Ο Προϋπολογισμός του 2000, που
συζητάμε, έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό, που
δεσπόζει και τον προσδιορίζει.
Είναι προεκλογικός
προϋπολογισμός, προϋπολογισμός συνέχισης της
ίδιας μονόδρομης πολιτικής.
Η κυβέρνηση εντάσσει τα πάντα
στην προεκλογική της τακτική. Από την εκλογή
Προέδρου μέχρι τον Προϋπολογισμό. Από το 3ο
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης μέχρι και τους
Ολυμπιακούς του 2004. Από το Χρηματιστήριο μέχρι
και την πολιτική συμφωνία του Ελσίνκι.
Ενώ η κυβέρνηση στα λόγια
ισχυρίζεται ότι δεν επιθυμεί πρόωρες εκλογές,
στην πράξη επιδιώκει την προσφυγή στις κάλπες,
γι' αυτό κι έχει κηρύξει την πιο μακρά
προεκλογική περίοδο.
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση
θέλει να αξιοποιήσει προεκλογικά την ένταξη της
χώρας στην ΟΝΕ, όσο η ίδια η ένταξη εκκρεμεί.
Η κυβέρνηση θέλει να προλάβει
τις διαδικασίες αξιολόγησης της ελληνικής
οικονομίας και τις οδηγίες για την ακολουθητέα
οικονομική πολιτική, που θα διατυπώσουν η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα, στις αντίστοιχες εκθέσεις τους τον Μάιο
του 2000.
Αυτές οι συστάσεις θα κάνουν
φανερό ότι είναι ακάλυπτες οι
μεταχρονολογημένες επιταγές ευφορίας, που
απλόχερα μοιράζει σήμερα η κυβέρνηση, για λόγους
προεκλογικής σκοπιμότητας.
Οι συστάσεις και οδηγίες για τη
συνεχιζόμενη προσαρμογή της ελληνικής
οικονομίας στις συνθήκες της ζώνης του ΕΥΡΩ, τη
διατήρηση του μέσου ετήσιου πληθωρισμού με βάση
τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή σε
επίπεδο κάτω του 2%, σύμφωνα με τον ορισμό για την
σταθερότητα των τιμών, που έχει το Δ.Σ. της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάνουν πιο
ασφυκτικά και σκληρά τα πλαίσια της περιόδου που
έρχεται μετά την ΟΝΕ.
Παίζεται για μια φορά ακόμα το
ίδιο παλαιοκομματικό παιχνίδι.
Προεξοφλούνται εντυπώσεις, δεν λέγονται τα
πράγματα με το όνομά τους, τα συνθήματα
κυριαρχούν και εμποδίζουν την υπεύθυνη συζήτηση
επί της ουσίας, δεν προετοιμάζεται σωστά η
οικονομία και η κοινωνία, μόνο και μόνο για να
περάσουν τα κόλπα για την όποια κυβερνητική
αυτοδυναμία.
Και μετά η ίδια γνώριμη τακτική:
Το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι το άλλοθι για τη
συνέχιση των πολιτικών του μονόδρομου, της
κοινωνικής αδικίας, της αναλγησίας, της ρηχής και
επίπλαστης σύγκλισης των αριθμών, της
εγκατάλειψης της πραγματικής οικονομίας και της
πραγματικής κοινωνίας στις ασφυκτικές πιέσεις
των αγορών και των εκπροσώπων τους.
Ήδη, από τώρα, σε αυτήν την
προεκλογική περίοδο, έχουν δείξει το πραγματικό
τους πρόσωπο, το γνωστό τους χαρακτήρα, οι
παραδοσιακές παρεκτροπές της κυβερνητικής
αυτοδύναμης ισχύος: Παρεκτροπές πολιτικής
αλχημείας, αλαζονείας, αυταρχισμού κι
αναλγησίας.
Η πολιτική μας ζωή, κι ας φτάσαμε
στο 2000, που αλλάζουν οι αιώνες, μένει ίδια κι
απαράλλαχτη. Κυριαρχείται από τα χρόνια
συμπτώματα του αναχρονισμού, είναι γεμάτη
θεσμικά και πολιτικά αποστήματα.
Το αποδεικνύει ο τρόπος, με τον
οποίο συντάσσεται και συζητείται ο
Προϋπολογισμός.
Το αποδεικνύει ο τρόπος με τον οποίο οδηγείται η
χώρα στις επόμενες εκλογές.
Όλα μαρτυρούν την επικυριαρχία
της κυβερνητικής ισχύος και της δικομματικής
παντοδυναμίας σε όλους τους τομείς του δημόσιου
βίου. Όλα αποκαλύπτουν την υπερεξουσία των
εξωθεσμικών κέντρων και των διαπλεκομένων
συμφερόντων, που επιβάλλονται στις πολιτικές
διαδικασίες διαχείρισης του δημοσίου χρήματος.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια της
δικομματικής καθήλωσης, της κυβερνητικής
αγκύλωσης και του εξωθεσμικού εγκλωβισμού,
εγείρεται το κρίσιμο ερώτημα:
Ποια ανάπτυξη προωθείται, ποια
κοινωνική πρόοδος συντελείται, ποια πολιτική
παράγεται;
Μιλάμε για την Ελλάδα του 2000.
Πενήντα χρόνια μετά τον εμφύλιο. Είκοσι χρόνια
μετά την ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.. Δέκα
χρόνια, μετά την αποτυχία των καθεστώτων του
λεγόμενου υπαρκτού. Ένα χρόνο πριν από την
αναμενόμενη ένταξη στην ΟΝΕ.
Ο απλός πολίτης ξέρει πολύ καλά
ότι η χώρα μας αλλά και η ζωή του έπρεπε να
βρίσκονται σε καλύτερα επίπεδα. Ξέρει, ο Έλληνας
πολίτης, πάρα πολύ καλά ότι τα χρόνια, τις θυσίες
και τα χρήματα, οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις
του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν τα αξιοποίησαν με
κοινωνικές και αναπτυξιακές προτεραιότητες.
Ξέρει ότι άλλες χώρες, με δυσμενέστερους όρους ή
με παρόμοιες συνθήκες προς την Ελλάδα, πέτυχαν
και πετυχαίνουν περισσότερες, σταθερότερες και
αποτελεσματικότερες κατακτήσεις.
Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά την
Δικτατορία, η μεταπολίτευση των ισχυρών κι
εναλλασσομένων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ
οδήγησε από τον ενθουσιασμό για την αποκατάσταση
της Δημοκρατίας, στην απογοήτευση για την
αναξιοπιστία και την υποταγή της πολιτικής στα
ποικιλώνυμα Μέσα, από την μεγάλη κοινωνική
παρέμβαση και το έντονο συλλογικό ενδιαφέρον,
στη σημερινή αδιαφορία και απόρριψη, από τα
κοινωνικά κινήματα και την αγωνιστική τους
έξαρση, στις πελατειακές σχέσεις και τους
κομματικούς στρατούς του δικομματικού
παραγοντισμού εξουσίας.
Κύριε Πρωθυπουργέ έχετε τις
ευθύνες σας. Και είναι μεγάλες.
Συμπληρώσατε τετραετία στην διακυβέρνηση της
χώρας κι αντί να τολμήσετε διαρθρωτικές αλλαγές
στις πολιτικές δομές και λειτουργίες της χώρας,
το μόνο που κάνατε είναι να προσθέσετε στη
λιτανεία των αχρηστευμένων και μεταλλαγμένων
εννοιών και την έννοια του εκσυγχρονισμού.
Δουλεύετε με τα ίδια εργαλεία
και με τις ίδιες λογικές.
Δε βελτιώσατε ούτε το πολιτικό κλίμα. Δεν
ανορθώθηκε ούτε επί των ημερών σας η πολιτική.
Πηγαίνοντας προς τις επόμενες
εκλογές θα δούμε πράγματα και θάματα.
Σε πλήρη δόξα το παλαιοκομματικό οπλοστάσιο. Ο
υπέρ πάντων αγώνας για την εξουσία. Από την
ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με την καθεστωτική νοοτροπία,
ότι προορισμός της Ελλάδας είναι να την
κυβερνάτε. Κι από την ηγεσία της ΝΔ ότι καιρός
είναι να έρθουν εκείνοι στη θέση σας, αφού έτσι κι
αλλιώς την ίδια πολιτική εξαγγέλλεται με
διαφορετικές παραλλαγές.
Γιατί κύριε Σημίτη δεν θελήσατε
εγκαίρως να υπάρξει δεσμευτική ρύθμιση με
κυρώσεις για το όριο των προεκλογικών δαπανών,
για να μην γίνεται το γνωστό όργιο των δεκάδων
δισεκατομμυρίων, από φανερές κι αφανείς πηγές,
που σκορπιούνται στις επικοινωνιακές
προεκλογικές εκστρατείες.
Γιατί δεν θελήσατε να υπάρξει
πλαίσιο ελέγχου της πολιτικής προβολής και
διαφήμισης στα ΜΜΕ που παίζουν πια
πρωταγωνιστικό ρόλο, παραβιάζοντας κάθε αρχή
δημοκρατικής ισοτιμίας και δεοντολογίας;
Γιατί δεν θελήσατε εγκαίρως να
αλλάξετε τον σχιζοφρενή κι ανέντιμο εκλογικό
νόμο, που ισχύει, και προκαλεί πια θεσμική και
πολιτική παραμόρφωση της χώρας, πλαστογραφώντας
τους εκλογικούς συσχετισμούς κι αλλοιώνοντας
τις πολιτικές λειτουργίες μέσα κι έξω από τη
Βουλή.
Ξέρετε πολύ καλά, κύριοι της
Κυβέρνησης, ότι το πολιτικό σύστημα, το
κυβερνητικό μοντέλο αποφάσεων και διαχείρισης
των πόρων, μαζί με την κοινωνική συνοχή, είναι
αποφασιστικές προϋποθέσεις για την πραγματική
ανάπτυξη και την συλλογική πρόοδο της χώρας.
Μέχρι σήμερα τι έχει
αποκαλυφθεί στα μάτια της Ελληνικής κοινωνίας,
ως ακλόνητη κι οδυνηρή βεβαιότητα.
- Το σύστημα κυβερνητικών
αποφάσεων και διαχείρισης, στα πλαίσια του
δικομματισμού, στάθηκε ανίκανο να
συνειδητοποιήσει εγκαίρως και να αφομοιώσει
αποτελεσματικά την περίοδο ένταξης της χώρας
στην ΕΟΚ, με τις δυνατότητες και τις πιέσεις, που
έφερνε. Αλλες χώρες το μπόρεσαν και γι' αυτό
έκαναν, συντονισμένα και πριν από μας τις
ωφέλιμες προσαρμογές.
- Το ελληνικό κυβερνητικό και
κρατικό μοντέλο, του παραγοντισμού, του
συγκεντρωτισμού και των πελατειακών σχέσεων, δεν
μπόρεσε να απορροφήσει ορθολογικά και να
διαχειριστεί με κοινωνικές κι αναπτυξιακές
προτεραιότητες τους εθνικούς και κοινοτικούς
πόρους. Αλλες χώρες το κατόρθωσαν,
εξασφαλίζοντας τις χρήσιμες υποδομές ανάπτυξης
και κοινωνικής πολιτικής που στην Ελλάδα λείπουν
ακόμα.
- Το ίδιο σύστημα δεν μπόρεσε να
οδηγήσει την Ελλάδα στην ΟΝΕ, εγκαίρως, χωρίς το
μονόδρομο της διαρκούς και πιεστικής λιτότητας,
που μεγαλώνει υπέρμετρα και άδικα το κοινωνικό
κόστος, σε βάρος εκείνων που δεν κατέχουν και δεν
αντέχουν.
- Το ίδιο, τέλος, πλαίσιο δεν
προετοιμάζεται για την μετα-ΟΝΕ εποχή.
Απεναντίας προετοιμάζει τον ίδιο μονόδρομο, που
μας φέρνει στις έντονες κοινωνικές και
περιφερειακές ανισότητες, στην εξάπλωση της
ανεργίας και των αποκλεισμών, στη συρρίκνωση του
κοινωνικού κράτους, στην διασπάθιση του δημοσίου
χρήματος και στην φαυλότητα του δημοσίου βίου.
Αποτελεί, λοιπόν, παραλογισμό
και πρόκληση και το 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης
να το διαχειριστείτε ως κυβερνητική περιουσία,
για την εξασφάλιση εκλογικής στήριξης και την
εξυπηρέτηση συμφερόντων, επαναλαμβάνοντας το
στερεότυπο ότι όποιος διαχειρίζεται δημόσιο
χρήμα εξασφαλίζει πολιτική επιρροή και στήριξη.
Η κυβέρνηση επιδιώκει την εν
λευκώ διαχείριση της μετα-ΟΝΕ εποχής. Για το λόγο
αυτό το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης
1999-2002 που υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την
περασμένη Τετάρτη, εκτός από αισιόδοξο είναι και
ελλειπτικό. Αποκρύπτει τις ακριβείς προθέσεις
της κυβέρνησης στα δύο σημαντικότερα
διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας
και κοινωνίας, την ανεργία και το ασφαλιστικό.
Αποφεύγεται οποιαδήποτε
αναφορά στον ευρύτερο προσανατολισμό και τις
γενικές αρχές που θα διέπουν την αναμόρφωση του
ασφαλιστικού συστήματος, ενώ με σαφήνεια
προσδιορίζεται ένας και μοναδικός στόχος: "Η
δεύτερη φάση της μεταρρύθμισης της κοινωνικής
ασφάλισης είναι στην ημερήσια διάταξη της
επόμενης βουλής, με στόχο την μακροπρόθεσμη
βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής
ασφάλισης. Αυτή είναι η σχετική διατύπωση στην
σελίδα 23.
Ερωτώ: Δεν έχει η κυβέρνηση
διαμορφωμένη άποψη, τουλάχιστον για τις βασικές
παραμέτρους της αναμόρφωσης του ασφαλιστικού
συστήματος;
Και εάν έχει γιατί δεν την διατυπώνει ανοικτά;
Μήπως διότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο
και εν όψει του ενδεχόμενου πολιτικού και
εκλογικού κόστους από την δημοσιοποίηση των
θέσεων της για το ασφαλιστικό, προτιμά και
κρύβεται πίσω από το ΚΕΠΕ και τους
εξειδικευμένους διεθνείς οίκους; Και μήπως
επιδιώκει να νομιμοποιήσει κοινωνικά και
πολιτικά τις θέσεις της για το ασφαλιστικό, ως
έναν ακόμη μονόδρομο στις πολιτικές της; Και
είναι χαρακτηριστικό και θα ήθελα να το
υπογραμμίσω ότι, μόλις την προηγούμενη Πέμπτη, το
ΚΕΠΕ αποφάσισε την προκήρυξη διεθνούς
διαγωνισμού για την πρόσληψη του ξένου
συμβούλου, ο οποίος θα πρέπει να υποβάλει τις
προτάσεις του, για την αναμόρφωση του
ασφαλιστικού συστήματος σε διάστημα έξι μηνών,
δηλαδή μετά τις προαναγγελθείσες εκλογές της 26ης
Μαρτίου.
Κύριε Σημίτη, ως υπεύθυνος
πρωθυπουργός της χώρας, εφόσον δεν επιθυμείτε να
μας αποκαλύψετε προεκλογικά τι πρεσβεύει η
κυβέρνηση για το θέμα, τουλάχιστον δεσμεύεσθε
ότι δεν θα προωθήσετε την μερική ιδιωτικοποίηση
του ασφαλιστικού συστήματος, τη δημιουργία
ασφαλιστικών παροχών δύο ή περισσοτέρων
ταχυτήτων και τη μετατόπιση πρόσθετων δαπανών
από το κράτος στους ίδιους τους εργαζόμενους και
τους άνεργους για τη συνταξιοδότηση και την
περίθαλψη τους;
Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω
κύριε πρωθυπουργέ το εξής απόσπασμα:
Ενας καλά εφοδιασμένος νέος
εργαζόμενος μπορεί, από εκεί και πέρα να αναλάβει
περισσότερο ο ίδιος τις ευθύνες για την ασφάλισή
του, στη στέγαση και την υγειονομική του
περίθαλψη, με αντίστοιχη μείωση (όχι κατάργηση)
των ευθυνών του κράτους. Είναι απόσπασμα
ομιλίας σας, κύριε πρωθυπουργέ, σε πολιτική
εκδήλωση του τομέα συνδικαλισμού του ΠΑΣΟΚ στην
Αθήνα, στις 26 Μαρτίου 1997. Τι προοιωνίζεται αυτή η
δήλωσή σας σε σχέση με τις κυοφορούμενες αλλαγές
στο ασφαλιστικό σύστημα, μήπως αυτό που
διατύπωσα προηγουμένως ως ερώτημα, ότι δηλαδή οι
αλλαγές θα περιλάβουν και την ανακατανομή της
ευθύνης και των δαπανών, για ασφάλιση και
υγειονομική περίθαλψη από το κράτος στους
πολίτες, στα άτομα;
Αλλά με τον αποτελεσματικό τρόπο συμβάλλουν στην
οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού
συστήματος οι πολιτικές για την καταπολέμηση της
ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης. Όπως
επισημαίνουν ειδικοί επιστήμονες, οι
επιπτώσεις της ανεργίας στην κοινωνική ασφάλιση
είναι σημαντικότερου βαθμού από αυτές των
δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων. Η κυβέρνηση
όπως η ίδια επισημαίνει στο Πρόγραμμα Σύγκλισης
αντιμετωπίζει την ανεργία ως μικροοικονομικό
φαινόμενο και με μέτρα που συντείνουν στην
ενίσχυση της ελαστικότητας της εργασίας. Δηλαδή
αντιμετωπίζει την ανεργία με την αστάθεια της
εργασίας και τον κοινωνικό αποκλεισμό με την
απειλή του κοινωνικού αποκλεισμού.
Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ απορρίπτει αυτή
τη λογική και αντιπροτείνει μια ενεργητική
κοινωνική στρατηγική με αιχμή τη σταδιακή
καθιέρωση εργασίας 35 ωρών, χωρίς παράλληλη
μείωση των αποδοχών. Θα ήθελα να επισημάνω στο
σημείο αυτό ότι μόλις στις αρχές αυτού του μήνα, η
κυβέρνηση απέρριψε σχετική πρόταση νόμου του
ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ χαρακτηρίζοντάς την, διά στόματος
του αρμοδίου Υπουργού κ. Παπαϊωάννου ως
επικίνδυνο άλμα που θα πλήξει το επενδυτικό
κλίμα της χώρας. Αρνούμενη την πολιτική ευθύνη
της, παρέπεμψε το θέμα στη διαδικασία των
συλλογικών διαπραγματεύσεων, το έθεσε δηλαδή υπό
την κρίση της εργοδοσίας για να απορριφθεί.
Εάν η κυβέρνηση συναινούσε στην
νομοθετική πρωτοβουλία του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, τα οφέλη
στην απασχόληση και την καταπολέμηση της
ανεργίας από τη σταδιακή εφαρμογή της εργασίας
των 35 ωρών την εβδομάδα από 1.1.2000 θα ήταν
σημαντικά: Εκτιμάται ότι θα είχε ως άμεσο
αποτέλεσμα τη δημιουργία 130.000 νέων θέσεων
εργασίας και τη διάσωση άλλων 50.000 θέσεων.
Επιπλέον, δεν θα επιβάρυνε το κόστος εργασίας και
την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών
επιχειρήσεων, δοθέντος ότι στη χώρα μας το κόστος
εργασίας ανέρχεται στο 17% του συνολικού κόστους
των προϊόντων έναντι 30%-37% στις υπόλοιπες χώρες
της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αλλά η κυβέρνηση αρνήθηκε να
συναινέσει σε αυτό που με δική της νομοθετική
πρωτοβουλία με δύο νόμους της Μαρτίν Ομπρύ,
πράττει αυτή τη στιγμή η Γαλλική Κυβέρνηση: Η
επανάσταση των 35ωρών όπως τη χαρακτηρίζει ο
Monde της περασμένης Παρασκευής, ξεκινάει σε λίγες
ημέρες από 1.1.2000, σε όλες τις επιχειρήσεις που
απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους,
χωρίς φυσικά να προβλέπεται μείωση των αποδοχών
τους.
Δεν ευελπιστούμε ότι η
κυβέρνηση θα μεταβάλει την πολιτική στάση της
και στην άλλη πρόταση νόμου του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, για
την προστασία ειδικών κατηγοριών ανέργων, για
την καταβολή συνταξιοδοτικού επιδόματος στους
ηλικιωμένους ανέργους με βάση την εκάστοτε
ισχύουσα κατώτατη σύνταξη γήρατος του ΙΚΑ, για τη
σταδιακή αύξηση του επιδόματος ανεργίας στο 80%
του μισθού του ανειδίκευτου εργάτη και
επιμήκυνση της διάρκειας χορήγησης του πέραν του
12μηνου καθώς και για την σύσταση λογαριασμού
κοινωνικής αλληλεγγύης με σκοπό τη στήριξη με
ελάχιστο εισόδημα, όσων δεν μπορούν να
στοιχειοθετήσουν προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.
Και οι δύο αυτές νομοθετικές πρωτοβουλίες του
ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, συνιστούν αξιόπιστες και άμεσα
εφαρμόσιμες εναλλακτικές προτάσεις για την
αύξηση της απασχόλησης και την καταπολέμηση της
ανεργίας, καθώς και για την απάλυνση των
κοινωνικών συνεπειών από την κατάφωρα μονομερή
οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία θα
ενταθεί με την ένταξη της χώρας μας στη ζώνη ευρώ.
Η ανατίμηση της τρέχουσας
ισοτιμίας της δραχμής έναντι του ευρώ ως προς την
κεντρική ισοτιμία της θα έχει αρνητικές
συνέπειες τόσο στην πραγματική οικονομία όσο και
στα εισοδήματα των μισθωτών και των συνταξιούχων
μετεκλογικά. Θα διαταράξει ακόμη περισσότερο τις
εύθραυστες βάσεις της ονομαστικής σύγκλισης,
υποσκάπτοντας την ανταγωνιστικότητα της
ελληνικής οικονομίας η οποία έχει ήδη τρωθεί από
το μείγμα οικονομικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε
την τελευταία δεκαετία, γεγονός που
απεικονίζεται στην εξέλιξη του εμπορικού
ισοζυγίου και του ισοζύγιου τρεχουσών
συναλλαγών, παρά τη συνεχή επιβράδυνση του
ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα
προϊόντος στη μεταποίηση κατά την τετραετία
1996-1999.
Αντί να δοθεί προτεραιότητα
στην αντιστάθμιση των απωλειών
ανταγωνιστικότητας πριν από την ένταξη στην ΟΝΕ,
ώστε να διευκολυνθεί η προσαρμογή της
παραγωγικής βάσης της χώρας στις νέες συνθήκες,
για μια ακόμη φορά επιχειρείται η εξαγωγή
πληθωρισμού και η εισαγωγή ανεργίας. Για μια
ακόμη φορά παρακάμπτονται οι ανάγκες της
πραγματικής οικονομίας. Και για μια ακόμη φορά οι
μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα κληθούν να
χρηματοδοτήσουν την ανάκτηση της απωλεσθείσας
ανταγωνιστικότητας με δεδομένη την πρόθεση της
κυβέρνησης, όπως διατυπώνεται στη σελίδα 18 του
προγράμματος σύγκλισης, χωρίς να έχει
συνεκτιμηθεί η αρνητική επίπτωση της
προαναγγελθείσας πραγματικής ανατίμησης στην
πραγματική οικονομία οι πραγματικές αυξήσεις
των μισθών κατ'έτος να υπολείπονται της
αντίστοιχης ανόδου της παραγωγικότητας.
Γι' αυτό ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ
υποστηρίζει ότι η επικείμενη πραγματική
ανατίμηση της δραχμής έχει δύο όψεις με
διαμετρικά αντίθετες παραστάσεις : την
προεκλογική, για να διευκολύνει την αποκλιμάκωση
του πληθωρισμού, που θα επιτρέψει την αντίστοιχη
μείωση των επιτοκίων. Προσδοκία της κυβέρνησης
είναι η μείωση αυτή να έχει τέτοια έκταση, ώστε να
αντιστρέψει το κλίμα στην αγορά και να
αναζωογονήσει το χρηματιστήριο. Να λειτουργήσει
όπως ελπίζει ως "προεκλογικό μέρισμα" για
την ίδια. Την μετεκλογική, οπότε θα γίνει ορατό
ότι η προαναγγελία της πραγματικής ανατίμησης
της δραχμής ισοδυναμεί με προαναγγελία έντασης
της μονόπλευρης λιτότητας.
Η ιστορική υποβάθμιση της
πραγματικής οικονομίας έναντι της ονομαστικής,
αποτελεί το τίμημα των κυβερνητικών μονοδρόμων
στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και την
κατανομή του κοινωνικού κόστους της, με πρόσχημα
την ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ.
Ωστόσο η επικοινωνιακή πολιτική
της κυβέρνησης αξιοποιεί τα αποτελέσματα της
ονομαστικής σύγκλισης, με σκοπό να δημιουργήσει
παραίσθηση ευημερίας. Με τη συνέργια σημαντικής
μερίδας των ΜΜΕ, η πραγματική υστέρηση και
απόκλιση εκτοπίζεται στο περιθώριο του δημοσίου
προβληματισμού, ωσάν να μην είναι αυτή που
προσδιορίζει την καθημερινή ζωή των πολιτών, την
αγοραστική τους δύναμη και την ευημερία τους.
Η εικόνα που συνθέτουν τα
επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής "Eurostat" και άλλων
φορέων ως προς τη διεύρυνση τόσο των
εισοδηματικών όσο και των περιφερειακών
ανισοτήτων επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι η
πορεία της χώρας μας προς την ΟΝΕ συνδυάστηκε με
την αποκρυστάλλωση δομών της κοινωνίας των δύο
τρίτων, με τον κοινωνικό αποκλεισμό του πιο
αδύναμου ενός τρίτου της.
Σύμφωνα με την Έκτη Περιοδική Έκθεση της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την
κοινωνικοοικονομική κατάσταση και την ανάπτυξη
των περιφερειών της Ε.Ε. η οποία δόθηκε στην
δημοσιότητα το 1999 η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο
πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ των 15
χωρών μελών της Ε.Ε.
- κατά την περίοδο 1986-1999 η Ελλάδα
απέκλινε από τις υπόλοιπες τρείς χώρες της
συνοχής, αυξάνοντας το πραγματικό κατά κεφαλήν
εισόδημα της με ρυθμό που υπολείπεται της μέσης
ανόδου των χωρών της συνοχής (κατά 17% για τη χώρα
μας έναντι 20% μέσου όρου αύξησης των χωρών της
συνοχής).
- Οκτώ από τις δεκατρείς
περιφέρειες της χώρας μας συγκαταλέγονται στις
εικοσιπέντε φτωχότερες της Ε.Ε.
- Η Ήπειρος παραμένει η δεύτερη
φτωχότερη περιφέρεια της Ε.Ε. με κατά κεφαλήν
εισόδημα που αντιστοιχεί στο 44% του μέσου
κοινοτικού και το Βόρειο Αιγαίο η έκτη φτωχότερη
με εισόδημα ίσο προς το 52% του μέσου κοινοτικού.
- Μόνον τρεις περιφέρειες της
χώρας έχουν κατά κεφαλήν εισόδημα ως ποσοστό του
μέσου κοινοτικού υψηλότερο από τον εθνικό μέσο
όρο: η Αττική (77%), το Νότιο Αιγαίο (75%) και η Κρήτη
(72%).
- Τρεις περιφέρειες της χώρας: η
Ήπειρος, η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος
αποκλίνουν (δηλαδή εμφανίζουν μείωση του κατά
κεφαλήν εισοδήματός τους) σε σύγκριση με το 1986
δηλαδή σε σύγκριση με το εισόδημα τους πριν από
την εφαρμογή των συστηματικών διαρθρωτικών
πολιτικών της κοινότητας.
- Δέκα από τις δεκατρείς
περιφέρειες της χώρας παρουσιάζουν μείωση των
ποσοστών απασχόλησης σε σχέση με το 1988.
- Η ανεργία των νέων στην Δυτική
Μακεδονία έχει εκτοξευθεί στο 45,7%, στην Ήπειρο
στο 43,4% και στη Στερεά Ελλάδα στο 42,6%.
- Σε οκτώ περιφέρειες της χώρας οι
μακροπρόθεσμα άνεργοι, δηλαδή οι εγγεγραμμένοι
ως άνεργοι για διάστημα μεγαλύτερο από δώδεκα
μήνες, υπερβαίνουν το 50% του συνόλου των ανέργων.
Αυτοί οι δείκτες περιφερειακής
ανισότητας και στασιμότητας συμπληρώνονται από
ανάλογους δείκτες κοινωνικής αποδιάρθρωσης και
αποκλεισμού:
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Εurostat, το 21% του
πληθυσμού ζεί σε συνθήκες φτώχειας. Σύμφωνα με
την πρώτη ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας
των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ που δόθηκε στη δημοσιότητα το
Σεπτέμβριο:
- Το εισόδημα του πλουσιότερου 20%
των Ελλήνων είναι κατά 6,7 φορές μεγαλύτερο από
εκείνο του ασθενέστερου 20%, επίδοση που είναι -
μετά εκείνη της Πορτογαλίας- η δεύτερη χειρότερη
στην Ε.Ε. από την άποψη της εισοδηματικής
ανισοκατανομής.
- Το φτωχότερο 10% των Ελλήνων
απολαύει μόλις του 2,2% του εθνικού εισοδήματος,
ενώ το πλουσιότερο 10% καρπώνεται το 26,3%.
- Το 1998 οι αμοιβές των εργαζομένων
σε πραγματικές τιμές βρίσκονταν στο επίπεδο του
1984.
- Η πραγματική αύξηση των μισθών
κατά το 1998 αντιστοιχούσε μόλις στο 66% της αύξησης
της παραγωγικότητας της εργασίας, εντείνοντας
την αναδιανομή του εισοδήματος από τον κόσμο της
μισθωτής εργασίας στην εργοδοσία.
Αυτή είναι η εικόνα της
πραγματικής Ελλάδας στο λυκαυγές της νέας
χιλιετίας και στα πρόθυρα της συμμετοχής μας
στην ομάδα των πλέον προηγμένων χωρών της
Ευρώπης, στη ζώνη ευρώ.
Το κυβερνητικό επιτελείο
πανηγυρίζει σε όλους τους τόνους.
Έπρεπε όμως να κυριαρχεί κλίμα περισυλλογής και
ευθύνης.
Πρώτον γιατί η Ελλάδα δεν είναι ακόμη μέλος της
Ο.Ν.Ε.
Δεύτερον, επειδή η Ελλάδα θα είναι η τελευταία
χώρα της Ε.Ε., που ασθμαίνοντας θα μπει στην Ο.Ν.Ε.
Είναι η τελευταία χώρα στην εκπλήρωση των
ονομαστικών κριτηρίων για την ένταξη.
Τα ονομαστικά κριτήρια όμως δεν
αρκούν ούτε για να καλύψουν το έλλειμμα, που
χωρίζει την Ελλάδα ούτε την απόσταση που πρέπει
να καλύψει για να αντέξει με ισότιμους και
ανταγωνιστικούς όρους εντός της Ο.Ν.Ε. η Ελληνική
οικονομία και κοινωνία.
Η Ελληνική οικονομία στο σύνολό της δεν έχει
προετοιμαστεί για την μετά ΟΝΕ εποχή.
Η ταύτιση των αναγκαίων
διαρθρωτικών αλλαγών με τις ιδιωτικοποιήσεις
και μετοχοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων,
ουσιαστικά έδωσε το μήνυμα ότι εάν κάτι πρέπει να
αλλάζει στην Ελληνική οικονομία, αυτό είναι να
εισαχθούν στο Χρηματιστήριο ή να πωληθούν
κάποιες επιχειρήσεις. Αυτή η πολιτική που
κυριάρχησε τα τρία τελευταία χρόνια, μπορεί να
έδωσε έσοδα, αφού εκποιήθηκαν κερδοφόρα τμήματα
της ελληνικής οικονομίας, δεν απέδωσε όμως σε
όρους ανασυγκρότησης - ανασύνταξης - επέκτασης,
της παραγωγικής βάσης της χώρας, της
ανταγωνιστικότητας.
Το σύνολο της παραγωγικής βάσης
της χώρας δεν ωφελήθηκε, έμεινε έξω από τους
κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Οι διαρθρωτικές
αδυναμίες της παραγωγικής διαδικασίας που
περιορίζουν την αναπτυξιακή προοπτική, είναι ήδη
εμφανείς και ιδιαίτερα στο ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών και στην ανεργία.
Τρία χαρακτηριστικά
παραδείγματα που δείχνουν τα πραγματικά
δεδομένα και προβλήματα της Ελληνικής
οικονομίας και κοινωνίας, που δεν επιτρέπουν
πανηγυρισμούς, αλλά αντίθετα επιβάλλουν
προβληματισμό σχετικά με το μέλλον και τις
προοπτικές της οικονομίας, για το ποια οικονομία
θέλει η χώρα.
- Μόλις προχθές ανακοινώθηκαν από
την ΙCAΡ τα στοιχεία για την κατάσταση της
Ελληνικής Βιομηχανίας: Σήμερα η βιομηχανία
αντιπροσωπεύει μόλις το 14% του ενεργητικού της
Ελληνικής οικονομίας έχοντας συρρικνωθεί
σημαντικά από το 1974, που αντιπροσώπευε το 24%.
Την ίδια περίοδο αντίστοιχη συρρίκνωση γνώρισε
και ο αγροτικός τομέας της οικονομίας.
- Ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης
της βιομηχανίας και του αγροτικού τομέα της
οικονομίας είναι η διαρκής μεγέθυνση της
ανεργίας που ξεπερνά πλέον το 11,3% και τα 500.000
άτομα.
- Και από τα πρόσφατα στοιχεία του
ΚΕΠΥΟ για τα εισοδήματα του 1998 προκύπτει ότι 22%
των Ελλήνων πολιτών ζουν με εισοδήματα μικρότερα
από το ανεκτό επίπεδο διαβίωσης.
Έτσι λοιπόν επιβεβαιώνεται ο
ΣΥΝ όταν από το 1993 έθεσε ως αναγκαιότητα τον
στόχο ενός ανορθωτικού σχεδίου ανασυγκρότησης
και ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας,
μετά την παταγώδη αποτυχία του προγράμματος
σύγκλισης και της πολιτικής της Ν.Δ. και του
ΠΑΣΟΚ.
Η περίοδος 1990-1999 χαρακτηρίζεται
από το ότι, υπήρξαν σταθερές και ισχυρές
κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που είχαν στην
διάθεσή τους δύο γιγάντια προγράμματα βοήθειας
και στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το Α' και
το Β' Κοινοτικά πλαίσια στήριξης.
- Η Δημοσιονομική εξυγίανση δεν
επιτεύχθηκε σε αντίθεση με όσα διακηρύσσει η
κυβέρνηση. Τα ελλείμματα μειώνονται κυρίως από
την εισοδηματική καθήλωση μεγάλων τμημάτων
εργαζομένων και συνταξιούχων και την μείωση των
επιτοκίων. Η ολοκλήρωση της θα απαιτήσει
εντονότερη και μακροχρόνια προσπάθεια κυρίως
για να καλύψει τις μελλοντικές ακάλυπτες
υποχρεώσεις των ασφαλιστικών οργανισμών και τη
μείωση του Δημοσίου χρέους.
- Η αναπτυξιακή διάσταση
περιορίστηκε στα μεγάλα έργα. Δεν επεκτάθηκε
στην βιομηχανία, στον αγροτικό τομέα, στις
περιφέρειες. Τρεις ελληνικές περιφέρειες
βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις των
περιφερειών της Ε.Ε.
- Η απασχόληση δεν διευρύνεται,
παρά τους ρυθμούς μεγέθυνσης που καταγράφονται
στην οικονομία. Ακόμα ένα δείγμα του
περιορισμένου και μονοδιάστατου χαρακτήρα του
προγράμματος που εφαρμόζεται, αφού το παραγωγικό
δυναμικό της οικονομίας δεν αυξάνεται με ρυθμούς
αντίστοιχους προς την επέκταση της εγχώριας
ζήτησης.
- Η πολυετής εισοδηματική
καθήλωση μεγάλων τμημάτων των πολιτών, επιδρά
πλέον αρνητικά στην ίδια την οικονομία, γίνεται
αρνητικός συντελεστής για την επέκταση του
παραγωγικού δυναμικού, διευρύνει τις κοινωνικές
ανισότητες, αφού η κατανομή του παραγόμενου
πλούτου και των ωφελημάτων είναι ανισομερής και
κυρίως προς όφελος των επιχειρηματικών
δραστηριοτήτων και της κερδοφορίας.
- Το θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης
της οικονομίας και των δημόσιων οργανισμών
παραμένει, παρά τα βήματα που έγιναν, αδιαφανές,
χωρίς σύγχρονους θεσμούς ελέγχων και προστασίας.
Παράγει πλούτο και κέρδη και ωθεί τους
οικονομικούς συντελεστές στην αναζήτηση
υπερκερδών, όχι από τις νέες επενδύσεις, τις νέες
αγορές, αλλά μέσα από την διαπλοκή τους με το
πολιτικό σύστημα και μέσα από την αναζήτηση
χαριστικών συμβάσεων.
Κατέστη τελικά αυτό το μοντέλο διαχείρισης
κεντρικό διαρθρωτικό, οικονομικό και πολιτικό
πρόβλημα.