cleardot.gif (807 bytes)
ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ Αρθρο του Μιχάλη Παπαγιαννάκη
Ευρωβουλευτή του ΣΥΝ

ΒΑΛΚΑΝΙΑ: Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Οσο και να φαίνεται πρόωρο, οι επιδρομές στην Γιουγκοσλαβία κάποτε θα τελειώσουν και θα έλθει η ώρα της μεταπολεμικής περιόδου. Σχετικά με αυτήν αναπτύσσεται ήδη στην Ελλάδα, μια τεράστια φιλολογία και πολλές προσδοκίες, ορισμένες απ’ αυτές ιδιαίτερα άκομψες. Ωστόσο είναι και αναγκαίο και σκόπιμο να σκεφτούμε ήδη από τώρα το πώς διαμορφώνεται αυτή η επόμενη μέρα, πώς μπορούμε να συμβάλουμε σε αυτήν τη διαμόρφωση και με ποιες προκλήσεις βρισκόμαστε ή θα βρεθούμε αντιμέτωποι.

Ασφαλώς και το κύριο πρόβλημα της επόμενης μέρας δεν είναι απλώς οικονομικό ούτε καν πρωταρχικά οικονομικό, αλλά κατεξοχήν πολιτικό. Πολύ περισσότερο από τα κονδύλια για την ανασυγκρότηση θα είναι πολύπλοκη και δύσκολη η αναζήτηση και η εμπέδωση νέων σχέσεων ανάμεσα στις εθνικότητες, ανάμεσα στις χώρες της περιοχής, ανάμεσα στην περιοχή ως σύνολο και την λοιπή Ευρώπη και τον λοιπό κόσμο. Χωρίς μια καθαρή αντίληψη για αυτά τα ζητήματα, χωρίς ένα σαφή προσανατολισμό προς την εγκαθίδρυση ενός συμπλέγματος νέων σχέσεων που θα συνιστούν ένα νέο πεδίο συνύπαρξης και ανάπτυξης, τα οικονομικά σχέδια και μέτρα που ενδεχομένως θα αποφασιστούν θα έχουν μικρές ή μηδαμινές πιθανότητες ευόδωσης.

Οι σχέσεις ανάμεσα στις εθνότητες είναι μεν στη βάση του προβληματισμού, δεν έχουν ακόμη λάβει ικανοποιητικές απαντήσεις. Και βέβαια πρέπει να γίνει ό,τι είναι δυνατό να γίνει ώστε στο Κόσοβο να επιστέψουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους, όλοι οι πρόσφυγες, οι κοσοβάροι, αλλά και οι σέρβοι. Το προηγούμενο της Βοσνίας δεν είναι καθόλου πειστικό για την ορθότητα των πολιτικών και των συμφωνιών που εφαρμόστηκαν, μια και οι εκεί πρόσφυγες όλων των προελεύσεων δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους. Σήμερα μιλάμε για επιστροφή υπό συνθήκες ασφάλειας και εμπιστοσύνης, αλλά δεν είναι καθόλου σαφές το πώς θα επιτευχθούν τέτοιες συνθήκες, πέρα από την πρόταση εγκαθίδρυσης ενός προτεκτοράτου υπό διεθνή στρατιωτικό και προφανώς πολιτικό έλεγχο. Η λύση εύκολα τεκμαίρεται ως ανεπαρκής και μάλλον αδιέξοδη: πόσο θα διαρκέσει και ποιος θα πληρώνει; Και πόσο θα είναι αξιόπιστη μια τέτοια λύση; Στα μάτια όλων των άλλων πλην των πλειοψηφούντων αλβανών οι δυνάμεις που θα επιβάλλουν το προτεκτοράτο, βασικά οι νατοϊκές, είναι προφανώς εχθρικές και γενικότερα απολύτως αναξιόπιστες και αφερέγγυες. Αλλά και στα μάτια των αλβανών θα γίνουν εξίσου αναξιόπιστες όταν και αν αποπειραθούν να τηρήσουν τις έως τώρα γνωστές συμφωνίες, όταν δηλαδή θα αποκλείσουν την απόσχιση του Κόσοβο από την Γιουγκοσλαβία και όταν δοκιμάσουν να αφοπλίσουν τον ΑΣΚ που οι ίδιες προφανέστατα έντυσαν και όπλισαν και χρησιμοποίησαν. Κι ακόμα χειρότερα αν ο ΑΣΚ ξεπεράσει το στάδιο μιας περιθωριακής αντάρτικης δύναμης και αποκτήσει μέγεθος και ουσιαστική άποψη και διεκδίκηση "απελευθέρωσης", πράγμα που δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Και πιθανότατα η αντίδραση θα είναι εξίσου σημαντική αν απλώς εμποδιστεί ο ΑΣΚ να αξιοποιήσει το προτεκτοράτο για να πάρει εκδίκηση ή να προωθήσει τους στόχους του. Η προστασία του σερβικού πληθυσμού θα επιβάλλει πιθανότατα μια καλυμμένη διχοτόμηση μέσω των διαφορετικών ζωνών ευθύνης που θα ανατεθούν, ως λέγεται σε διαφορετικής εθνικότητας ένοπλα τμήματα της διεθνούς δύναμης ειρήνευσης.

Οι σχέσεις ανάμεσα στις χώρες φαίνονται ίσως πιο εύκολες να αποκατασταθούν, αλλά αυτή η εντύπωση είναι μάλλον επιπόλαιη. Παρά τα όσα διαδίδονται στην Ελλάδα "τα Βαλκάνια" δεν είναι εναντίον του πολέμου. Οι χώρες της περιοχής ανάχθηκαν, στήριξαν ή και απαίτησαν τους βομβαρδισμούς ή και τις χερσαίες επιχειρήσεις. Η αποκατάσταση ομαλών και καλών σχέσεων ανάμεσα τους και κυρίως με την Γιουγκοσλαβία θα είναι πολύ δύσκολο πράγμα και θα χρειαστούν μεσολαβήσεις τρίτων αλλά και αξιόπιστες και δελεαστικές κοινές προοπτικές όπου θα εγγράφονται νέου τύπου σχέσεις, κάτι σαν μια υπέρβαση του μίζερου βαλκανικού πλέγματος αντιθέσεων και αναζητήσεων "κάθετων" διμερών σχέσεων με εξωτερικές προστάτιδες δυνάμεις εις βάρος ή αντιστάθμισμα εκείνων των γειτόνων.

Και εδώ τίθεται το μέγα πρόβλημα των σχέσεων με τη λοιπή Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο και όχι με το κάθε κράτος μέλος της χωριστά όπως γινόταν έως τώρα. Και αυτό θέτει προβλήματα τόσο για τα κράτη των Βαλκανίων, που αλλιώς έχουν συνηθίσει να διαμορφώνουν την εξωτερική τους πολιτική, όσο και για την ΕΕ, κυρίως γι αυτήν. Γιατί στην έως τώρα πολιτική της ως προς την διεύρυνσή της με την ένταξη άλλων κρατών της ηπείρου μας αντιμετώπισε τα Βαλκάνια σαν μια "μαύρη τρύπα" στην καρδιά της Ευρώπης. Δεν τα περιέλαβε στον προγραμματισμό της διεύρυνσης (προβλέπει μόνο τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία στην δεύτερη ομάδα υποψηφίων προς ένταξη, τίποτε απολύτως για τις λοιπές χώρες). Ακόμα και τώρα στα σχέδια για την μεταπολεμική ανασυγκρότηση μόλις και κάτι ψελλίζει περί σύνδεσης των χωρών ατών με την θολή έννοια μιας "ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής", δηλαδή κάτι άλλο από μια σαφή προοπτική ένταξης έστω και σε δεκαετίες ανάλογα με την ικανότητα τους για προσαρμογή με το "κοινοτικό κεκτημένο". Ακόμα και σε αυτήν την κουτσουρεμένη και κοντόθωρη διατύπωση προβαίνει, τέλος, σε απίστευτες διακρίσεις και αποκλεισμούς εις βάρος της Γιουγκοσλαβίας. Ας προσθέσω Δε και το γεγονός ότι σε αυτό το πρόγραμμα, που μερικοί δεν διστάζουν να χαρακτηρίζουν, με πολλή υπερβολή και περισσότερη ανακρίβεια, σαν ένα νέο "Σχέδιο Μάρσαλ", δεν γίνεται (ακόμη;) λόγος για τον Προϋπολογισμό της ΕΕ και τα όσα κατώτερα των περιστάσεων προβλέπει για τη διεύρυνση ήδη πριν από τον πόλεμο.

Τα πράγματα περιπλέκονται λίγο περισσότερο αν θελήσει να εισαγάγει κανείς στον έως τώρα προβληματισμό και τις σχέσεις με τον λοιπό κόσμο, ιδιαίτερα βέβαια με τις ΗΠΑ αλλά και με τη Ρωσία που εξακολουθεί να έχει ενδιαφέροντα και συμφέροντα στα Βαλκάνια. Και οι δύο δεν θα είχαν φαντάζομαι κανένα πρόβλημα να αναλάβει η ΕΕ το δημοσιονομικό βάρος της ανασυγκρότησης της περιοχής…, αλλά είναι φανερό ότι θα έχουν διαφωνίες, διαφορετικού τύπου, για την αναδιάταξη των σχέσεων στην ίδια την περιοχή και με την ΕΕ!

Τέλος, είναι επίσης φανερό ότι η ανασυγκρότηση και αναδιάταξη στην περιοχή, που γενικότερα αναγνωρίζεται ως αναγκαία συνθήκη ισορροπίας και μακροχρόνιας ειρήνευσης, δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται σε μιαν απλή αποκατάσταση των "ζημιών" και της προτέρας καταστάσεως. Η περιοχή γνώρισε παλιότερα την ένταξη σε αυτοκρατορίες που την διαμέλιζαν αλλά και επέβαλλαν "τάξη" και επέτρεπαν επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Γνώρισε και περίοδο διαχωρισμού και έλλειψης κάθε επικοινωνίας που πήγαινε μαζί με εσωστρέφεια και αποκλεισμούς. Το σημερινό στοίχημα μπορεί να είναι να μην πέσει στην διασπορά και τον κατακερματισμό των προσπαθειών ανάπτυξης, oτο σπατάλη δυνάμεων και πόρων, στις σπασμωδικές πρωτοβουλίες και προσεγγίσεις, σε νέα ιστορικά αδιέξοδα. Η οργανική ένταξη στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης μπορεί να αποτελέσει πυξίδα για τον προσανατολισμό της μελλοντικής ανάπτυξής της . Κάτω από μια τέτοια οπτική γωνία, δεν αρκεί η ανοικοδόμηση των ερειπίων του πολέμου ή η ενίσχυση της υπάρχουσας οικονομικής δομής του κάθε κράτους χωριστά. Απαιτείται μια συνολική αντίληψη για την περιοχή και την (νέα ; ) Ευρώπη: τελωνιακή ένωση και ενιαία αγορά, συντονισμός και ενοποίηση πολιτικών, διασύνδεση των δικτύων και των υποδομών που αφορούν επικοινωνίες, συγκοινωνίες, ενέργεια, από κοινού σχεδιασμός και υλοποίηση νέων δικτύων και υποδομών, συντονισμός και ενοποίηση των πολιτικών για το περιβάλλον κλπ κλπ.

Τα όσα συνοπτικά προανέφερα δεν εμπνέουν και πολλή αισιοδοξία για μιαν "επόμενη μέρα" πολύ διαφορετική από το προπολεμικό χτες. Εμπνέουν όμως πολλούς για μια διαφορετική από την έως τώρα πολιτική στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη.


21/05/1999