Ομιλία του Προέδρου
του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου
Νίκου Α. Κωνσταντόπουλου
στη συζήτηση της Βουλής για τον

ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ 2000

στις 21 Δεκεμβρίου 1999


Ο Προϋπολογισμός του 2000, που συζητάμε, έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό, που δεσπόζει και τον προσδιορίζει.

Είναι προεκλογικός προϋπολογισμός, προϋπολογισμός συνέχισης της ίδιας μονόδρομης πολιτικής.

Η κυβέρνηση εντάσσει τα πάντα στην προεκλογική της τακτική. Από την εκλογή Προέδρου μέχρι τον Προϋπολογισμό. Από το 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης μέχρι και τους Ολυμπιακούς του 2004. Από το Χρηματιστήριο μέχρι και την πολιτική συμφωνία του Ελσίνκι.

Ενώ η κυβέρνηση στα λόγια ισχυρίζεται ότι δεν επιθυμεί πρόωρες εκλογές, στην πράξη επιδιώκει την προσφυγή στις κάλπες, γι' αυτό κι έχει κηρύξει την πιο μακρά προεκλογική περίοδο.

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση θέλει να αξιοποιήσει προεκλογικά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, όσο η ίδια η ένταξη εκκρεμεί.

Η κυβέρνηση θέλει να προλάβει τις διαδικασίες αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και τις οδηγίες για την ακολουθητέα οικονομική πολιτική, που θα διατυπώσουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στις αντίστοιχες εκθέσεις τους τον Μάιο του 2000.

Αυτές οι συστάσεις θα κάνουν φανερό ότι είναι ακάλυπτες οι μεταχρονολογημένες επιταγές ευφορίας, που απλόχερα μοιράζει σήμερα η κυβέρνηση, για λόγους προεκλογικής σκοπιμότητας.

Οι συστάσεις και οδηγίες για τη συνεχιζόμενη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στις συνθήκες της ζώνης του ΕΥΡΩ, τη διατήρηση του μέσου ετήσιου πληθωρισμού με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή σε επίπεδο κάτω του 2%, σύμφωνα με τον ορισμό για την σταθερότητα των τιμών, που έχει το Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάνουν πιο ασφυκτικά και σκληρά τα πλαίσια της περιόδου που έρχεται μετά την ΟΝΕ.

Παίζεται για μια φορά ακόμα το ίδιο παλαιοκομματικό παιχνίδι.
Προεξοφλούνται εντυπώσεις, δεν λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους, τα συνθήματα κυριαρχούν και εμποδίζουν την υπεύθυνη συζήτηση επί της ουσίας, δεν προετοιμάζεται σωστά η οικονομία και η κοινωνία, μόνο και μόνο για να περάσουν τα κόλπα για την όποια κυβερνητική αυτοδυναμία.

Και μετά η ίδια γνώριμη τακτική: Το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι το άλλοθι για τη συνέχιση των πολιτικών του μονόδρομου, της κοινωνικής αδικίας, της αναλγησίας, της ρηχής και επίπλαστης σύγκλισης των αριθμών, της εγκατάλειψης της πραγματικής οικονομίας και της πραγματικής κοινωνίας στις ασφυκτικές πιέσεις των αγορών και των εκπροσώπων τους.

Ήδη, από τώρα, σε αυτήν την προεκλογική περίοδο, έχουν δείξει το πραγματικό τους πρόσωπο, το γνωστό τους χαρακτήρα, οι παραδοσιακές παρεκτροπές της κυβερνητικής αυτοδύναμης ισχύος: Παρεκτροπές πολιτικής αλχημείας, αλαζονείας, αυταρχισμού κι αναλγησίας.

Η πολιτική μας ζωή, κι ας φτάσαμε στο 2000, που αλλάζουν οι αιώνες, μένει ίδια κι απαράλλαχτη. Κυριαρχείται από τα χρόνια συμπτώματα του αναχρονισμού, είναι γεμάτη θεσμικά και πολιτικά αποστήματα.

Το αποδεικνύει ο τρόπος, με τον οποίο συντάσσεται και συζητείται ο Προϋπολογισμός.
Το αποδεικνύει ο τρόπος με τον οποίο οδηγείται η χώρα στις επόμενες εκλογές.

Όλα μαρτυρούν την επικυριαρχία της κυβερνητικής ισχύος και της δικομματικής παντοδυναμίας σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. Όλα αποκαλύπτουν την υπερεξουσία των εξωθεσμικών κέντρων και των διαπλεκομένων συμφερόντων, που επιβάλλονται στις πολιτικές διαδικασίες διαχείρισης του δημοσίου χρήματος.

Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια της δικομματικής καθήλωσης, της κυβερνητικής αγκύλωσης και του εξωθεσμικού εγκλωβισμού, εγείρεται το κρίσιμο ερώτημα:

Ποια ανάπτυξη προωθείται, ποια κοινωνική πρόοδος συντελείται, ποια πολιτική παράγεται;

Μιλάμε για την Ελλάδα του 2000. Πενήντα χρόνια μετά τον εμφύλιο. Είκοσι χρόνια μετά την ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.. Δέκα χρόνια, μετά την αποτυχία των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού. Ένα χρόνο πριν από την αναμενόμενη ένταξη στην ΟΝΕ.

Ο απλός πολίτης ξέρει πολύ καλά ότι η χώρα μας αλλά και η ζωή του έπρεπε να βρίσκονται σε καλύτερα επίπεδα. Ξέρει, ο Έλληνας πολίτης, πάρα πολύ καλά ότι τα χρόνια, τις θυσίες και τα χρήματα, οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν τα αξιοποίησαν με κοινωνικές και αναπτυξιακές προτεραιότητες. Ξέρει ότι άλλες χώρες, με δυσμενέστερους όρους ή με παρόμοιες συνθήκες προς την Ελλάδα, πέτυχαν και πετυχαίνουν περισσότερες, σταθερότερες και αποτελεσματικότερες κατακτήσεις.

Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά την Δικτατορία, η μεταπολίτευση των ισχυρών κι εναλλασσομένων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ οδήγησε από τον ενθουσιασμό για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, στην απογοήτευση για την αναξιοπιστία και την υποταγή της πολιτικής στα ποικιλώνυμα Μέσα, από την μεγάλη κοινωνική παρέμβαση και το έντονο συλλογικό ενδιαφέρον, στη σημερινή αδιαφορία και απόρριψη, από τα κοινωνικά κινήματα και την αγωνιστική τους έξαρση, στις πελατειακές σχέσεις και τους κομματικούς στρατούς του δικομματικού παραγοντισμού εξουσίας.

Κύριε Πρωθυπουργέ έχετε τις ευθύνες σας. Και είναι μεγάλες.
Συμπληρώσατε τετραετία στην διακυβέρνηση της χώρας κι αντί να τολμήσετε διαρθρωτικές αλλαγές στις πολιτικές δομές και λειτουργίες της χώρας, το μόνο που κάνατε είναι να προσθέσετε στη λιτανεία των αχρηστευμένων και μεταλλαγμένων εννοιών και την έννοια του εκσυγχρονισμού.

Δουλεύετε με τα ίδια εργαλεία και με τις ίδιες λογικές.
Δε βελτιώσατε ούτε το πολιτικό κλίμα. Δεν ανορθώθηκε ούτε επί των ημερών σας η πολιτική.

Πηγαίνοντας προς τις επόμενες εκλογές θα δούμε πράγματα και θάματα.
Σε πλήρη δόξα το παλαιοκομματικό οπλοστάσιο. Ο υπέρ πάντων αγώνας για την εξουσία. Από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με την καθεστωτική νοοτροπία, ότι προορισμός της Ελλάδας είναι να την κυβερνάτε. Κι από την ηγεσία της ΝΔ ότι καιρός είναι να έρθουν εκείνοι στη θέση σας, αφού έτσι κι αλλιώς την ίδια πολιτική εξαγγέλλεται με διαφορετικές παραλλαγές.

Γιατί κύριε Σημίτη δεν θελήσατε εγκαίρως να υπάρξει δεσμευτική ρύθμιση με κυρώσεις για το όριο των προεκλογικών δαπανών, για να μην γίνεται το γνωστό όργιο των δεκάδων δισεκατομμυρίων, από φανερές κι αφανείς πηγές, που σκορπιούνται στις επικοινωνιακές προεκλογικές εκστρατείες.

Γιατί δεν θελήσατε να υπάρξει πλαίσιο ελέγχου της πολιτικής προβολής και διαφήμισης στα ΜΜΕ που παίζουν πια πρωταγωνιστικό ρόλο, παραβιάζοντας κάθε αρχή δημοκρατικής ισοτιμίας και δεοντολογίας;

Γιατί δεν θελήσατε εγκαίρως να αλλάξετε τον σχιζοφρενή κι ανέντιμο εκλογικό νόμο, που ισχύει, και προκαλεί πια θεσμική και πολιτική παραμόρφωση της χώρας, πλαστογραφώντας τους εκλογικούς συσχετισμούς κι αλλοιώνοντας τις πολιτικές λειτουργίες μέσα κι έξω από τη Βουλή.

Ξέρετε πολύ καλά, κύριοι της Κυβέρνησης, ότι το πολιτικό σύστημα, το κυβερνητικό μοντέλο αποφάσεων και διαχείρισης των πόρων, μαζί με την κοινωνική συνοχή, είναι αποφασιστικές προϋποθέσεις για την πραγματική ανάπτυξη και την συλλογική πρόοδο της χώρας.

Μέχρι σήμερα τι έχει αποκαλυφθεί στα μάτια της Ελληνικής κοινωνίας, ως ακλόνητη κι οδυνηρή βεβαιότητα.

  • Το σύστημα κυβερνητικών αποφάσεων και διαχείρισης, στα πλαίσια του δικομματισμού, στάθηκε ανίκανο να συνειδητοποιήσει εγκαίρως και να αφομοιώσει αποτελεσματικά την περίοδο ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, με τις δυνατότητες και τις πιέσεις, που έφερνε. Αλλες χώρες το μπόρεσαν και γι' αυτό έκαναν, συντονισμένα και πριν από μας τις ωφέλιμες προσαρμογές.
  • Το ελληνικό κυβερνητικό και κρατικό μοντέλο, του παραγοντισμού, του συγκεντρωτισμού και των πελατειακών σχέσεων, δεν μπόρεσε να απορροφήσει ορθολογικά και να διαχειριστεί με κοινωνικές κι αναπτυξιακές προτεραιότητες τους εθνικούς και κοινοτικούς πόρους. Αλλες χώρες το κατόρθωσαν, εξασφαλίζοντας τις χρήσιμες υποδομές ανάπτυξης και κοινωνικής πολιτικής που στην Ελλάδα λείπουν ακόμα.
  • Το ίδιο σύστημα δεν μπόρεσε να οδηγήσει την Ελλάδα στην ΟΝΕ, εγκαίρως, χωρίς το μονόδρομο της διαρκούς και πιεστικής λιτότητας, που μεγαλώνει υπέρμετρα και άδικα το κοινωνικό κόστος, σε βάρος εκείνων που δεν κατέχουν και δεν αντέχουν.
  • Το ίδιο, τέλος, πλαίσιο δεν προετοιμάζεται για την μετα-ΟΝΕ εποχή. Απεναντίας προετοιμάζει τον ίδιο μονόδρομο, που μας φέρνει στις έντονες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, στην εξάπλωση της ανεργίας και των αποκλεισμών, στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, στην διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και στην φαυλότητα του δημοσίου βίου.

Αποτελεί, λοιπόν, παραλογισμό και πρόκληση και το 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης να το διαχειριστείτε ως κυβερνητική περιουσία, για την εξασφάλιση εκλογικής στήριξης και την εξυπηρέτηση συμφερόντων, επαναλαμβάνοντας το στερεότυπο ότι όποιος διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα εξασφαλίζει πολιτική επιρροή και στήριξη.

Η κυβέρνηση επιδιώκει την εν λευκώ διαχείριση της μετα-ΟΝΕ εποχής. Για το λόγο αυτό το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης 1999-2002 που υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την περασμένη Τετάρτη, εκτός από αισιόδοξο είναι και ελλειπτικό. Αποκρύπτει τις ακριβείς προθέσεις της κυβέρνησης στα δύο σημαντικότερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, την ανεργία και το ασφαλιστικό.

Αποφεύγεται οποιαδήποτε αναφορά στον ευρύτερο προσανατολισμό και τις γενικές αρχές που θα διέπουν την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, ενώ με σαφήνεια προσδιορίζεται ένας και μοναδικός στόχος: "Η δεύτερη φάση της μεταρρύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης είναι στην ημερήσια διάταξη της επόμενης βουλής, με στόχο την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης”. Αυτή είναι η σχετική διατύπωση στην σελίδα 23.

Ερωτώ: Δεν έχει η κυβέρνηση διαμορφωμένη άποψη, τουλάχιστον για τις βασικές παραμέτρους της αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος;
Και εάν έχει γιατί δεν την διατυπώνει ανοικτά;
Μήπως διότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και εν όψει του ενδεχόμενου πολιτικού και εκλογικού κόστους από την δημοσιοποίηση των θέσεων της για το ασφαλιστικό, προτιμά και κρύβεται πίσω από το ΚΕΠΕ και τους εξειδικευμένους διεθνείς οίκους; Και μήπως επιδιώκει να νομιμοποιήσει κοινωνικά και πολιτικά τις θέσεις της για το ασφαλιστικό, ως έναν ακόμη μονόδρομο στις πολιτικές της; Και είναι χαρακτηριστικό και θα ήθελα να το υπογραμμίσω ότι, μόλις την προηγούμενη Πέμπτη, το ΚΕΠΕ αποφάσισε την προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού για την πρόσληψη του ξένου συμβούλου, ο οποίος θα πρέπει να υποβάλει τις προτάσεις του, για την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος σε διάστημα έξι μηνών, δηλαδή μετά τις προαναγγελθείσες εκλογές της 26ης Μαρτίου.

Κύριε Σημίτη, ως υπεύθυνος πρωθυπουργός της χώρας, εφόσον δεν επιθυμείτε να μας αποκαλύψετε προεκλογικά τι πρεσβεύει η κυβέρνηση για το θέμα, τουλάχιστον δεσμεύεσθε ότι δεν θα προωθήσετε την μερική ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος, τη δημιουργία ασφαλιστικών παροχών δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων και τη μετατόπιση πρόσθετων δαπανών από το κράτος στους ίδιους τους εργαζόμενους και τους άνεργους για τη συνταξιοδότηση και την περίθαλψη τους;

Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω κύριε πρωθυπουργέ το εξής απόσπασμα:

“Ενας καλά εφοδιασμένος νέος εργαζόμενος μπορεί, από εκεί και πέρα να αναλάβει περισσότερο ο ίδιος τις ευθύνες για την ασφάλισή του, στη στέγαση και την υγειονομική του περίθαλψη, με αντίστοιχη μείωση (όχι κατάργηση) των ευθυνών του κράτους”. Είναι απόσπασμα ομιλίας σας, κύριε πρωθυπουργέ, σε πολιτική εκδήλωση του τομέα συνδικαλισμού του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα, στις 26 Μαρτίου 1997. Τι προοιωνίζεται αυτή η δήλωσή σας σε σχέση με τις κυοφορούμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα, μήπως αυτό που διατύπωσα προηγουμένως ως ερώτημα, ότι δηλαδή οι αλλαγές θα περιλάβουν και την ανακατανομή της ευθύνης και των δαπανών, για ασφάλιση και υγειονομική περίθαλψη από το κράτος στους πολίτες, στα άτομα;
Αλλά με τον αποτελεσματικό τρόπο συμβάλλουν στην οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος οι πολιτικές για την καταπολέμηση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης. Όπως επισημαίνουν ειδικοί επιστήμονες, “οι επιπτώσεις της ανεργίας στην κοινωνική ασφάλιση είναι σημαντικότερου βαθμού από αυτές των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων”. Η κυβέρνηση όπως η ίδια επισημαίνει στο Πρόγραμμα Σύγκλισης αντιμετωπίζει την ανεργία ως μικροοικονομικό φαινόμενο και με μέτρα που συντείνουν στην ενίσχυση της ελαστικότητας της εργασίας. Δηλαδή αντιμετωπίζει την ανεργία με την αστάθεια της εργασίας και τον κοινωνικό αποκλεισμό με την απειλή του κοινωνικού αποκλεισμού.

Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ απορρίπτει αυτή τη λογική και αντιπροτείνει μια ενεργητική κοινωνική στρατηγική με αιχμή τη σταδιακή καθιέρωση εργασίας 35 ωρών, χωρίς παράλληλη μείωση των αποδοχών. Θα ήθελα να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι μόλις στις αρχές αυτού του μήνα, η κυβέρνηση απέρριψε σχετική πρόταση νόμου του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ χαρακτηρίζοντάς την, διά στόματος του αρμοδίου Υπουργού κ. Παπαϊωάννου ως “επικίνδυνο άλμα που θα πλήξει το επενδυτικό κλίμα της χώρας”. Αρνούμενη την πολιτική ευθύνη της, παρέπεμψε το θέμα στη διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το έθεσε δηλαδή υπό την κρίση της εργοδοσίας για να απορριφθεί.

Εάν η κυβέρνηση συναινούσε στην νομοθετική πρωτοβουλία του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, τα οφέλη στην απασχόληση και την καταπολέμηση της ανεργίας από τη σταδιακή εφαρμογή της εργασίας των 35 ωρών την εβδομάδα από 1.1.2000 θα ήταν σημαντικά: Εκτιμάται ότι θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη δημιουργία 130.000 νέων θέσεων εργασίας και τη διάσωση άλλων 50.000 θέσεων. Επιπλέον, δεν θα επιβάρυνε το κόστος εργασίας και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, δοθέντος ότι στη χώρα μας το κόστος εργασίας ανέρχεται στο 17% του συνολικού κόστους των προϊόντων έναντι 30%-37% στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αλλά η κυβέρνηση αρνήθηκε να συναινέσει σε αυτό που με δική της νομοθετική πρωτοβουλία με δύο νόμους της Μαρτίν Ομπρύ, πράττει αυτή τη στιγμή η Γαλλική Κυβέρνηση: Η “επανάσταση των 35ωρών” όπως τη χαρακτηρίζει ο Monde της περασμένης Παρασκευής, ξεκινάει σε λίγες ημέρες από 1.1.2000, σε όλες τις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους, χωρίς φυσικά να προβλέπεται μείωση των αποδοχών τους.

Δεν ευελπιστούμε ότι η κυβέρνηση θα μεταβάλει την πολιτική στάση της και στην άλλη πρόταση νόμου του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, για την προστασία ειδικών κατηγοριών ανέργων, για την καταβολή συνταξιοδοτικού επιδόματος στους ηλικιωμένους ανέργους με βάση την εκάστοτε ισχύουσα κατώτατη σύνταξη γήρατος του ΙΚΑ, για τη σταδιακή αύξηση του επιδόματος ανεργίας στο 80% του μισθού του ανειδίκευτου εργάτη και επιμήκυνση της διάρκειας χορήγησης του πέραν του 12μηνου καθώς και για την σύσταση λογαριασμού κοινωνικής αλληλεγγύης με σκοπό τη στήριξη με ελάχιστο εισόδημα, όσων δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Και οι δύο αυτές νομοθετικές πρωτοβουλίες του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, συνιστούν αξιόπιστες και άμεσα εφαρμόσιμες εναλλακτικές προτάσεις για την αύξηση της απασχόλησης και την καταπολέμηση της ανεργίας, καθώς και για την απάλυνση των κοινωνικών συνεπειών από την κατάφωρα μονομερή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία θα ενταθεί με την ένταξη της χώρας μας στη ζώνη ευρώ.

Η ανατίμηση της τρέχουσας ισοτιμίας της δραχμής έναντι του ευρώ ως προς την κεντρική ισοτιμία της θα έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στην πραγματική οικονομία όσο και στα εισοδήματα των μισθωτών και των συνταξιούχων μετεκλογικά. Θα διαταράξει ακόμη περισσότερο τις εύθραυστες βάσεις της ονομαστικής σύγκλισης, υποσκάπτοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας η οποία έχει ήδη τρωθεί από το μείγμα οικονομικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε την τελευταία δεκαετία, γεγονός που απεικονίζεται στην εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζύγιου τρεχουσών συναλλαγών, παρά τη συνεχή επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη μεταποίηση κατά την τετραετία 1996-1999.

Αντί να δοθεί προτεραιότητα στην αντιστάθμιση των απωλειών ανταγωνιστικότητας πριν από την ένταξη στην ΟΝΕ, ώστε να διευκολυνθεί η προσαρμογή της παραγωγικής βάσης της χώρας στις νέες συνθήκες, για μια ακόμη φορά επιχειρείται η εξαγωγή πληθωρισμού και η εισαγωγή ανεργίας. Για μια ακόμη φορά παρακάμπτονται οι ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Και για μια ακόμη φορά οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν την ανάκτηση της απωλεσθείσας ανταγωνιστικότητας με δεδομένη την πρόθεση της κυβέρνησης, όπως διατυπώνεται στη σελίδα 18 του προγράμματος σύγκλισης, χωρίς να έχει συνεκτιμηθεί η αρνητική επίπτωση της προαναγγελθείσας πραγματικής ανατίμησης στην πραγματική οικονομία οι πραγματικές αυξήσεις των μισθών κατ'έτος να υπολείπονται της αντίστοιχης ανόδου της παραγωγικότητας.

Γι' αυτό ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ υποστηρίζει ότι η επικείμενη πραγματική ανατίμηση της δραχμής έχει δύο όψεις με διαμετρικά αντίθετες παραστάσεις : την προεκλογική, για να διευκολύνει την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, που θα επιτρέψει την αντίστοιχη μείωση των επιτοκίων. Προσδοκία της κυβέρνησης είναι η μείωση αυτή να έχει τέτοια έκταση, ώστε να αντιστρέψει το κλίμα στην αγορά και να αναζωογονήσει το χρηματιστήριο. Να λειτουργήσει όπως ελπίζει ως "προεκλογικό μέρισμα" για την ίδια. Την μετεκλογική, οπότε θα γίνει ορατό ότι η προαναγγελία της πραγματικής ανατίμησης της δραχμής ισοδυναμεί με προαναγγελία έντασης της μονόπλευρης λιτότητας.

Η ιστορική υποβάθμιση της πραγματικής οικονομίας έναντι της ονομαστικής, αποτελεί το τίμημα των κυβερνητικών μονοδρόμων στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και την κατανομή του κοινωνικού κόστους της, με πρόσχημα την ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ.

Ωστόσο η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης αξιοποιεί τα αποτελέσματα της ονομαστικής σύγκλισης, με σκοπό να δημιουργήσει παραίσθηση ευημερίας. Με τη συνέργια σημαντικής μερίδας των ΜΜΕ, η πραγματική υστέρηση και απόκλιση εκτοπίζεται στο περιθώριο του δημοσίου προβληματισμού, ωσάν να μην είναι αυτή που προσδιορίζει την καθημερινή ζωή των πολιτών, την αγοραστική τους δύναμη και την ευημερία τους.

Η εικόνα που συνθέτουν τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής "Eurostat" και άλλων φορέων ως προς τη διεύρυνση τόσο των εισοδηματικών όσο και των περιφερειακών ανισοτήτων επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι η πορεία της χώρας μας προς την ΟΝΕ συνδυάστηκε με την αποκρυστάλλωση δομών της κοινωνίας των δύο τρίτων, με τον κοινωνικό αποκλεισμό του πιο αδύναμου ενός τρίτου της.
Σύμφωνα με την Έκτη Περιοδική Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση και την ανάπτυξη των περιφερειών της Ε.Ε. η οποία δόθηκε στην δημοσιότητα το 1999 η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ των 15 χωρών μελών της Ε.Ε.

  • κατά την περίοδο 1986-1999 η Ελλάδα απέκλινε από τις υπόλοιπες τρείς χώρες της συνοχής, αυξάνοντας το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα της με ρυθμό που υπολείπεται της μέσης ανόδου των χωρών της συνοχής (κατά 17% για τη χώρα μας έναντι 20% μέσου όρου αύξησης των χωρών της συνοχής).
  • Οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας μας συγκαταλέγονται στις εικοσιπέντε φτωχότερες της Ε.Ε.
  • Η Ήπειρος παραμένει η δεύτερη φτωχότερη περιφέρεια της Ε.Ε. με κατά κεφαλήν εισόδημα που αντιστοιχεί στο 44% του μέσου κοινοτικού και το Βόρειο Αιγαίο η έκτη φτωχότερη με εισόδημα ίσο προς το 52% του μέσου κοινοτικού.
  • Μόνον τρεις περιφέρειες της χώρας έχουν κατά κεφαλήν εισόδημα ως ποσοστό του μέσου κοινοτικού υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο: η Αττική (77%), το Νότιο Αιγαίο (75%) και η Κρήτη (72%).
  • Τρεις περιφέρειες της χώρας: η Ήπειρος, η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος αποκλίνουν (δηλαδή εμφανίζουν μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματός τους) σε σύγκριση με το 1986 δηλαδή σε σύγκριση με το εισόδημα τους πριν από την εφαρμογή των συστηματικών διαρθρωτικών πολιτικών της κοινότητας.
  • Δέκα από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας παρουσιάζουν μείωση των ποσοστών απασχόλησης σε σχέση με το 1988.
  • Η ανεργία των νέων στην Δυτική Μακεδονία έχει εκτοξευθεί στο 45,7%, στην Ήπειρο στο 43,4% και στη Στερεά Ελλάδα στο 42,6%.
  • Σε οκτώ περιφέρειες της χώρας οι μακροπρόθεσμα άνεργοι, δηλαδή οι εγγεγραμμένοι ως άνεργοι για διάστημα μεγαλύτερο από δώδεκα μήνες, υπερβαίνουν το 50% του συνόλου των ανέργων.

Αυτοί οι δείκτες περιφερειακής ανισότητας και στασιμότητας συμπληρώνονται από ανάλογους δείκτες κοινωνικής αποδιάρθρωσης και αποκλεισμού:
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Εurostat, το 21% του πληθυσμού ζεί σε συνθήκες φτώχειας. Σύμφωνα με την πρώτη ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ που δόθηκε στη δημοσιότητα το Σεπτέμβριο:

  • Το εισόδημα του πλουσιότερου 20% των Ελλήνων είναι κατά 6,7 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του ασθενέστερου 20%, επίδοση που είναι - μετά εκείνη της Πορτογαλίας- η δεύτερη χειρότερη στην Ε.Ε. από την άποψη της εισοδηματικής ανισοκατανομής.
  • Το φτωχότερο 10% των Ελλήνων απολαύει μόλις του 2,2% του εθνικού εισοδήματος, ενώ το πλουσιότερο 10% καρπώνεται το 26,3%.
  • Το 1998 οι αμοιβές των εργαζομένων σε πραγματικές τιμές βρίσκονταν στο επίπεδο του 1984.
  • Η πραγματική αύξηση των μισθών κατά το 1998 αντιστοιχούσε μόλις στο 66% της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, εντείνοντας την αναδιανομή του εισοδήματος από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας στην εργοδοσία.

Αυτή είναι η εικόνα της πραγματικής Ελλάδας στο λυκαυγές της νέας χιλιετίας και στα πρόθυρα της συμμετοχής μας στην ομάδα των πλέον προηγμένων χωρών της Ευρώπης, στη ζώνη ευρώ.

Το κυβερνητικό επιτελείο πανηγυρίζει σε όλους τους τόνους.
Έπρεπε όμως να κυριαρχεί κλίμα περισυλλογής και ευθύνης.
Πρώτον γιατί η Ελλάδα δεν είναι ακόμη μέλος της Ο.Ν.Ε.
Δεύτερον, επειδή η Ελλάδα θα είναι η τελευταία χώρα της Ε.Ε., που ασθμαίνοντας θα μπει στην Ο.Ν.Ε.
Είναι η τελευταία χώρα στην εκπλήρωση των ονομαστικών κριτηρίων για την ένταξη.

Τα ονομαστικά κριτήρια όμως δεν αρκούν ούτε για να καλύψουν το έλλειμμα, που χωρίζει την Ελλάδα ούτε την απόσταση που πρέπει να καλύψει για να αντέξει με ισότιμους και ανταγωνιστικούς όρους εντός της Ο.Ν.Ε. η Ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Η Ελληνική οικονομία στο σύνολό της δεν έχει προετοιμαστεί για την μετά ΟΝΕ εποχή.

Η ταύτιση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών με τις ιδιωτικοποιήσεις και μετοχοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, ουσιαστικά έδωσε το μήνυμα ότι εάν κάτι πρέπει να αλλάζει στην Ελληνική οικονομία, αυτό είναι να εισαχθούν στο Χρηματιστήριο ή να πωληθούν κάποιες επιχειρήσεις. Αυτή η πολιτική που κυριάρχησε τα τρία τελευταία χρόνια, μπορεί να έδωσε έσοδα, αφού εκποιήθηκαν κερδοφόρα τμήματα της ελληνικής οικονομίας, δεν απέδωσε όμως σε όρους ανασυγκρότησης - ανασύνταξης - επέκτασης, της παραγωγικής βάσης της χώρας, της ανταγωνιστικότητας.

Το σύνολο της παραγωγικής βάσης της χώρας δεν ωφελήθηκε, έμεινε έξω από τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της παραγωγικής διαδικασίας που περιορίζουν την αναπτυξιακή προοπτική, είναι ήδη εμφανείς και ιδιαίτερα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στην ανεργία.

Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα που δείχνουν τα πραγματικά δεδομένα και προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, που δεν επιτρέπουν πανηγυρισμούς, αλλά αντίθετα επιβάλλουν προβληματισμό σχετικά με το μέλλον και τις προοπτικές της οικονομίας, για το ποια οικονομία θέλει η χώρα.

  1. Μόλις προχθές ανακοινώθηκαν από την ΙCAΡ τα στοιχεία για την κατάσταση της Ελληνικής Βιομηχανίας: Σήμερα η βιομηχανία αντιπροσωπεύει μόλις το 14% του ενεργητικού της Ελληνικής οικονομίας έχοντας συρρικνωθεί σημαντικά από το 1974, που αντιπροσώπευε το 24%.
    Την ίδια περίοδο αντίστοιχη συρρίκνωση γνώρισε και ο αγροτικός τομέας της οικονομίας.
  2. Ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της βιομηχανίας και του αγροτικού τομέα της οικονομίας είναι η διαρκής μεγέθυνση της ανεργίας που ξεπερνά πλέον το 11,3% και τα 500.000 άτομα.
  3. Και από τα πρόσφατα στοιχεία του ΚΕΠΥΟ για τα εισοδήματα του 1998 προκύπτει ότι 22% των Ελλήνων πολιτών ζουν με εισοδήματα μικρότερα από το ανεκτό επίπεδο διαβίωσης.

Έτσι λοιπόν επιβεβαιώνεται ο ΣΥΝ όταν από το 1993 έθεσε ως αναγκαιότητα τον στόχο ενός ανορθωτικού σχεδίου ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας, μετά την παταγώδη αποτυχία του προγράμματος σύγκλισης και της πολιτικής της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ.

Η περίοδος 1990-1999 χαρακτηρίζεται από το ότι, υπήρξαν σταθερές και ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που είχαν στην διάθεσή τους δύο γιγάντια προγράμματα βοήθειας και στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το Α' και το Β' Κοινοτικά πλαίσια στήριξης.

  • Η Δημοσιονομική εξυγίανση δεν επιτεύχθηκε σε αντίθεση με όσα διακηρύσσει η κυβέρνηση. Τα ελλείμματα μειώνονται κυρίως από την εισοδηματική καθήλωση μεγάλων τμημάτων εργαζομένων και συνταξιούχων και την μείωση των επιτοκίων. Η ολοκλήρωση της θα απαιτήσει εντονότερη και μακροχρόνια προσπάθεια κυρίως για να καλύψει τις μελλοντικές ακάλυπτες υποχρεώσεις των ασφαλιστικών οργανισμών και τη μείωση του Δημοσίου χρέους.
  • Η αναπτυξιακή διάσταση περιορίστηκε στα μεγάλα έργα. Δεν επεκτάθηκε στην βιομηχανία, στον αγροτικό τομέα, στις περιφέρειες. Τρεις ελληνικές περιφέρειες βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις των περιφερειών της Ε.Ε.
  • Η απασχόληση δεν διευρύνεται, παρά τους ρυθμούς μεγέθυνσης που καταγράφονται στην οικονομία. Ακόμα ένα δείγμα του περιορισμένου και μονοδιάστατου χαρακτήρα του προγράμματος που εφαρμόζεται, αφού το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας δεν αυξάνεται με ρυθμούς αντίστοιχους προς την επέκταση της εγχώριας ζήτησης.
  • Η πολυετής εισοδηματική καθήλωση μεγάλων τμημάτων των πολιτών, επιδρά πλέον αρνητικά στην ίδια την οικονομία, γίνεται αρνητικός συντελεστής για την επέκταση του παραγωγικού δυναμικού, διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, αφού η κατανομή του παραγόμενου πλούτου και των ωφελημάτων είναι ανισομερής και κυρίως προς όφελος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της κερδοφορίας.
  • Το θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης της οικονομίας και των δημόσιων οργανισμών παραμένει, παρά τα βήματα που έγιναν, αδιαφανές, χωρίς σύγχρονους θεσμούς ελέγχων και προστασίας. Παράγει πλούτο και κέρδη και ωθεί τους οικονομικούς συντελεστές στην αναζήτηση υπερκερδών, όχι από τις νέες επενδύσεις, τις νέες αγορές, αλλά μέσα από την διαπλοκή τους με το πολιτικό σύστημα και μέσα από την αναζήτηση χαριστικών συμβάσεων.
    Κατέστη τελικά αυτό το μοντέλο διαχείρισης κεντρικό διαρθρωτικό, οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα.

ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ.

Μπαίνουμε στην ΟΝΕ χωρίς να έχουμε επιλύσει διαχρονικά προβλήματα που παραμένουν ανοικτά.
Η εισοδηματική καθήλωση είναι χαρακτηριστική για όλη την δεκαετία.

Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε πραγματικούς όρους είναι από τους χαμηλότερους και βρίσκεται πάνω μόνο από χώρες όπως Πολωνία - Ουγγαρία, Τσεχία, Τουρκία.

Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη, μετά την Πορτογαλία, θέση στις εισοδηματικές ανισότητες. Το εισόδημα των 20% πλουσιότερων κατοίκων είναι 7 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 20% πιο φτωχών ενώ την ίδια στιγμή το 10% των φτωχότερων κατοίκων έλαβε μόλις το 2,2% του συνολικού εισοδήματος, ενώ το 10% των πλουσιότερων έλαβε το 26,3% του συνολικού εισοδήματος.

Οι μισθωτοί αν και αποτελούν το μέσο του ενεργού πληθυσμού παραμένουν η μεγαλύτερη ομάδα φορολογουμένων. Μαζί με τους συνταξιούχους συνεισφέρουν σταθερά το 60% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για όλη την δεκαετία.

Η φορολογική επιβάρυνση αποτέλεσε τον κύριο άξονα της κυβερνητικής πολιτικής, όλη την εξαετία, αλλά η δημοσιονομική εξυγίανση δεν ήρθε.
Ετσι το σύνολο του φόρου που κατέβαλαν τα φυσικά πρόσωπα αυξανόταν την τελευταία 5ετία με ετήσιους ρυθμούς που φθάνουν το 28%.

Ως αποτέλεσμα αυτής της υπερφορολόγησης η μέση φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών, ως ποσοστό του δηλωθέντος στην εφορία εισοδήματος τους υπερδιπλασιάστηκε την περίοδο 1993-1999 και από 3,6% έφθασε στο 8%.

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι το φορολογικό σύστημα δεν έχει μπει σε μια διαδικασία η οποία να εξασφαλίζει έστω την αρχή της δίκαιης κατανομής των βαρών και της σταθερότητας στην αλλαγή της σχέσης έμμεσων και άμεσων φόρων.

Η αδυναμία των κυβερνήσεων των χωρών της Ε.Ε. να συμφωνήσουν στο Ελσίνκι σε ενιαία απόφαση για την φορολόγηση των ομολόγων, δείχνει ότι η πορεία για την φορολογική εναρμόνιση στις χώρες της ζώνης της ΟΝΕ αποτρέπει αυξήσεις στη φορολογία του κεφαλαίου και εμποδίζει την αναδιανομή και ανακατανομή εισοδημάτων και πλούτου, υπέρ των κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερων ομάδων και τάξεων.

Ετσι περιορίζονται οι δυνατότητες για την αποκατάσταση των απωλειών που υπέστησαν οι πολυπληθείς ομάδες των μισθωτών και των συνταξιούχων.

Η Ελλάδα είναι μόνη χώρα της Ε.Ε. χωρίς κρατική πολιτική για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού μόνη χώρα που δεν εφαρμόζει την ευρωπαϊκή σύσταση για την θέσπιση ενός συστήματος που να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για όλους τους πολίτες.

Για το ΣΥΝ η φορολογική μεταρρύθμιση έχει ξεχωριστή σημασία, οικονομική και πολιτική, κοινωνική και αναπτυξιακή.
Η ένταξη στην ζώνη της ΟΝΕ και η πορεία για εναρμόνιση των φορολογικών πολιτικών περιορίζει τις ευχέρειες σε εθνικό επίπεδο διαμόρφωσης όρων κοινωνικής δικαιοσύνης.

ΑΝΕΡΓΙΑ

Η μονόδρομα προσανατολισμένη πολιτική στην ονομαστική σύγκλιση περιόρισε τις δυνατότητες διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Η μεγέθυνση της οικονομίας δεν επαρκεί για την αύξηση της απασχόλησης.

Η ανεργία συνεχίζει να διευρύνεται.
Ξεπεράσαμε ως ποσοστό ανεργίας το μέσο όρο ανεργίας στην Ε.Ε. Εχουμε απόκλιση και όχι σύγκλιση με την Ε.Ε.
Η ανεργία έφθασε το 11,5% και θα συνεχίζει να αυξάνεται στο 1999, ενισχυμένη και από τις συνέπειες του σεισμού στην Αττική στις επιχειρήσεις.

Παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δυναμική μεταξύ όλων των χωρών της Ε.Ε. και έχει την πιο αρνητική δομή. Η Ελλάδα κατέχει τα πρωτεία της ανεργίας στους νέους και στις γυναίκες.
Το 58% του συνόλου των ανέργων, παραμένουν άνεργοι πάνω από 12 μήνες και είναι 270.000 άτομα.
Από αυτά 170.000 άτομα παραμένουν άνεργα για διάστημα περισσότερο από 2 χρόνια σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Στατιστικής και της Εurostat που δημοσιοποιήθηκαν στην ενδιάμεση έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος πριν από ένα μήνα το Νοέμβρη του 1999.

Την ίδια στιγμή και παρά την επιδείνωση και την μεγέθυνση σε πολιτικές στήριξης των ανέργων αμβλύνονται.
Επίδομα ανεργίας παίρνει μόλις το 25% των ανέργων ενώ το ύψος του φτάνει, μετά την πρόσφατη αύξησή του, μόλις στο 51% του μισθού του ανειδίκευτου εργάτη.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει με νόμο θεσπίσει ότι αυτό θα είναι στο 65% του κατώτατου μισθού δεν εφαρμόζονται με αποτέλεσμα τα επιδόματα ανεργίας να είναι τα χαμηλότερα απ' όλες τις χώρες της Ε.Ε. και να έχουν την μικρότερη διάρκεια εφαρμογής (12 μήνες) όταν 170.000 άτομα παραμένουν άνεργοι για πάνω από δύο χρόνια χωρίς καμία απολύτως στήριξη.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Η πίεση που ασκεί στα δημόσια οικονομικά η προβληματικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι μεγάλη και ισχυρή.

Η ΓΣΕΕ εκτιμά ότι το σύνολο των υποχρεώσεων του συστήματος προς τους ασφαλισμένους με αναλογιστικούς όρους ξεπερνά το 150% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Αποτελεί το πιο κρίσιμο διαρθρωτικό πρόβλημα, για την μετα-ΟΝΕ εποχή, αλλά και για τους εργαζόμενους.

Η κυβέρνηση με δική της ευθύνη σταμάτησε το διάλογο και κρύβει τις θέσεις της για μετά τις εκλογές.
Παρά την πρόσφατη θέσπιση αυστηρότατων ποινών για την εισφοροδιαφυγή και την ανασφάλιστη εργασία, δεν ενισχύει αποφασιστικά τους ελεγκτικούς μηχανισμούς για τον περιορισμό τους.
Πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΕ έδειξε ότι 2 στους 10 εργαζόμενους απασχολούνται χωρίς ασφαλιστική κάλυψη μεγεθύνοντας το έλλειμμα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και το αίσθημα προστασίας που πρέπει να απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι στην χώρα μας.

ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες για την παιδεία και την εκπαίδευση δεν εξασφαλίζει την πραγματική σύγκλιση με την Ε.Ε.
Την περίοδο που στα ανεπτυγμένα κράτη οι δαπάνες για την παιδεία έχουν πρωταρχικά αναπτυξιακό χαρακτήρα και εξασφαλίζουν την μελλοντική βιωσιμότητα εθνών και κρατών, οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα παραμένουν κάτω από το 5% του Εθνικού Προϊόντος.

Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε μια ολοένα και πιο ακριβή παιδεία που μπορεί να είναι δημόσια, διευρύνει όμως και μεταθέτει στις οικογένειες το μεγαλύτερο βάρος για την ποιότητα της, για την εξασφάλιση στα παιδιά τους σύγχρονες γνώσεις, πρόσβαση στον αθλητισμό, στον πολιτισμό, στις ξένες γλώσσες, στη γνωριμία με την Ελλάδα και τον πολιτισμό της, την ιστορία της, την πολιτιστική και περιβαλλοντική κληρονομιά της.

Πρόσφατη είναι η μελέτη και τα συμπεράσματα της ειδικής έρευνας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου που επιβεβαιώνει τις αρνητικές διαγνώσεις που έκαναν η εκπαιδευτική κοινότητα, τα κόμματα, οι γονείς και οι μαθητές για τα εκπαιδευτικά μέτρα της κυβέρνησης.

Χρειάζονται αμέσως τολμηρές αλλαγές και παρεμβάσεις για να γίνει μια μεταρρύθμιση ουσιαστική και αποτελεσματική.

  • Η απόφαση του Σ.τ.Ε για τα ΠΣΕ προσωρινά έδωσε απάντηση σε μια κατάσταση που συνάντησε σχεδόν καθολικά την αντίδραση της Ακαδημαϊκής Κοινότητας. Επιβάλλεται μια ουσιώδης παρατήρηση για την αποτελεσματικότητα αλλά και τη διαφάνεια στη διαχείριση των πόρων της Ε.Ε. για την παιδεία.

Γιατί δεν έγιναν αισθητές οι αλλαγές στην ελληνική οικογένεια που κάθε χρόνο δαπανά και περισσότερα για να μην πέσει το επίπεδο και η ποιότητα των γνώσεων των παιδιών τους, από τα χρήματα των δύο Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης για την Παιδεία;

Το σύστημα διαχείρισης των πόρων στο Υπουργείο Παιδείας έχει αποδεδειγμένα αποτύχει. Γι' αυτό και δεν παράγει αποτέλεσμα. Γι' αυτό και παρά το γεγονός ότι αυξάνονται οι πόροι, μεγεθύνεται και εντείνεται η δυσφορία και η αγωνία των γονιών, των μαθητών και των φοιτητών.

Αυτό το σύστημα πρέπει να αλλάξει αμέσως.

ΥΓΕΙΑ

Οι δαπάνες υγείας ανέρχονται στο 8,2% του Ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και από αυτές μόλις το 5,3% είναι δημόσιες ενώ το υπόλοιπο 3% είναι δαπάνες ιδιωτικές των πολιτών. Την ίδια στιγμή σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία δεν ξεπερνούν το 1% του Εθνικού Προϊόντος.

Η Ελλάδα έχει τις μεγαλύτερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας.
Οι Ελληνες πολίτες πληρώνουν τρεις φορές περισσότερα χρήματα από τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό για υπηρεσίες υγείας σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.

Ετσι η υγεία στην Ελλάδα σταδιακά αλλά σταθερά έγινε ιδιωτικό αγαθό.
Σε όλη την περίοδο της δεκαετίας του ’90, παρατηρούμε την καθήλωση των δημοσίων δαπανών, μια στασιμότητα των κοινωνικών δαπανών για την υγεία, που εξηγείται μόνον ως συνέπεια της πολιτικής μείωσης των δημοσίων δαπανών για την μείωση των ελλειμμάτων.

Την ίδια περίοδο που οι δημόσιες δαπάνες είναι στάσιμες καταγράφουμε μια πραγματική έκρηξη των ιδιωτικών επενδύσεων στο χώρο της υγείας, που ακολουθείται από την αντίστοιχη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών υγείας των ελλήνων πολιτών.

Σ' αυτήν την περίοδο τρεις κυβερνητικές προσπάθειες για την εξυγίανση του ΕΣΥ απέτυχαν και στον οργανωτικό - λειτουργικό τομέα και στην αναβάθμιση του, από πλευράς περιεχομένου και δομών.
Η λειτουργία του ΕΣΥ έχει αφεθεί στην ευσυνειδησία και την επαγγελματική επάρκεια των παραγόντων του (γιατροί και λοιπό προσωπικό υγείας) που παρά τις περιορισμένες δυνατότητες που παρέχονται από την επίσημη πολιτική, κρατούν σε ψηλά επίπεδα την περίθαλψη και ανταγωνίζονται επαρκώς το ιδιωτικό σύστημα υγείας.

ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

Το 2000 θα είναι μια ακόμα δύσκολη χρονιά για τους αγρότες, ύστερα από μια τριετή περίοδο μείωσης των αγροτικών εισοδημάτων.
Στην καλύτερη περίπτωση το συνολικό αγροτικό εισόδημα θα παραμείνει στάσιμο, με τάσεις υποχώρησης σε επιμέρους τομείς (κτηνοτροφία, πτηνοτροφία) ζωικής και φυτικής παραγωγής με βάση το προϋπολογισμό.
Η αγροτική οικονομία είναι από τους τομείς, που τα επόμενα χρόνια θα υποστούν τις μεγαλύτερες πιέσεις και θα δεχθεί τον πιο σκληρό ανταγωνισμό.

Οι προοπτικές της ελληνικής αγροτικής οικονομίας σχετίζονται άμεσα με τις προοπτικές στην Ε.Ε. της κοινής αγροτικής πολιτικής και την περαιτέρω απελευθέρωση από τον παγκόσμιο οργανισμό εμπορίου.

Για να πετύχει τους στόχους της η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να διαμορφώσει ένα σύνολο εθνικών δράσεων και παρεμβάσεων διαρθρωτικού χαρακτήρα ώστε η Ελληνική Αγροτική οικονομία να εξασφαλίσει βιωσιμότητα, ανταγωνιστικότητα και προοπτικές ανασυγκρότησης της υπαίθρου.

Το μειωμένο αγροτικό εισόδημα είναι αποτέλεσμα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας, που οφείλεται στο υψηλό κόστος των εισροών με συνέπεια την αύξηση των εισαγωγών και την εγκατάλειψη της αγροτικής δραστηριότητας.

Οι επιδοματικές πολιτικές προς τους νέους αγρότες δεν επαρκούν για να μείνει στο αγροτικό επάγγελμα χωρίς αντίστοιχη πολύμορφη κοινωνική στήριξη του επαγγέλματος και την αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης και όλων των υποδομών στην ύπαιθρο.

  • Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι εξασφάλισε 9,5 τρις για τους αγρότες.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια χρήματα και πόροι στον αγροτικό τομέα διατέθηκαν. Το πώς διατέθηκαν και με ποια αποτελέσματα αξιοποιήθηκαν παραμένει κεντρικό πρόβλημα.

ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Την περίοδο 1996-2000 η κυβέρνηση για τις ανάγκες του εξοπλιστικού προγράμματος δαπάνησε πάνω από 4 τρις δρχ. Ή 13 δις δολάρια.

Κατανοούμε απόλυτα την ανάγκη της αποτρεπτικής πολιτικής για να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα της χώρας και να αποτελέσει η χώρα ισχυρό πόλο σταθερότητας σε μια ταραγμένη από τον πόλεμο και τις αναστατώσεις περιοχή, αλλά και για να εκσυγχρονιστούν οι ένοπλες δυνάμεις.

Οι ανάγκες αυτές, όμως, εμείς εκτιμούμε ότι μπορούσαν να είναι και μικρότερου ύψους και κατανεμημένες σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα.

Το εξοπλιστικό πρόγραμμα επιβάρυνε καταλυτικά το πρόγραμμα σύγκλισης της χώρας και αποτέλεσε έναν από τους κύριους παράγοντες για την επιβολή τέτοιας έκτασης θυσιών στον ελληνικό λαό, στέρησε πολύτιμους πόρους από τις συντάξεις, την παιδεία, την υγεία και την κοινωνική πολιτική.

Πληροφορούμαστε από δημοσιεύματα του Τύπου ότι βρίσκεται στα σκαριά για έγκριση ένα νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα για την περίοδο 2000-2005 ύψους περίπου 4 τρις δρχ. ή 13 δις δολάρια.
Εάν αυτά τα σχέδια είναι αληθή αποτελούν το πλέον παράλογο και παράδοξο σχέδιο.

8 τρις δρχ. σε μια δεκαετία αποτελούν παράλογη πρόκληση και αδικαιολόγητη σπατάλη του δημοσίου πλούτου της χώρας.

Κύριοι της Κυβέρνησης, οφείλετε να ξεκαθαρίσετε αν θα επιτρέψετε να γίνει μιας τέτοιας έκτασης σπατάλη.
Μόνοι κερδισμένοι ή ωφελημένοι θα είναι όσοι επιδιώκουν την ένταση και την αποσταθεροποίηση, όσοι εκπροσωπούν τα συμφέροντα που αποθησαυρίζουν από το εμπόριο οπλικών συστημάτων.

Ο ΣΥΝ εκφράζει την αντίθεσή του σ' αυτό το κυνήγι των εξοπλισμών.

Ποιοι και πως αποφασίζουν και επιβάλλουν τέτοια προγράμματα που γονατίζουν την οικονομία και την κοινωνία στην πιο κρίσιμη περίοδο για την πραγματική πλέον σύγκλιση της χώρας με την Ε.Ε. και την βιωσιμότητα μας εντός της ΟΝΕ.

200 μόλις δις ετησίως απαιτούνται για να γίνει ανθρώπινη η Αγροτική σύνταξη.
Με 300 δις επιλύεται οριστικά το στεγαστικό πρόβλημα της παιδείας.
Με 500 δις δρχ. οι σεισμόπληκτοι της Αττικής θα ένοιωθαν μια ουσιαστική βοήθεια από το κράτος για την ανοικοδόμηση του νοικοκυριού τους.

Μόλις 60 δις δρχ. απαιτούνται για να διπλασιαστούν οι αποδοχές του προσωπικού των Ενόπλων δυνάμεων και τα οποία το Υπ. Οικονομικών δεν εγκρίνει επειδή δεν υπάρχουν.
Αυτή η παράλογη κατασπατάληση των πόρων του ελληνικού λαού πρέπει να περιοριστεί και να περιοριστεί δραστικά.

Πολύ περισσότερο όταν οι προσπάθειες της πολιτικής πρέπει να επικεντρωθούν στην άμβλυνση της έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών και στην εμπέδωση ενός νέου τύπου σχέσεων.
Σχέσεων που ο ΣΥΝ προτείνει να συμπεριλάβουν ως ένα βασικό τους περιεχόμενο και στοιχείο την ισόρροπη, αμοιβαία και αναλογική μείωση των εξοπλισμών, των στρατιωτικών δυνάμεων και όλων των μέσων έντασης και απειλής.


Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ και της ΠΡΟΟΔΟΥ σας επισημαίνει με ευθύνη και τεκμηρίωση τον πραγματικό χαρακτήρα της πολιτικής σας, τις πραγματικές συνέπειες των επιλογών σας.

Αυτή η πολιτική πρέπει να παραμεριστεί. Αυτή η πολιτική πρέπει να ηττηθεί τόσο στην εκδοχή του ΠΑΣΟΚ όσο και στην εκδοχή της Ν.Δ.

Με ευθύνη επίσης και ρεαλισμό ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ και της ΠΡΟΟΔΟΥ καταθέτει τις προτάσεις το, που στηρίζονται στην αναντίρρητη διαπίστωση ότι η ένταξη στην ΟΝΕ καθιστά ακόμα πιο αναγκαίο τον διαφορετικό σχεδιασμό της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, τις ριζικές αλλαγές στους κρατικούς και κυβερνητικούς θεσμούς με πραγματική περιφερειακή αποκέντρωση και ορθολογική αξιοποίηση του 3ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης στη βάση νέων προτεραιοτήτων.

Στην πρώτη γραμμή να έλθουν οι κοινωνικές και αναπτυξιακές προτεραιότητες . Η αντιμετώπιση της ανεργίας, η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, η φορολογική δικαιοσύνη, η μείωση της περιφερειακής ανισότητας, η ενίσχυση του αγροτικού τομέα και του τομέα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η εξασφάλιση οικονομίας ανθεκτικής στο νέο και πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Ο Προϋπολογισμός του 2000 κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, γι’ αυτό και ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ θα τον καταψηφίσει στο σύνολό του.

Αθήνα, 21 Δεκεμβρίου 1999