τόλιος,
υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΝ

Σεπτέμβρης 1999


1.0. Εισαγωγή

Παρ' ότι δεν έχουν ακόμα δημοσιευτεί (15.9.99) τα στοιχεία της 6μηνιαίας Εκθεσης του ΥΠΕΘΟ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, στο διάστημα Γεν-Ιουν.'99 (αλήθεια γιατί τέτοια δυστοκία;), με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια συνοπτική εικόνα για τους κύριους δείκτες και μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, ώστε να διευκολυνθεί η στήριξη εξαγωγής πολιτικών συμπερασμάτων. Δίνουμε επίσης εντελώς επιγραμματικά, το "στίγμα" του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος στα πλαίσια του οποίου κινείται η ελληνική οικονομία. Ειδικότερα σημειώνουμε, ότι εκτός από τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία (τις συνέπειες του οποίου πλήρωσε και η ελληνική οικονομία), το διεθνές κλίμα χαρακτηρίζεται από επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. (σε σχέση με τη διαδικασία ανάκαμψης της οικονομίας της Ιαπωνίας), τη συνέχιση των αναταραχών στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές και την αστάθεια του "ευρώ", η οποία μεταξύ άλλων αντανακλά και τους ανταγωνισμούς, ανάμεσα στα μεγάλα κέντρα του σύγχρονου καπιταλισμού, ιδιαίτερα ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνίας.

1.1. Η εξέλιξη βασικών Οικονομικών δεικτών

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια βελτίωση βασικών μακροοικονομικών δεικτών (άνοδος ΑΕΠ, μείωση πληθωρισμού, περιορισμός ελλειμμάτων, συγκράτηση δημόσιου χρέους, σχετική βελτίωση ισοζυγίου πληρωμών, κάποια αύξηση ιδιωτικών επενδύσεων, κλπ), γεγονός που γεννάει ελπίδες για επίτευξη των στόχων "σύγκλισης". Ωστόσο με προσεκτικότερη ανάγνωση των στοιχείων, διαπιστώνουμε ότι βασικοί οικονομικοί δείκτες (πληθωρισμός, δημόσιο χρέος, επιτόκια, ισοτιμία δραχμής), βρίσκονται αρκετά μακριά από τα λεγόμενα "ονομαστικά" κριτήρια σύγκλισης και πολύ περισσότερο από τους δείκτες της "πραγματικής" σύγκλισης, όπως βιομηχανική παραγωγή, απασχόληση-ανεργία, αγοραστική δύναμη μισθών-συντάξεων, κοινωνικές δαπάνες, κά.

1.2. Η πορεία του ΑΕΠ

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Εθν.Οικονομίας, το ΑΕΠ της χώρας το 1999 προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,5% (αρχικά προβλεπόταν αύξηση 3,9%), σε σχέση με αύξηση 3,7% το 1998. Όμως ακόμα κι αν επιτευχθεί το προβλεπόμενο ποσοστό, η "αύξηση" θα είναι στην ουσία πλασματική (κυρίως αφορά τις υπηρεσίες και ειδικότερα τον τουρισμό), δεδομένου ότι η βιομηχανική παραγωγή στο πρώτο πεντάμηνο '99 παρουσίαζε αρνητική μεταβολή (μείωση κατά -0,2%), ενώ η οικοδομική δραστηριότητα στο πρώτο εξάμηνο '99, σημείωσε μείωσε κατά 2,4% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 1998. Όσον αφορά την αγροτική παραγωγή εκτιμάται ότι θα κινηθεί στα ίδια περίπου με πέρυσι επίπεδα. Για το 2000, το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,7%, ρυθμός που θα συνεχιστεί, κατά την κυβέρνηση και τα επόμενα χρόνια, χάρις στο νέο "Αναπτυξιακό Σχέδιο" και το Γ' Κ.Π.Σ.

1.3. Επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές)

Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία, εκτιμάται ότι το 1999 θα αυξηθούν κατά 9% σε σχέση με 9,8% το 1998, ενώ το 2000 προβλέπεται αύξηση κατά 8,9%. (Αξίζει να σημειωθεί ότι το Πρόγραμμα Σύγκλισης προβλέπει ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 11-12% το χρόνο). Ειδικότερα οι ιδιωτικές επενδύσεις, παρά την υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων, παρουσιάζουν επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης (από 10,5% το 1997, σε 8,4% το 1998, 7,7% το 1999 και το 2000 προβλέπεται σε 8,5%). Ανάλογη σχεδόν πορεία παρουσιάζουν και οι δημόσιες επενδύσεις (από 7% το 1997, σε 13,7% το 1998, 12,4% το 1999 και το 2000 κατά 8,5%).

Η μείωση του ρυθμού αύξησης των επενδύσεων, δείχνει ένα από τα κρίσιμα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, δηλ. το σχετικά χαμηλό ρυθμό τεχνολογικού και παραγωγικού εκσυγχρονισμού της χώρας (κρίσιμο στοιχείο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας), ενώ παράλληλα καταρρίπτεται ο "μύθος", ότι η αύξηση των κερδών οδηγεί αυτόματα σε αύξηση επενδύσεων, αύξηση απασχόλησης και μείωση ανεργίας. Όπως έχουμε σημειώσει κι άλλες φορές, σημαντικό μέρος των κερδών ιδιαίτερα μεγάλων επιχειρήσεων, μετατρέπεται σε κερδοσκοπικό χρήμα (που μετακινείται στις διεθνείς χρηματαγορές), ενώ ένα άλλο σημαντικό μέρος χρησιμοποιείται στη διεθνή επέκταση δραστηριοτήτων και μόνο ένα μικρό μέρος κατευθύνεται στην εσωτερική συσσώρευση.

1.4. Κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική)

Η συνολική κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική) προβλέπεται το 1999 να παρουσιάσει μικρή αύξηση, λόγω περικοπής των κρατικών δαπανών και των εισοδημάτων των εργαζόμενων. Ειδικότερα η "ιδιωτική κατανάλωση" εκτιμάται ότι το 1999 θα αυξηθεί κατά 2,5%, σε σχέση με 1,8% το 1998, ενώ το 2000 προβλέπεται να φθάσει 2,7%. (Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία ο "όγκος λιανικών πωλήσεων", δηλ. αύξηση της αξίας λιανικών πωλήσεων μείον τον πληθωρισμό, αυξήθηκε το πρώτο 5μηνο '99 κατά 2,8%). Οσον αφορά τη "δημόσια κατανάλωση", προβλέπεται συνέχιση της μείωσης (από -0,4% το 1997, 0,4% το 1998, -0,5% το 1999 και -0,5% το 2000). Η μείωση αφορά κυρίως περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες (υγεία, παιδεία, πρόνοια, πολιτισμό, κά).

1.5. Απασχόληση - Ανεργία

Με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΣΥΕ, το ποσοστό ανεργίας το 1998 ανήλθε στο 10,8% του εργατικού δυναμικού, σε σχέση με 9,6% το 1997, ενώ το 1999 εκτιμάται θα διαμορφωθεί στο 10,4%. Ετσι το σύνολο των ανέργων στις αρχές '99, ξεπερνούσε τα 470.000 άτομα, σε σχέση με 4 εκατ. περίπου των απασχολουμένων. Η μακροχρόνια ανεργία, άνω των 12 μηνών, εξακολουθεί να κατέχει το υψηλό ποσοστό στο σύνολο των ανέργων (56,5% το 1998 έναντι 57% το 1997). Μεταξύ των 13 περιφερειών της χώρας, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρουσιάζονται στην Ηπειρο (13,6%), στην Στερεά Ελλάδα (12,8%) και στην Αττική (12,2%), ενώ τα χαμηλότερα στα Ιόνια Νησιά (3,9%), στο Νότιο Αιγαίο (6,4%) και στην Κρήτη (7,2%).

Σημαντικός παράγοντας αύξησης της ανεργίας είναι η εκροή εργατικών χεριών από τον αγροτικό τομέα (οι απασχολούμενοι από 19,7% το 1997, μειώθηκαν σε 17,8% το 1998), η αύξηση της προσφοράς γυναικείας εργασίας (από 36,2% του εργατικού δυναμικού σε 38,9%), η αύξηση του αριθμού των νέων που ζητούν για πρώτη φορά εργασία, καθώς και των οικονομικών μεταναστών (υπολογίζονται σε 450.000). Το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλότερο στις γυναίκες, στους εργαζόμενους με χαμηλή μόρφωση και στους νέους, ενώ το επίδομα ανεργίας βρίσκεται σήμερα μόλις στο 46,2% του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη (3.120 δρχ και 6.741 δρχ αντίστοιχα), σε σχέση με 66,7% που ήταν 1.1.1989.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Εκθεση του ΟΟΣΑ για την Απασχόληση το 1999, σε πείσμα των δογμάτων της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας που επίμονα πρόβαλε από αρχές δεκαετίας '80, τονίζει ότι "δεν υπάρχει σχέση μεταξύ ανεργίας και θεσμικού καθεστώτος προστασίας δικαιωμάτων της εργασίας ή αν υπάρχει αυτή είναι πολύ χαλαρή". Είναι η δεύτερη φορά που ο ΟΟΣΑ φαίνεται να αρνείται "εαυτόν και αλλήλους" (στην περυσινή Εκθεση, επισημαίνει ότι "η θέσπιση κατώτατου μισθού δεν μπορεί να θεωρηθεί κύριο αίτιο αύξησης της ανεργίας", βλ."Οικονομικό Δελτίο" Γεν.'99), γεγονός που δημιουργεί ερωτηματικά "για το που τελικά το πάει". Με δεδομένο ότι η φύση του ΟΟΣΑ, ως βασικού ιδεολογικού μηχανισμού του διεθνούς κεφαλαίου, δεν άλλαξε ("ο λύκος τρίχα αλλάζει, μυαλό δεν αλλάζει"), πρέπει να ερμηνεύσουμε τη συγκεκριμένη "στροφή", ως προσπάθεια ενίσχυσης των κευνσιανών μεθόδων ρύθμισης της απασχόλησης.

Αυτό αφορά ιδιαίτερα τις ευρωπαικές χώρες, που κάτω από την κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων και πρακτικών, αντιμετωπίζουν τις τελευταίες δεκαετίες χαμηλούς ρυθμούς συσσώρευσης και "μεγέθυνσης" του ΑΕΠ (συρρίκνωσης της ζήτησης λόγω περιορισμένων αυξήσεων στους μισθούς και διόγκωση της ανεργίας), παρ' ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων κινείται σε υψηλά επίπεδα. Κατά συνέπεια η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των μισθών (στα όρια πάντα των αναγκών του κεφαλαίου) θεωρείται σήμερα από τον ΟΟΣΑ ως αναγκαία, επιβεβαιώνοντας μια μαρξιστική αλήθεια "ότι τελική αιτία των κρίσεων είναι η υποκατανάλωση των μαζών". Όμως έστω και έτσι, η ανάγκη ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων πρέπει να αξιοποιηθεί από τα συνδικάτα για διεκδίκηση αυξήσεων πάνω από τον πληθωρισμό, τόνωση της παραγωγής και μείωση της ανεργίας. (Αναλυτικές προτάσεις για μείωση της ανεργίας βλ."Οικονομικό Δελτίο", Μάιος '99).

1.6. Πληθωρισμός - Ελεγχος Τιμών

Κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, ήταν και παραμένει η μείωση του πληθωρισμού ως βασική προυπόθεση αποδοχής της αίτησης συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ, δεδομένου ότι το ύψος του επηρεάζει στον ένα ή άλλο βαθμό όλους τους ονομαστικούς δείκτες σύγκλισης, (δηλ. τα επιτόκια, δημόσιες δαπάνες-ελλείμματα, δημόσιο χρέος και ισοτιμία δραχμής). Ωστόσο παρά την παρατεταμένη λιτότητα μισθών-συντάξεων, τις περικοπές κοινωνικών και αναπτυξιακών δαπανών, τη "σφιχτή" πιστωτική πολιτική και το "πάγωμα" τιμολογίων ΔΕΚΟ, η συγκράτηση του τιμαρίθμου δεν ήταν η αναμενόμενη,

Αυτό δείχνει ότι σοβαροί παράγοντες που προσδιορίζουν το ύψος του και πρώτα απ' όλα η υψηλή κερδοφορία και τα μονοπωλιακά κυκλώματα σε διάφορες κλάδους της οικονομίας, βρίσκονται στην ουσία εκτός ελέγχου. Τον Ιούλιο '99, ο μέσος εναρμονισμένος δείκτης πληθωρισμού ήταν στην Ελλάδα 3,3% σε σχέση με 1,2% στην ΕΕ, ενώ το Μάρτη 2000 (που προβλέπεται να γίνει η αίτηση ένταξης στην ΟΝΕ) θα πρέπει να έχει κατέβει κάτω από το 2% (γύρω στο 1,5%), στόχος αρκετά δύσκολος, εάν υπολογίσουμε ότι στην ΕΕ υπάρχει πτωτική τάση του πληθωρισμού λόγω υφεσιακών φαινομένων στις περισσότερες ευρωπαικές οικονομίες.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να αποδόσει την "αντίσταση" κάμψης του πληθωρισμού, στην ανατίμηση της τιμής των καυσίμων. Αυτό όμως αφορά όλες τις ευρωπαικές οικονομίες και όχι μόνο την Ελλάδα. Αντίθετα οι μεγάλες ανατιμήσεις στα καύσιμα, δείχνουν την αδυναμία της κυβέρνησης να ελέγξει τα υπερκέρδη των εταιριών (με τις λεγόμενες "συμφωνίες κυρίων"). Μόνο με την κατάθεση τροπολογίας (για καθορισμό ανώτατης τιμής πώλησης, έλεγχο ανατιμήσεων και επιβολή διοικητικών κυρώσεων) φαίνεται ότι "προβληματίζει" τις εταιρίες, γεγονός που δείχνει ότι εάν εφαρμοζόταν από καιρό μια πολιτική εποπτείας και ελέγχου των υπερβολικών ανατιμήσεων, ο τιμάριθμος θα ήταν ήδη σε χαμηλά επίπεδα.

Η κυβέρνηση σχεδιάζει (βλέπε εξαγγελίες μέτρων στο παρόν Δελτίο), τη μείωση ορισμένων έμμεσων φόρων, το "πάγωμα" των τιμολογίων ΔΕΚΟ (αλήθεια γιατί επιβάλει "πάγωμα" κερδοφορίας στο κρατικό κεφάλαιο, ενώ στο ιδιωτικό εξασφαλίζει ασυδοσία;), καθώς συνέχιση της περικοπής μισθών-συντάξεων με αυξήσεις γύρω στο 2-2,5% το 2000. Ετσι ακόμα κι αν επιτευχθεί ο στόχος μείωσης του πληθωρισμού κάτω από το 2%, τα αποτελέσματα της "αντιπληθωριστικής" πολιτικής αποτελούν ήδη "πύρρειο νίκη", τόσο από πλευράς θυσιών των εργαζόμενων (ενώ η μετά-ΟΝΕ εποχή δεν εγγυάται καλύτερες μέρες), όσο και από πλευράς επιπέδου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

1.7. Μισθοί - Συντάξεις - Κέρδη - Πρόσοδοι Χρηματιστηρίου

Σύμφωνα με την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, τα κατώτατα όρια μισθών κυμαίνονται το 1999 από 150-200 χιλ. (για τους άγαμους χωρίς προυπηρεσία 149.583 δρχ. το μήνα και με 3 τριετίες 194.458 δρχ, ενώ για τους έγγαμους χωρίς προυπηρεσία 164.542 και με 3 τριετίες 209.417). Οσον αφορά τα ημερομίσθια των εργατοτεχνιτών, κυμαίνονται από 6.700 έως 8.700 δρχ την ημέρα (για τους άγαμους χωρίς προυπηρεσία 6.703 δρχ και με 4 τριετίες 8.044 δρχ, ενώ για τους έγγαμους χωρίς προυπηρεσία 7.374 και με 4 τριετίες 8.715 δρχ). Όπως είναι γνωστό μεγάλο μέρος των απασχολούμενων πληρώνονται με βάση τις παραπάνω κλίμακες, δείχνοντας τα περιορισμένα όρια της αγοραστικής δύναμης χιλιάδων οικογενειών.

Σε ακόμα πιο δεινή θέση βρίσκονται εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχοι. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπ.Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το κατώτατο ύψος σύνταξης (γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου) που παίρνουν το 70% των συνταξιούχων (δηλ. 521.621 άτομα), ήταν τέλος '98 για τους συνταξιούχους του ΙΚΑ 113.143 δρχ το μήνα, ενώ μόνο το 2,2% των συνταξιούχων (δηλ. 9.358 άτομα) είχαν συντάξεις πάνω από 300.000 το μήνα. Πρόθεση της κυβέρνησης σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου ("Τα Νέα", 27.8.99), είναι να δώσει το 2000, στο όνομα της "αντιπληθωριστικής" πολιτικής, αυξήσεις γύρω στο 2-2,5%, διαιωνίζοντας τη στέρηση σε εκατοντάδες χιλιάδες εργατικές οικογένειας, που μακροχρόνια εκφράζεται και στην αύξηση του δείκτη υπογεννητικότητας στην ελληνική κοινωνία.

Σε αντίθετη βέβαια κατεύθυνση κινείται η κερδοφορία των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μεγάλων εμπορικών, βιομηχανικών, ναυτιλιακών, κατασκευαστικών, τραπεζικών, χρηματοπιστωτικών και άλλων εταιριών. Ειδικότερα σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ICAP (στοιχεία ισολογισμών εταιριών ΑΕ & ΕΠΕ για το έτος 1998), οι 3.470 μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις είχαν αύξηση καθαρών κερδών 20,5% (συνολικό ύψος 490 δις), οι 1.000 μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις είχαν αύξηση 20,1% (συνολικό ύψος καθαρών κερδών 308 δις), ενώ το σύνολο των εμπορικών τραπεζών είχαν αύξηση κερδών 208,2% (συνολικό ύψος 350 δις). Οι παραπάνω ρυθμοί αύξησης κερδών συνεχίζονται το 1999.

Ενδεικτικό του κλίματος των υψηλών αποδόσεων είναι και η "τρελή κούρσα" αύξησης των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο. Οπωσδήποτε οι μεγάλες αυξήσεις πολλών μετοχών αντανακλούν τα κερδοσκοπικά παιγνίδια (μετοχές "φούσκες") και το "ψυχολογικό κλίμα" (προσδοκίες υπερ-αποδόσεων χωρίς αντίστοιχες πραγματικές αποδόσεις κεφαλαίων). Ωστόσο βασικοί παράγοντας αύξησης των τιμών μετοχών, είναι το υψηλό γενικά επίπεδο κερδοφορίας και το ευνοϊκό κλίμα που δημιουργεί η πολιτική της κυβέρνησης και κυρίως οι περικοπές μισθών-συντάξεων, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, μετοχοποιήσεις (ιδιωτικοποιήσεις) κερδοφόρων ΔΕΚΟ, ευνοϊκές συμβάσεις δημοσίων έργων και κρατικών προμηθειών, φορολογική "ασυλία", προνόμια, υπερτιμολογήσεις, "κύμα" εξαγορών συγχωνεύσεων, επέκταση της δράσης μεγάλων επιχειρήσεων στο εξωτερικό κά.

1.8. Δημοσιονομικές Εξελίξεις (Εσοδα-Δαπάνες-Ελλείμματα)

H πορεία εκτέλεσης του προυπολογισμού '99, κινείται σύμφωνα με τα στοιχεία του α΄ εξαμήνου, με σημαντικές αποκλίσεις (αύξηση δαπανών 9% έναντι στόχου 5,5%, αύξηση εσόδων 9,7% έναντι στόχου 6,2%). Τα πρόσθετα έσοδα προέκυψαν βασικά από τι μεγάλη άνοδο των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο (έκτακτα έσοδα ύψους 120-150 δις δρχ, τα οποία προβλέπεται να διπλασιαστούν με την αύξηση του τέλους χρηματιστηριακών συναλλαγών). Ωστόσο το κύριο πρόβλημα της κυβέρνησης δεν είναι η πορεία εκτέλεσης του προυπολογισμού (η οποία θα κινηθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις), όσο πως μέσα από τη δημοσιονομική διαχείριση θα πετύχει μείωση του πληθωρισμού κατά 0,5-1% ποσοστιαία μονάδα, καθώς επίσης πως θα προβεί σε ορισμένες δευτερεύουσες φορολογικές ρυθμίσεις προς μισθωτούς-συνταξιούχους, εμφανίζοντας "φιλολαϊκό" πρόσωπο.

Με άλλα λόγια το μεγάλο πρόβλημα της ουσιαστικής φορολογικής μεταρρύθμισης, που με μεγάλο θόρυβο είχε υποσχεθεί το τελευταίο 6μηνο με το λεγόμενο "κοινωνικό διάλογο", παραπέμπεται στις "καλένδες". Αξίζει να αναφερθεί, σύμφωνα με στοιχεία του Υπ.Οικονομικών, ότι τα ληξιπρόθεσμα χρέη στο δημόσιο (κυρίως ΑΕ, ΕΠΕ και άλλων μεγαλοεισοδηματιών), ξεπερνούσαν τον Αύγουστο '99 τα 3,1 τρις δρχ., δηλ. το 30% των φορολογικών εσόδων του κράτους. Οσον αφορά το 2000, οι παράμετροι του νέου προυπολογισμού είναι γνωστές: διατήρηση της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης σε μισθωτούς-συνταξιούχους (οριακές βελτιώσεις), περικοπές δαπανών κοινωνικού κυρίως χαρακτήρα, σφιχτή εισοδηματική πολιτική, συνέχιση της πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων κερδοφόρων ΔΕΚΟ, κά.

1.9. Νομισματικές εξελίξεις - Επιτόκια

Δεν έχουν ακόμα δημοσιευτεί αναλυτικά στοιχεία για την πορεία των νομισματο-πιστωτικών μεγεθών στο α' εξάμηνο '99. Ωστόσο το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση είναι τα υψηλά επιτόκια (το επιτόκιο παρέμβασης της Τράπεζας Ελλάδος στη διατραπεζική αγορά τον Αύγουστο '99 ήταν 12%), τα οποία έχουν ως συνέπεια το υψηλό κόστος κρατικού δανεισμού (το επιτόκιο των κρατικών ομολόγων 5ετούς διάρκειας αυξήθηκε κατά 1 μονάδα το καλοκαίρι '99 φθάνοντας 7,28%). Υπολογίζεται ότι σε κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης (ή μείωσης) του επιτοκίου, ο κρατικός προυπολογισμός επιβαρύνεται (ή ελαφρύνεται) κατά 120 δις δρχ. Η Τράπεζα Ελλάδος στα πλαίσια της αντιπληθωριστικής πολιτικής, είναι υποχρεωμένη να απορροφά πλεονάζουσα ρευστότητα (προσφορά κεφαλαίων), σημαντικό τμήμα της οποία οφείλεται σε εισαγόμενα κερδοσκοπικά κεφάλαια.

Εδώ ακριβώς εκδηλώνεται η αντιφατική επίδραση της νομισματικής πολιτικής, η οποία από τη μια χρησιμοποιεί τα υψηλά επιτόκια ως "αντιπληθωριστικό" μέτρο και από την άλλη αυξάνει το κόστος κρατικού δανεισμού και κατ' επέκταση των ελλειμμάτων, δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία. Παράλληλα τα υψηλά επιτόκια επιβραδύνουν την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση, ενώ τροφοδοτούν τάσεις ανατίμησης της δραχμής, δημιουργώντας προβλήματα σύγκλισης (επιτοκίων και συναλλαγματικής ισοτιμίας) προς τα κριτήρια της ΟΝΕ.

Σύμφωνα με δηλώσεις του διοικητή Τρ.Ελλαδος, κ.Παπαδήμα, τα επιτόκια θα αρχίσουν να μειώνονται (στη διατραπεζική αγορά) από αρχές 2000, όταν θα αρχίσει βαθμιαία η προσαρμογή της ισοτιμίας της δραχμής προς τα ευρωπαικά νομίσματα. Αν λάβουμε υπ' όψη ότι σημερινά επιτόκια στη διατραπεζική αγορά κυμαίνονται 11-12%, στις 1.1.2001 θα πρέπει να βρίσκονται στο 2,5%. Δηλαδή μιλάμε για σοβαρή μείωση επιτοκίων, που μεταξύ άλλων θα αυξήσει τις συναλλαγές στο Χρηματιστήριο (στροφή επενδυτών-αποταμιευτών σε μετοχές). Βέβαια όλα αυτά θα εξαρτηθούν από το ύψος του πληθωρισμού ο οποίος πρέπει στις αρχές 2000 να κατέβει οπωσδήποτε κάτω από το 2%. Ξαναγυρίζουμε δηλ. στο ίδιο σημείο που αρχίσαμε.!

1.10. Ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών - Ισοτιμία δραχμής

Σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών το πρώτο εξάμηνο '99 εμφανίζει σημάδια βελτίωσης. Όμως το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει προβληματικό (μεγάλες εισαγωγές σε σχέση με εξαγωγές), ενώ το ισοζύγιο αδήλων πόρων, αν και θετικό, παρουσιάζει απώλεια δυναμισμού. Μόνο το τουριστικό συνάλλαγμα παρά τα προβλήματα του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, φαίνεται να εξελίσσεται ικανοποιητικά, ενώ σημαντική είναι η εισροή ξένων κεφαλαίων βραχυχρόνιου (κερδοσκοπικού) χαρακτήρα στην οικονομία. Το μεγάλο πρόβλημα στο τομέα των εξωτερικών συναλλαγών, είναι η ισοτιμία της δραχμής, η οποία λόγω των υψηλών επιτοκίων και της κερδοσκοπικής εισροής ξένων κεφαλαίων, έχει ανατιμηθεί σημαντικά (8-10%) μετά την υποτίμηση το Μάρτη '98.

Σημειώνεται ότι η ισοτιμία της δραχμής βρίσκεται σήμερα (τέλος Αυγούστου '99), στις 326 δρχ. ανά ευρώ, ενώ η κεντρική ισοτιμία (που καθορίστηκε με την είσοδο της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών τον Μάρτη '98), ήταν 353,109 δρχ. Λαμβάνοντας υπ' όψη ότι για να ενταχθούμε στο ευρώ η νέα ισοτιμία δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα "στενά όρια" διακύμανσης (+/-3%), σημαίνει ότι η δραχμή θα πρέπει να προσαρμοστεί (υποτιμηθεί) κατά 8-10% μέχρι το Δεκέμβρη '99. Το ερώτημα είναι αν θα υποτιμηθεί με διολίσθηση (βαθμιαία) ή με απότομη υποτίμηση; Το κάθε σενάριο έχει το δικό του κόστος. Η τελική πράξη για την προσέγγιση της αγοραίας ισοτιμίας της δραχμής στο επίπεδο της κεντρικής ισοτιμίας, θα γίνει το μεσημέρι της 31.12.2000. ’ρα σε όλη τη διάρκεια του 2000, η δραχμή θα "πλέει" σε φουρτουνιασμένη θάλασσα.!

2. Οικονομικές εξελίξεις και "σενάρια" πολιτικών εξελίξεων

Από τη σύντομη εξέταση των κυριότερων μεγεθών και δεικτών της ελληνικής οικονομίας, διαπιστώνουμε ότι οι επόμενοι 15 μήνες θα είναι πολύ κρίσιμοι τόσο από οικονομική όσο και κοινωνική άποψη και θα επηρεάσουν άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις. Ηδη η εκλογή του Προέδρου Δημοκρατίας το Μάρτη 2000 και οι εθνικές εκλογές το νέο χρόνο (πιθανότερη ημερομηνία Μάρτης 2000), φορτίζουν το πολιτικό κλίμα, το οποίο προβλέπεται να ενταθεί τόσο εξ' αιτίας των ανοικτών θεμάτων σε διάφορους τομείς (παιδεία, εργασιακά, κά), όσο και πρόσθετων ενδεχόμενα αντιλαικών μέτρων που ενδεχόμενα χρειαστεί να λάβει η κυβέρνηση για επίτευξη των κριτηρίων της ΟΝΕ.

Το βασικό ερώτημα που προκύπτει κατά συνέπεια είναι ποια ημερομηνία θεωρείται προτιμότερη από την κυβέρνηση για προσφυγή στις κάλπες και ποιά για τη αντιπολίτευση (κυρίως ΝΔ). Οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο θα παίζει η αξιολόγηση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας από την ΕΕ. Αν μέχρι το Μάρτη φανεί ότι γίνεται δεκτή η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ, η κυβέρνηση δεν έχει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα να προσφύγει σε εκλογές αν δεν εκλεγεί ο Πρόεδρος Δημοκρατίας που προτείνει. Ισως για την κυβέρνηση να ήταν προτιμότερο να γίνουν εκλογές το Σεπτέμβρη 2000, έχοντας όμως "στο χέρι" στην έκκριση εισόδου στην ΟΝΕ και τα κονδύλια του Γ Κ.Π.Σ.

Το δυσκολότερο "σενάριο" για την κυβέρνηση, φαίνεται να είναι η αβεβαιότητα εισόδου στην ΟΝΕ και η ανάγκη λήψης συμπληρωματικών μέτρων. Σε αυτήν την περίπτωση θα προτιμούσε οπωσδήποτε την προσφυγή σε εκλογές το Μάρτη, ενώ τα πρόσθετα μέτρα θα χρεωνόταν η νέα κυβέρνηση. Για την ΝΔ τα σενάρια φαίνονται "αντίστροφα", χωρίς όμως να υποτιμάμε ότι στην πολιτική συμπεριφορά των δύο μεγάλων κομμάτων, δεν κυριαρχούν πάντα τα στενά κομματικά κριτήρια, αλλά σημαντικό ρόλο παίζουν οι παρεμβάσεις ισχυρών οικονομικών παραγόντων, όταν πρόκειται για πολιτικές επιλογές γενικότερης σημασίας (όπως η ΟΝΕ). Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο ο ΣΕΒ όσο και Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βορ.Ελλάδας, σε ξεχωριστές συναντήσεις που είχαν με το κ.Σημίτη, τόνισαν ότι "δεν θα πρέπει να θυσιαστεί η οικονομία (δηλ. η είσοδος στην ΟΝΕ) "στο βωμό των εκλογικών σκοπιμοτήτων".

Για το Συνασπισμό, οι επιλογές της οικονομικής πολιτικής και οι εκλογικοί σχεδιασμοί της κυβέρνησης, πρέπει να αντιμετωπιστούν από θέσεις αρχών. Χωρίς να έχει πρόβλημα πότε θα γίνουν εκλογές, στα θέματα της οικονομίας αυτό που χρειάζεται είναι η ανάδειξη της δική μας "εναλλακτικής πρότασης" (πλαίσιο και συγκεκριμένα μέτρα), ιδιαίτερα στα ζητήματα της φορολογίας και του νέου προυπολογισμού 2000, του νέου Αναπτυξιακού Σχεδίου και Γ΄Κ.Π.Σ., στα ζητήματα της παιδείας, υγείας, ασφάλισης, απασχόλησης και ανεργίας, στα θέματα της εποπτείας και ελέγχουν των τιμών, ελέγχου των συγκεντρώσεων και μονοπωλιακών κυκλωμάτων, στα θέματα της στήριξης του εισοδήματος εργαζόμενων-συνταξιούχων, την προστασίας των μικροεπενδυτών από τα κερδοσκοπικά κυκλώματα στο Χρηματιστήριο, στα θέματα διαφάνειας ανάθεσης δημοσίων έργων και προμηθειών, στις επιλογές ιδιωτικοποίησης κερδοφόρων τομέων της κρατικής περιουσίας, στη φροντίδα για τους κοινωνικά ασθενέστερους, την ανάγκη δικαιότερης κατανομής του πλούτου, κά.

Η πορεία προς το νέο Συνέδριο του ΣΥΝ και τις εκλογές, είναι μια ευκαιρία προβολής, με διάφορες εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες, των θέσεων του στην οικονομία, καθώς την ένταση της επικοινωνίας με κοινωνικές δυνάμεις και κινήματα που εκφράζει πολιτικά.

Σεπτέμβρης 1999