Συντελούνται ραγδαίες αλλαγές
στο διεθνές περιβάλλον, γύρω μας.
Αλλά και δραστικές διεργασίες με επιπτώσεις στην
εσωτερική κοινωνική και πολιτική
πραγματικότητα.
Ο ιστορικός κύκλος της μεταπολίτευσης έχει
τελειώσει από πλευράς κοινωνικών, οικονομικών,
τεχνολογικών και διεθνών δεδομένων.
Αυτός ο κύκλος της
μεταπολίτευσης, ενώ ιστορικά έχει τελειώσει,
πολιτικά παρατείνεται και δεν κλείνει, με την
διατήρηση και συνέχιση δομών, διαδικασιών,
συσχετισμών, θεσμικών και εξωθεσμικών δράσεων
ενός πολιτικού συστήματος ξεπερασμένου.
Αυτή είναι η αιτία, που προκαλεί:
- μια διαρκώς πιο έντονη
απομάκρυνση και δυσπιστία της κοινωνίας έναντι
της πολιτικής
- μια διαρκώς πιο ενοχλητική και
άδικη δοκιμασία της κοινωνίας, που αντιμετωπίζει
σοβαρά προβλήματα συνοχής και δικαιοσύνης
- μια διαρκώς αυξανόμενη δυσκολία
να αντιμετωπίσει τις συνθήκες του νέου διεθνούς
περιβάλλοντος, δυσκολία που θα εξακολουθήσει και
μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.
Στην Ελλάδα του 2000 υπάρχει και
πρόβλημα λειτουργίας του δημοκρατικού μας
πολιτικού συστήματος, αλλά και πρόβλημα
παραγωγής πολιτικής. Υπάρχει πρόβλημα κοινωνικό,
αλλά και πρόβλημα εθνικής στρατηγικής.
Ούτε οι κυβερνητικές
αυταρέσκειες ότι όλα ανθούν και θάλλουν ούτε οι
αντιπολιτευτικές αντιθέσεις ότι όλα είναι
"μαύρα κι άραχνα" παράγουν την αναγκαία
πολιτική, που χρειάζεται ο τόπος.
Οι αποφάσεις της Συνόδου
Κορυφής του Ελσίνκι αποτελούν ένα σημείο καμπής
τόσο στην πορεία της Ε.Ε. όσο και στις
ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Δεν έχει κανένα νόημα η στείρα αντιδικία γύρω από
τον χαρακτηρισμό των αποφάσεων του Ελσίνκι.
Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Η κυβέρνηση να
παιανίζει επιτυχίες κι η αντιπολίτευση να
ολοφύρεται και να καταγγέλει αποτυχίες.
Είτε μισοάδειο δει κανείς το ποτήρι είτε
μισογεμάτο το δεί, το πρόβλημα παραμένει το ίδιο.
Πώς δηλαδή δεν θα αδειάσει εντελώς το ποτήρι και
πώς απεναντίας θα γεμίσει.
Κι εμείς γι'αυτό ενδιαφερόμαστε.
Ενδιαφερόμαστε να βρούμε ως χώρα τους τρόπους να
γεμίσουμε το ποτήρι και να μην τσακωνόμαστε
αιωνίως χωρίς νόημα.
Και γι'αυτό πιστεύω ότι ενδιαφέρεται και ο
ελληνικός λαός.
Το πολιτικό κείμενο του Ελσίνκι
αποτελεί ένα πλαίσιο πολιτικού συμβιβασμού, που
θα είναι πλαίσιο ελέγχου και διευθέτησης της
συμπεριφοράς των υποψηφίων μερών με τις χώρες
μέλη. Δεν προδικάζει ούτε πριμοδοτεί εκδοχές
λύσεων.
Χωρίς μικροψυχία χαρακτήρισα θετική κατ'αρχήν
την εξέλιξη, παρά τα προβλήματα που εξακολουθούν
να υπάρχουν για την ασφάλεια στο Αιγαίο και για
την Κύπρο.
Ταυτόχρονα όμως χωρίς καμία αντιπολιτευτική
διάθεση επέκρινα τις θριαμβολογίες και τις
ωραιοποιήσεις, που δείχνουν να κυριαρχεί η
νοοτροπία της προεκλογικής εκμετάλλευσης.
Εχει σημασία τι λένε τα κείμενα, με την ορολογία
και την εννοιολογική ερμηνεία τους. Εξίσου
σοβαρή αν όχι μεγαλύτερη σημασία, έχουν οι
πρακτικές και οι πρωτοβουλίες που ακολουθούν τα
κείμενα.
Και εδώ τα προβλήματα δεν ρυθμίζονται αυτομάτως,
με την επίκληση των κειμένων, που πολλές φορές
αλλάζουν ή αξιοποιούνται επιλεκτικά ανάλογα με
τους συσχετισμούς των σκοπιμοτήτων.
Αν κάποιος εξετάσει προσεκτικά το τι ακριβώς
έγινε στην πορεία προς το Ελσίνκι και τελικά στην
Σύνοδο Κορυφής θα καταλήξει σ'ένα βασικό
συμπέρασμα.
Κάτω από την πίεση των πραγμάτων
και μέσα από τις κυβερνητικές αντιφάσεις, υπήρξε
μια στροφή στους προσανατολισμούς και τις
συντεταγμένες της ελληνικής εξωτερικής
πολιτικής, ως προς το κρίσιμο πρόβλημα των
σχέσεων Τουρκίας - Ελλάδας - Ε.Ε.
Η στροφή μπορεί να αξιοποιηθεί σωστά.
Εγινε όμως κυρίως επειδή υπήρξαν ισχυρότατες
πιέσεις και επειδή κάθε άλλη επιλογή θα είχε
δυσβάστακτο κόστος.
Δεν υπήρξε αποτέλεσμα σοβαρού σχεδιασμού, δεν
υπήρξαν από καιρό οι πρωτοβουλίες που θα
προετοίμαζαν τον δρόμο και θα διαμόρφωναν το
διαφορετικό πλαίσιο με προοπτική σταθερής
διάρκειας κι ευέλικτης τακτικής.
Ακριβώς γι'αυτό δεν υπάρχει η κατάλληλη πολιτική
προετοιμασία, για το πώς θα κινηθούμε ως χώρα στο
νέο πλαίσιο που τώρα διαμορφώνεται. Λείπει η
εθνική στρατηγική, που προϋποθέτει έστω ένα
ελάχιστο όριο πολιτικής συνεννόησης.
Η σημερινή συζήτηση έπρεπε να έχει τον χαρακτήρα
θετικής αναζήτησης της νέας στρατηγικής που
χρειάζεται η χώρα στις νέες συνθήκες που
διαμορφώνονται.
Οι θριαμβολογίες μπορεί να εξυπηρετούν τις
προεκλογικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης, δεν
βοηθούν όμως τη χώρα.
Οι καταστροφολογίες μπορεί να εξυπηρετούν
επίσης τις προεκλογικές σκοπιμότητες της
αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν δημιουργούν
όμως προϋποθέσεις θετικών λύσεων.
Τελικά είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος.
Και είναι αυτό που πρώτα απ'όλα πρέπει σαν χώρα
ν'αλλάξουμε.
Δηλαδή ο διχαστικός και πολωτικός τρόπος
προσέγγισης των εθνικών μας θεμάτων.
Η κατάρα που συνοδεύει το λαό μας και που θέλει
κάθε λίγο να χωριζόμαστε σε εθνοσωτήρες και σε
εθνοπροδότες.
Ο τραυματικός τρόπος με τον οποίο τα θέματα
εξωτερικής πολιτικής γίνονται πεδίο εσωτερικής
κομματικής αντιπαράθεσης, έχει πολιτικό,
κοινωνικό αλλά και πολιτισμικό κόστος. Αυτός ο
κίνδυνος ενισχύεται, ακριβώς γιατί απουσιάζει η
πολιτική συνεννόηση και η ενημέρωση του λαού και
της κοινωνίας στα πλαίσια μιας εθνικής
στρατηγικής, με σταθερότητα, διάρκεια και
συνέπεια, αλλά και ένα ελάχιστο συναίνεσης και
κοινών παραδοχών.
Δεν πρόκειται να μπώ σ'αυτό το κλίμα.
Θα επιδιώξω τη νηφάλια και υπεύθυνη προσέγγιση
των θεμάτων.
Θα επιμείνω στις θετικές προτάσεις.
Στην αναζήτηση θετικών λύσεων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Μπαίνουμε σε νέα περίοδο.
Και στην νέα περίοδο χρειαζόμαστε ως χώρα
αντίστοιχα νέα και αποτελεσματική εθνική
στρατηγική.
Και νομίζω -πριν μπώ στα συγκεκριμένα θέματα- ότι
υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις για να
μπορέσουμε να χαράξουμε και να εφαρμόσουμε μια
τέτοια σύγχρονη και αποτελεσματική στρατηγική.
Α) Η πρώτη προϋπόθεση αναφέρεται
στην συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων και στην
αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων που διαθέτει η
χώρα και γενικότερα ο ελληνισμός.
Και εδώ υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα.
Προβλήματα που σχετίζονται με την απουσία
σοβαρών θεσμών που να τα εξασφαλίζουν αυτά.
Προβλήματα νοοτροπιών και πρακτικών.
Αναφέρομαι στο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής
που δεν υπάρχει.
Αναφέρομαι στις διαδικασίες πολιτικής
συνεννόησης, που λείπουν.
Αναφέρομαι στην ανάγκη για την καλύτερη κι
ουσιαστικότερη αξιοποίηση του Συμβουλίου
Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ) και σε άλλα.
Β) Η δεύτερη προϋπόθεση
αναφέρεται στην σχέση της εξωτερικής πολιτικής
με άλλες πτυχές των πολιτικών, που συνολικά
ασκούνται στην χώρα.
Κυρίες και κύριοι
Σήμερα περισσότερο από κάθε
άλλη εποχή στην ιστορία οι διεθνείς συσχετισμοί
και σχέσεις άρα και η εξωτερική πολιτική των
χωρών συνδέεται και εξαρτάται από την οικονομία,
τον πολιτισμό, την ενημέρωση.
Οι επιδόσεις κάθε χώρας σ'όλους αυτούς τους
τομείς προσδιορίζουν και τις δυνατότητες της να
ασκήσει αποτελεσματική εξωτερική πολιτική.
Και εμείς ως χώρα έχουμε δύο
προβλήματα.
Εχουμε πρόβλημα στον συνδυασμό
και στον εμπλουτισμό της εξωτερικής πολιτικής με
τις άλλες διαστάσεις της πολιτικής.
Και εδώ η μέχρι σήμερα Βαλκανική εμπειρία μπορεί
να μας διδάξει πάρα πολλά.
Εχουμε πρόβλημα και με την
αδυναμία που παρουσιάζουμε σε βασικούς τομείς
παραγωγής πολιτικής.
Και σ'αυτό το σημείο επιτρέψτε μου κύριε
Πρωθυπουργέ μια ειδική αναφορά στο θέμα της
παιδείας.
Θα συμφωνείτε νομίζω μαζί μου
στην τεράστια σημασία του θέματος και από την
σκοπιά των όσων συζητούμε σήμερα. Από την σκοπιά
των εθνικών μας επιδιώξεων και του διεθνούς
ρόλου της χώρας.
Από την άλλη όμως είναι
παράλογο, είναι εξωφρενικό, είναι πέρα από κάθε
λογική στην παιδεία σήμερα να επικρατεί χάος από
τις εξώφθαλμα λανθασμένες κυβερνητικές
επιλογές. Από την αδιαλλαξία και τον εγωϊσμό για
την επιβολή ορισμένων αποσπασματικών μέτρων.
Είναι δυνατό να φαντάζεται η κυβέρνηση ότι
μπορεί να επιβάλλει την εκπαιδευτική της
πολιτική με τις πρωτοφανείς αυταρχικές μεθόδους
στις οποίες έχει καταφύγει;
Είναι δυνατό μια ολόκληρη γενιά μαθητών, να
καταδικάζεται από την ισχυρογνωμοσύνη μιας
κυβέρνησης και των υπουργών της, ορισμένοι από
τους οποίους περιφέρουν στα κανάλια την
υβριστική συμπεριφορά τους;
Κύριε Πρωθυπουργέ,
Απευθύνομαι από το βήμα αυτό σε
σας και σας προτείνω να αναλάβετε μια
πρωτοβουλία για την εκτόνωση της κρίσης στην
παιδεία.
Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου πρέπει να
ανακληθεί.
Ο αυταρχισμός δεν έλυσε ποτέ κανένα πρόβλημα στο
χώρο της εκπαίδευσης. Πάντα λειτούργησε ανάποδα.
Ο νόμος Αρσένη πρέπει να τροποποιηθεί.
Υπάρχει δυσαρέσκεια των μαθητών και αγωνία των
γονιών.
Όμως και η δυσαρέσκεια και η αγωνία είναι
δικαιολογημένα συναισθήματα.
Δεν είναι υποκινούμενα.
Η θεωρία της υποκίνησης δεναρμόζει σε μια
δημοκρατική κυβέρνηση. Θυμίζει άλλες εποχές.
Κάντε κάτι αμέσως για να λυτρωθούν από την αγωνία
χιλιάδες γονείς και χιλιάδες μαθητές.
Και εν συνεχεία να ανοίξει ένας σοβαρός διάλογος
για το μέλλον της παιδείας στην χώρα μας, ώστε να
προετοιμαστεί μια σοβαρή εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση.
Το κεντρικό θέμα είναι τί
σηματοδοτούν οι αποφάσεις του Ελσίνκι για το
μέλλον της Ε.Ε.;
Υπάρχουν κίνδυνοι και δυνατότητες.
Οι αποφάσεις του Ελσίνκι πρέπει να αξιολογηθούν
νηφάλια και κυρίως πρέπει να αναλυθούν στο
σύνολό τους, και να επισημανθούν οι πιθανές
συνέπειες που μπορεί να έχουν στην πορεία της
χώρας μας.
Συνέπειες θετικές αλλά και αρνητικές.
Και εάν θέλουμε να λειτουργήσουμε ως υπεύθυνη
πολιτική ηγεσία του τόπου πρέπει κυρίως να
επιμείνουμε στην ανάδειξη των αρνητικών πλευρών
ακριβώς για να μπορέσουμε να προετοιμαστούμε
έγκαιρα και σωστά για την αντιμετώπισή τους.
Στο Ελσίνκι λοιπόν αποφασίστηκε
κατ'αρχάς :
Η διεύρυνση της Ε.Ε. με άλλες 6 χώρες.
Ετσι κοντά στις 6 χώρες της πρώτης φάσης
διεύρυνσης προστίθενται άλλες 6.
Σύνολο 12.
Εάν εξαιρέσουμε την Τουρκία που αποτελεί
ιδιαίτερη περίπτωση η Ε.Ε. σε λίγα χρόνια θα
αποτελείται όχι πια από 15 αλλά από 26 χώρες.
Με βάση αυτήν την προοπτική αποφασίστηκε να
πραγματοποιηθεί νέα Διακυβερνητική διάσκεψη με
θέμα την θεσμική μεταρρύθμιση ώστε η Ε.Ε. των 26
πια χωρών να μπορεί να λειτουργεί.
Ο ΣΥΝ, αλλά και η Ευρωπαϊκή
Αριστερά είμαστε υπέρ της διεύρυνσης της Ε.Ε. και
θεωρούμε ότι όντως η Ε.Ε. πρέπει να συμπεριλάβει
στους κόλπους της όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, όλες
τις Βαλκανικές χώρες.
Πιστεύουμε δε ότι αυτή η προοπτική είναι θετική
για την Ευρώπη και για τον κόσμο.
Είναι θετική και για την χώρα μας.
Όμως θέλουμε να επισημάνουμε
τρείς κινδύνους που κρύβει η προοπτική τςη
διεύρυνσης και που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Α) Ο πρώτος κίνδυνος αφορά το
συνολικό χαρακτήρα της Ε.Ε.
Ισχυρές δυνάμεις μέσα στην Ευρώπη θέλουν την Ε.Ε.,
απλώς ως έναν χώρο ελεύθερων συναλλαγών.
Δεν θέλουν την πολιτική ενοποίηση.
Είναι οι συντηρητικές δυνάμεις, είναι επίσης οι
δυνάμεις των διαφόρων εθνικισμών, σωβινισμών και
φανατισμών.
Επίσης πίσω από αυτές προβάλλουν και οι ΗΠΑ που
ευνοούν την οικονομική ενοποίηση, αλλά που δεν
θέλουν την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, γιατί
δεν θέλουν μια ισχυρή πολιτική δύναμη στην
παγκόσμια σκηνή που να μπορεί κάποια στιγμή να
αμφισβητήσει την δική τους αυτοκρατορική
ηγεμονία.
Ο κίνδυνος λοιπόν είναι αυτές όλες οι δυνάμεις να
χρησιμοποιήσουν την διεύρυνση, ως την διαδικασία
μέσω της οποίας θα αλλοιωθούν τα δημοκρατικά και
κοινωνικά χαρακτηριστικά της πολιτικής
ενοποίησης και θα φρεναριστεί αυτή η διαδικασία.
Β) Ο δεύτερος κίνδυνος αφορά την
οικονομική συνοχή της Ε.Ε.
Μια Ε.Ε. των 26 και όχι πια των 15 χωρών προϋποθέτει
έναν κατά πολύ αυξημένο κοινοτικό προϋπολογισμό,
για να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση ουσιαστικών
κοινών πολιτικών.
Εάν ο κοινοτικός προϋπολογισμός παραμείνει στα
ίδια επίπεδα παρά την διεύρυνση της Ε.Ε., τότε
είναι βέβαιο ότι οι κοινές πολιτικές θα
ατονήσουν οι πόροι προς τις πιο φτωχές χώρες θα
λιγοστέψουν δραματικά και η οικονομική συνοχή θα
αφορά έναν μικρό μόνο κύκλο χωρών της Ενωσης.
Γ) Ο τρίτος κίνδυνος, που
προφανώς βρίσκεται σε ευθεία συνάφεια με τα
προηγούμενα, είναι ο χαρακτήρας των θεσμικών
αλλαγών.
Είναι πολύ πιθανό μέσα από την θεσμική
μεταρρύθμιση της Ενωσης να αλλάξει ριζικά ο
ίδιος ο χαρακτήρας της Ε.Ε. και της ενοποίησης.
Είναι πιθανό να πάμε σε μια Ε.Ε. πολλών επιπέδων
και ταχυτήτων, όταν οι μικρότερες και
ασθενέστερες χώρες θα αποξενωθούν εντελώς από
την λήψη των αποφάσεων.
Ολοι αυτοί οι κίνδυνοι είναι
υπαρκτοί και αφορούν άμεσα την Ελλάδα μέσα στα
επόμενα χρόνια.
Επομένως αυτό το σκέλος των αποφάσεων του
Ελσίνκι για μας πρέπει να αποτελέσει μια μεγάλη
πολιτική προσπάθεια.
Ολοι μας οφείλουμε να αγωνιστούμε ώστε συνολικά
η Ευρώπη να μην επιβεβαιώσει αυτούς τους
κινδύνους, να τους αποκρούσει και να ακολουθήσει
άλλη πορεία και
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα να μην βρεθεί έξω από
τον κύκλο των χωρών, που θα εξακολουθήσουν να
επηρεάζουν την πολιτική και την πορεία της Ε.Ε.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα και
ταυτόχρονα τα ενδιαφέροντα.
Από το σημείο αυτό πρέπει κανονικά να ξεκινήσει η
συζήτηση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα κόμματα.
Να κατατεθούν οι απόψεις όλων, να υπάρξει
στρατηγική συμφωνημένη και να διερευνηθούν οι
δυνατότητες παρέμβασης όλων.
Και είναι βέβαιο ότι όλα τα κόμματα διαθέτουν
δυνατότητες παρέμβασης, μέσω των ομάδων του
Ευρωκοινοβουλίου, μέσω των διεθνών τους σχέσεων,
μέσω της επιρροής τους στον απόδημο Ελληνισμό
κλπ.
Όπως είναι βέβαιο ότι μεγάλες δυνατότητες έχει
και το συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας, οι
οργανώσεις νεολαίας κλπ.
Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να
περιχαρακώνεται στην αυτάρκεια και την
αλαζονεία της, να οργανώσει αυτήν την μεγάλη
ευρωπαϊκή εκστρατεία εν όψει της νέας
διακυβερνητικής και των εξελίξεων στην Ε.Ε.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο άλλαξε
ριζικά την ως τώρα θεωρία του για τη διεύρυνση.
Δεν υπάρχουν πια ομάδες υποψηφίων η μία μετά την
άλλη, αλλά πολλές χώρες ξεκινάνε μια ενιαία
κούρσα προσαρμογής τους στην ευρωπαϊκή
προοπτική, και μαζί τους πλέον βρίσκεται και η
Τουρκία.
Ο ΣΥΝ επισημαίνει ότι στο εξής
θα πρέπει η Κομισιόν και το Συμβούλιο να
θυμούνται πως οι σχέσεις τους με την Τουρκία
είναι ευρωτουρκικές και όχι ελληνοτουρκικές,
όπως κάπως υποκριτικά ή αδέξια υποστήριζαν έως
τώρα.
Ο ΣΥΝ, παραλλήλως, εκφράζει την
δυσφορία του, γιατί ενώ από τη μία πλευρά το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ωθεί τα όρια της Ενωσης τόσο
μακριά, από την άλλη αφήνει μια πραγματική
"μαύρη τρύπα" που περιέχει τη Σερβία αλλά
και πολλές άλλες χώρες στα Βαλκάνια, δηλαδή στο
κέντρο της νέας γεωγραφίας που σχεδιάζεται.
Πρόκειται για πολιτική μυωπία και στρατηγική
εθελοτυφλία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των
ηγεσιών της.
Οσον αφορά την αναθεώρηση των
Συνθηκών, ο ΣΥΝ επισημαίνει, ότι το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο προχωράει σε μια αναθεώρηση και πάλι
διακυβερνητική, χωρίς κοινοτική μέθοδο, χωρίς
ρόλο για την Κομισιόν, με ασήμαντο ρόλο για το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, χωρίς επαφή με τα εθνικά
κοινοβούλια και χωρίς διαφάνεια και
υπευθυνότητα απέναντι στην κοινωνία των πολιτών.
Με αυτόν τον τρόπο δεν αυξάνεται το κύρος και η
ελκυστικότητα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, και δεν
έχει διδάξει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τίποτε η
διαδικασία του Σηάτλ.
Το δεύτερο σημείο των αποφάσεων
του Ελσίνκι αφορά τα θέματα της Ευρωπαϊκής
Αμυνας και ασφάλειας.
Εμείς σαν Αριστερά είμαστε υπέρ
της διαμόρφωσης κοινής εξωτερικής πολιτικής και
κοινής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας.
Η συνολική μας άποψη όπως είπα και πριν είναι για
μια Ενωμένη Ευρώπη, που θα αποτελεί όχι απλά μια
οικονομική, αλλά μια πολιτική δύναμη στην
παγκόσμια σκηνή.
Είμαστε αντίθετοι σ'έναν κόσμο που κυριαρχείται
από μία υπερδύναμη.
Είμαστε υπέρ ενός πολυκεντρικού και πολυπολικού
κόσμου.
Και στα πλαίσια αυτά θεωρούμε
ότι η Ε.Ε. μπορεί, ως πολιτική δύναμη, να
διαδραματίσει θετικό παγκόσμιο ρόλο.
Από αυτήν ακριβώς την σκοπιά είμαστε και υπέρ του
να αποκτήσει η Ε.Ε. τα στρατιωτικά μέσα και την
δύναμη για να υπερασπιστεί την ασφάλεια της και
να εξυπηρετήσει την εξωτερική πολιτική της.
Και πιστεύουμε ότι αυτή η
προοπτική είναι επίσης θετική και για τη χώρα
μας.
Στα πλαίσια μιας κοινής αμυντικής πολιτικής
ενισχύεται και η χώρα μας και διευκολύνεται να
λύσει τα δικά της ιδιαίτερα προβλήματα.
Όμως υπάρχουν σ'όλα αυτά δύο
προϋποθέσεις:
Α) Η Ε.Ε. πρέπει να ασκεί έναν
θετικό ρόλο στην διεθνή πολιτική ζωή.
Πρέπει να στηρίζει την διεθνή έννομη τάξη, τους
διεθνείς οργανισμούς, το διεθνές δίκαιο.
Πρέπει να αντιταχθεί στην επικράτηση του νόμου
του ισχυρότερου.
Β) Η Ε.Ε. πρέπει να αποκτήσει
αμυντική και στρατιωτική αυτονομία έναντι των
ΗΠΑ.
Η ευρύτερη περιοχή, στην οποία εντάσσεται
στρατηγικά και η Ελλάδα έχει σοβαρά προβλήματα
στρατηγικών ανταγωνισμών, σοβαρά προβλήματα
σταθερότητας κι ασφάλειας.
Αυτήν την περιοχή την διατρέχουν οι δρόμοι των
ενεργειακών υλών, την πιέζουν τα ρεύματα της
μετανάστευσης και την διασταυρώνουν οι
στρατηγικές διεύρυνσης της Ε.Ε. για την
ολοκλήρωση της Ευρώπης και ισχυρής παρουσίας των
ΗΠΑ ως ηγεμονικής υπερδύναμης με τη νέα δομή του
ΝΑΤΟ στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε σε
μια εποχή που προωθούνται και σχεδιάζονται νέες
μορφές και νέοι όροι λειτουργίας του διεθνούς
συστήματος.
Εγκυμονούνται ανταγωνισμοί και
ρυθμίσεις που θα φέρνουν σαρωτικές αλλαγές ή θα
τρέχουν πίσω από σκληρές δοκιμασίες.
Αυτές οι εντάσεις είναι που
δείχνουν των δραματική έλλειψη ηγεσίας σε όλες
τις χώρες της Ε.Ε. που προτιμούν να είναι καλοί
σύμμαχοι και συνέταιροι των ΗΠΑ και όχι
οραματιστές κι εταίροι μιας Ενωμένης Ευρώπης,
χωρίς ενδοευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς κι
αποκλεισμούς.
Νατοποιείται η ευρωπαϊκή
εξωτερική πολιτική για την άμυνα και την
ασφάλεια, όπως έδειξε και η πρόσφατη σύνοδος του
ΟΑΣΕ στην Κωνσταντινούπολη αλλά και η απόφαση
του Ελσίνκι.
Στρατηγική και πολιτική
προτεραιότητα πρέπει να είναι η δημοκρατική και
κοινωνική Ενωμένη Ευρώπη, των λαών και της
ειρήνης. Και όχι ο ευρωατλαντικός συνεταιρισμός
στη διευρυμένη Νέα δομή του ΝΑΤΟ, που στρατηγικά
θάπρεπε να οδηγηθεί στην κατάργηση.
Ο κ. Πρωθυπουργός κατά την
διάρκεια των διαπραγματεύσεων δήλωσε ότι
"πρέπει να έχουμε την δυνατότητα αξιοποίησης
ιδίων μέσων, αλλά χωρίς να επηρεάζεται η σημασία
του διατλαντικού δεσμού".
Κατά τον κ. Σημίτη - περισχύει η
σημασία του διατλαντικού δεσμού έναντι του
αυτοπροσδιορισμού της Ευρωπαϊκής αμυντικής
ταυτότητας για τη σταθερότητα και τη συνεργασία
ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Διαφωνώ με αυτήν την φιλοσοφία.
Στη βάση αυτών των κριτηρίων
κρίνουμε τις σχετικές αποφάσεις του Ελσίνκι.
Θεωρούμε κατ'αρχήν ότι επιβάλλεται η δημιουργία
αμυντικών δομών της Ε.Ε.
Αυτή η προοπτική μπορεί να δρομολογεί εξελίξεις
και να διαμορφώσει μια αυτόνομη δυναμική.
Όπως όμως ήταν και είναι
αναμενόμενο αυτή η δυναμική θα συναντήσει την
σκληρή αντίσταση και πολεμική των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ θα θελήσουν πάση θυσία να ματαιώσουν την
αυτονόμηση της Ε.Ε. σ'αυτό το σημείο και θα
επιδιώξει να ταυτίσουν την αμυντική δομή της Ε.Ε.
με το ΝΑΤΟ.
Κατά την εκτίμηση μας αυτό το πρώτο βήμα της Ε.Ε.
σφραγίστηκε υπερβολικά από τις αμερικανικές
επιδιώξεις.
Και τα κριτήρια για την παρέμβαση της δύναμης
επέμβασης είναι κριτήρια που κινούνται στην
αμερικανική λογική παράκαμψης του Ο.Η.Ε. και του
ΟΑΣΕ.
Και η ταύτιση με το ΝΑΤΟ είναι ασφυκτική.
Ιδιαίτερα όμως θέλω να αναδείξω
μια πτυχή που αφορά καθοριστικά την Ελλάδα και
τις ελληνοτουρκικές κυρίως σχέσεις.
Ο λανθάνων ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ε.Ε. και
στις ΗΠΑ σε ότι αφορά τα θέματα αυτά θα εκδηλωθεί
κυρίως στα Βαλκάνια και στον ρόλο της Τουρκίας.
Η εμμονή των ΗΠΑ να συμμετάσχει από την αρχή η
Τουρκία στην αμυντική δομή της Ε.Ε. ούτε τυχαία
είναι ούτε αφορά στενά τις ελληνοτουρκικές
σχέσεις.
Αφορά κυρίως την επιδίωξη των ΗΠΑ να επηρεάζει
και να ελέγχει από τα μέσα την ευρωπαϊκή άμυνα
και τον μελλοντικό ευρωπαϊκό στρατό.
Στα πλαίσια αυτής της
αμερικανικής επιδίωξης ο ρόλος της Τουρκίας θα
είναι σημαντικός με δεδομένες τις σχέσεις ΗΠΑ-
Τουρκίας στο στρατιωτικό επίπεδο.
Δευτερευόντως σημαντικός θα
είναι ο ρόλος και άλλων υπό ένταξη χωρών.
Από δώ μπορούν να προκύψουν εξαιρετικά περίπλοκα
προβλήματα για την Ελλάδα.
Και είναι αναγκαίο να έχουμε πολύ σαφή συνείδηση
και γνώση αυτού του ενδεχόμενου.
Φοβάμαι ότι στο Ελσίνκι όλες
αυτές οι πλευρές δεν προσέχτηκαν και ότι επ'αυτών
δεν υπήρξε ουσιαστική και επαρκής
διαπραγμάτευση από την Ελληνική κυβέρνηση.
Βεβαίως η προσοχή ήταν στραμμένη αλλού, όμως
τελικά εδώ είναι το πεδίο των πιο κρίσιμων ίσως
προβλημάτων.
Και εδώ η κυβέρνηση έβαλε την υπογραφή της
εύκολα, αβασάνιστα και χωρίς την διαπραγμάτευση
που επεβάλλετο.
Από δώ και μπρός όμως στα θέματα αυτά χρειάζεται
επεξεργασμένη στρατηγική και πολύ προσεκτική
πολιτική συμμαχιών.
Η εικόνα που εγώ έχω από την
κυβερνητική πολιτική είναι ότι τέτοιου είδους
πολιτική συμμαχιών απουσιάζει.
Εύστοχα έχει διατυπωθεί ότι το
Ευρωκοινοτικό πρόβλημα είναι το πρόβλημα του πως
θα διευρυνθούν και θα οριστούν τα εξωτερικά
σύνορα της Ευρώπης και πως τα εσωτερικά σύνορα
δεν θα χωρίζουν ούτε θα αποτελούν εστίες έντασης.
Όπως επίσης ότι το Ελληνοτουρκικό πρόβλημα στο
Αιγαίο είναι το πρόβλημα του σεβασμού αυτών των
συνόρων και του καθορισμού εναερίων ή θαλασσίων
οριογραμμών, που εκτός του διεθνούς δικαίου
αμφισβητεί η Τουρκική πολιτική.
Ζητήματα που στο μέλλον θα
προκύψουν και στο πεδίο των Ευρωτουρκικών αλλά
και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και στο
πεδίο της ένταξης της Κύπρου και της επίλυσης του
Κυπριακού.
Το τρίτο σημείο των αποφάσεων
του Ελσίνκι αφορά τον ελληνοτουρκικό συμβιβασμό
προκειμένου να μην υπάρξει ελληνικό veto στον
χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως υποψήφιας προς
ένταξη χώρας.
Εμείς παρ'όλα τα προβλήματα που
υπάρχουν, και είναι σοβαρά κρίναμε ως θετική
κατ'αρχήν αυτήν την εξέλιξη.
Τα προβλήματα που υπάρχουν
οφείλονται στην πολιτική της σημερινής
κυβέρνησης, οφείλονται όμως και στην συνολική
πορεία που ακολουθούμε ως χώρα τα τελευταία
χρόνια στα θέματα αυτά.
Και τώρα αντί να σκιαμαχούμε
είναι ανάγκη να εκτιμήσουμε σωστά το νέο πλαίσιο
και να χαράξουμε με νέο τρόπο την πολιτική μας
στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η απόφαση του Ελσίνκι παρέχει
ένα πλαίσιο που αν αξιοποιηθεί σωστά μπορεί να
εξασφαλίσει μια θετική προοπτική.
Όμως για να είμαστε συνεννοημένοι.
Αυτή η απόφαση δεν βρίσκεται στην ευθεία εξέλιξη
της μέχρι σήμερα πολιτικής του ΠΑΣΟΚ.
Η κυβέρνηση κατέληξε στην συμφωνία κάτω από την
πίεση των πραγμάτων και κάτω από το βάρος των
συνεπειών που σήμερα θα είχε ένα veto.
Με δεδομένη όμως την απόφαση του
Ελσίνκι χρειάζεται νέος σχεδιασμός και εγώ
σ'αυτό το θέμα θα σταθώ διατυπώνοντας ορισμένες
βασικές σκέψεις.
Το βασικό αρνητικό σημείο της
απόφασης αφορά τα θέματα του Αιγαίου.
Δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθεί η κυβέρνηση να
ωραιοποιήσει τα πράγματα.
Θα προσφέρει υπηρεσία θετική εάν το αναγνωρίσει
και εάν σχεδιάσουμε την αντιμετώπιση των πιθανών
προβλημάτων.
Ποια λοιπόν μπορεί να είναι αυτά;
Η Τουρκία αξιοποιώντας τις
διατυπώσεις του Ελσίνκι θα θελήσει να μετατρέψει
τις παράνομες αξιώσεις της στο Αιγαίο σε
υπαρκτές διαφορές που πρέπει να συζητηθούν και
να επιλυθούν.
Και σ'αυτήν της την επιδίωξη θα διευκολυνθεί από
την αναβάθμιση της θέσης της λόγω της
υποψηφιότητας προς ένταξη και από την συμμετοχή
της στην αμυντική δομή της Ε.Ε.
Αυτή είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα.
Μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε αυτό ως χώρα.
Εμείς πιστεύουμε ότι μπορούμε.
Τι πρέπει να κάνουμε;
Σε δύο επίπεδα πρέπει να
σχεδιαστεί η πολιτική μας.
Το πρώτο είναι το αμυντικό
επίπεδο.
Δηλαδή: Να οργανώσουμε μια πολύ συστηματική
εκστρατεία για να πείσουμε ότι στα θέματα του
Αιγαίου δεν υπάρχουν διαφορές πλήν της
υφαλοκρηπίδας αλλά ότι υπάρχουν τουρκικές
αξιώσεις.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχουμε στην
εκστρατεία αυτή είναι να διαμορφώσουμε
αποτελεσματική και πειστική θέση στο θέμα της
επέκτασης των χωρικών υδάτων.
Επίσης είναι αναγκαίο να πείσουμε το σύνολο της
Ε.Ε. ότι όσο πιο σύντομα γίνει η προσφυγή στη Χάγη
θα λύσει το πρόβλημα και όχι ένας διμερής
διάλογος επι ανυπάρκτων θεμάτων.
Το δεύτερο και πιο σημαντικό
επίπεδο είναι το επίπεδο των θετικών
πρωτοβουλιών.
Και εδώ νομίζω ότι πρέπει να συγκεντρώσουμε την
προσοχή μας.
Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας μέσα
στο πλαίσιο που καθορίστηκε στο Ελσίνκι πρέπει
να αξιοποιηθεί από την πλευρά μας ώστε να
δημιουργηθεί μια τέτοια δυναμική στις σχέσεις
Ε.Ε. - Τουρκίας και Ελλάδας - Τουρκίας που να μην
αφήνει περιθώρια για την εκδήλωση επιθετικών
τουρκικών πρωτοβουλιών σε βάρος της Ελλάδος.
Και αυτό όσο κι αν ακούγεται
αισιόδοξο μπορεί να γίνει πραγματικότητα εάν
εμείς σαν χώρα σχεδιάσουμε σοβαρά τις
πρωτοβουλίες και τις ενέργειές μας.
Βεβαίως η εξέλιξη των
γενικότερων θεμάτων που έθεσα στην αρχή θα
επηρεάσει καθοριστικά και το πλέγμα των
Ευρωτουρκικών και Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όμως
σημασία έχει τι θα σχεδιάσουμε και τι θα κάνουμε
εμείς.
Βασικός στόχος της ελληνικής
πολιτικής πρέπει να είναι από δώ και μπρος η
διαμόρφωση σχέσεων συνεργασίας σε πολλαπλά
επίπεδα ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, και η
ανάδειξη κοινών συμφερόντων τόσο στην σχέση των
δύο χωρών με την Ε.Ε. όσο και στην σχέση των δύο
χωρών με τα υπόλοιπα Βαλκάνια.
Η Ελλάδα διαθέτει μεγάλα
πλεονεκτήματα που πρέπει εντατικά να
αξιοποιήσει.
Εχοντας πια την εμπειρία από τις οικονομικές
πρωτοβουλίες στα Βαλκάνια μπορούμε να
σχεδιάσουμε σοβαρά πρωτοβουλίες οικονομικής
συνεργασίας και προώθησης επενδυτικών σχεδίων.
Και στο όνομα αυτών των πρωτοβουλιών και σχεδίων
να απαιτήσουμε ευρωπαϊκή στήριξη στον τομέα
κυρίως των δικτύων και της οικονομικής
αναβάθμισης όλης της περιοχής.
Βεβαίως αυτά δεν μπορούν να αφεθούν απλώς στην
ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να παίξει
καθοριστικό ρόλο.
Όμως χρειάζεται ο σχεδιασμός και η κρατική
στήριξη σε όλα τα επίπεδα.
Εκτός από τον οικονομικό τομέα πρέπει να
υπάρξουν μεγάλες πρωτοβουλίες σε θέματα
πολιτισμού.
Και ως προς την συνεργασία των δύο χωρών και ως
προς κοινές διεκδικήσεις απέναντι στην Ευρώπη
και την διεθνή κοινότητα.
Ακόμα θα έπρεπε να ενθαρρυνθούν
όλες οι μορφές συνεργασίας σε άλλα επίπεδα.
Στο επίπεδο της Τ.Α., της νεολαίας, της
εκπαίδευσης, των οικολογικών κινημάτων κλπ.
Η επαφή των δύο κοινωνιών και η επαφή της
Τουρκικής κοινωνίας με την Ευρώπη συνολικά
μπορεί να δημιουργήσει νέα δεδομένα που θα
ανατρέψουν το κλίμα αντιπαλότητας και θα
αφαιρούν σταδιακά τη βάση νομιμοποίησης,
δικαιολόγησης και πολιτικής αξιοποίησης των
διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας.
Τέλος εμείς επαναφέρουμε την
πρότασή μας να αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση για
την ισόρροπη μείωση των εξοπλισμών και για την
εξοικονόμηση πόρων που θα διατεθούν για κοινά
αναπτυξιακά προγράμματα.
Όλα αυτά μαζί μπορούν να συνθέσουν μια επιθετική
ελληνική πολιτική που σταδιακά θα διαμορφώσει
νέες καταστάσεις.
Κυρίες και κύριοι,
Εμείς πιστεύουμε στις
δυνατότητες που ως χώρα έχουμε.
Πιστεύουμε στις δυνατότητες του ελληνικού λαού
και απαιτούμε μια πολιτική που να αξιοποιεί
αυτές τις δυνατότητες.
Δυστυχώς σε όλα αυτά ένα εμπόδιο υπάρχει.
Ο τρόπος που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα και ο
τρόπος που μέχρι σήμερα ασκούν πολιτική οι
ελληνικές κυβερνήσεις.
Αν αυτά αλλάξουν μπορούμε να πετύχουμε πράγματα
που σήμερα ούτε καν φανταζόμαστε.
Γι' αυτό ακριβώς θέλω να ολοκληρώσω αναφερόμενος
στο θέμα των θεσμικών αλλαγών που είναι
απαραίτητες για να μπορούμε να χαράζουμε και να
ασκούμε εξωτερική πολιτική σοβαρή και
αποτελεσματική.
Απαιτούνται θεσμοί μελέτης και
επεξεργασίας των προβλημάτων εξωτερικής
πολιτικής, της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων,
των γειτόνων μας.
Απαιτούνται θεσμοί που θα
εξασφαλίζουν την συναίνεση των κομμάτων, την
συνεννόηση, τον συντονισμό της δράσης σε όλα τα
επίπεδα.