cleardot.gif (807 bytes)
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΗΜΕΡΙΔΑ του ΣΥΝ:

ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ, ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΤΡΟΦΙΜΑ, ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ

Εισηγητική ομιλία του Γιάννη Τόλιου,
υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΝ

Ιούνιος 1999


Εισαγωγή

Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχονται στην επιφάνεια "διατροφικά σκάνδαλα". Όμως είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτεται το βάθος και η έκταση του προβλήματος της ποιότητας διατροφής, που αγκαλιάζει ολόκληρη τη "διατροφική αλυσίδα" (ζωοτροφές, σπόροι, παραγωγή, μεταποίηση, διακίνηση και εμπορία).

Το πιο ανησυχητικό ίσως είναι η χρησιμοποίηση της "Γενετικής Μηχανικής" και "Βιοτεχνολογίας", στην παραγωγή προιόντων που επιφέρουν ανεξέλεγκτες και κατά κανόνα αρνητικές συνέπειες στον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον, αποτελώντας μια ακόμα πηγή ανισορροπίας μεταξύ "ανθρώπου-φύσης". Χωρίς να αμφισβητούμε την ανάγκη ανάπτυξης της επιστημονικής έρευνας, μεταξύ αυτών και της "Γενετικής Μηχανικής", εκφράζουμε σοβαρότατες επιφυλάξεις στον τρόπο και στη σκοπιμότητα χρησιμοποίησης των αποτελεσμάτων της. Από αυτήν την άποψη, καταναλωτικές οργανώσεις, επιστημονικοί φορείς, συνδικαλιστικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις, πολιτικά κόμματα (ιδιαίτερα της Αριστεράς), χρειάζεται να πιέσουν αποφασιστικά εθνικές κυβερνήσεις, υπερεθνικά όργανα και διεθνείς οργανώσεις, στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων ελέγχου σε ολόκληρο το κύκλωμα της "διατροφικής αλυσίδας.

Α. Το πρόβλημα και οι διαστάσεις του

Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε συνοπτικά την ουσία του προβλήματος, αρχίζοντας από τις "διοξίνες" και στη συνέχεια τα "μεταλλαγμένα" ή "τροποποιημένα" τρόφιμα. Οι "διοξίνες" στο ευρύ κοινό, έγιναν γνωστές τελευταία, μετά την αποκάλυψη ότι χρησιμοποιήθηκαν λίπη από άλλες βιομηχανικές χρήσεις (πχ. λίπη από καθαρισμό δερμάτων όπου είχε χρησιμοποιηθεί και τριχλωροφαινόλη με σημαντικές προσμείξεις διοξίνης), στην παραγωγή ζωοτροφών με αποτέλεσμα να περάσουν στην "τροφική αλυσίδα" και τελικά στο πιάτο του καταναλωτή.

Από επιστημονικά άποψη οι "διοξίνες" αποτελούν χημικές ενώσεις που εμφανίστηκαν περίπου πριν 100 χρόνια, παράλληλα με τη βιομηχανία χλωρίου. Σχηματίζονται από την καύση απορριμάτων ή τοξικών αποβλήτων και ως ανεπιθύμητα παραπροιόντα βιομηχανικών επεξεργασιών. Οι "διοξίνες" συμβάλλουν επίσης στη ρύπανση του περιβάλλοντος κατά την εξάτμιση συντηρητικών ξύλου, εκπομπών βιομηχανιών μετάλλου, χρήση χημικών για αποψίλωση, παρασκευή φυτοφαρμάκων (παρασιτοκτόνων), λεύκανση με χλώριο χαρτοπολτού ή μεταλλικών συσκευασιών τροφίμων (κονσέρβες), κά.

Στον ανθρώπινο οργανισμό οι διοξίνες εισέρχονται μέσω της τροφής, καθώς μέσω του δέρματος και της αναπνοής, προκαλώντας ποικιλία τοξικών δράσεων σε όλα τα όργανα και τα συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διοξίνες που περνούν στον οργανισμό δια μέσου της τροφής, συσσωρεύονται στους λιπώδεις ιστούς των οργανισμών και παραμένουν για πολλά χρόνια, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός δεν έχει επαρκείς μηχανισμούς απέναντι σε αυτές τις ενώσεις.

Οι διοξίνες σύμφωνα με τη γνώμη ειδικών, εκτός από καρκίνο μπορούν να προκαλέσουν σειρά τοξικών δράσεων, οι οποίες μπορεί να είναι άμεσες (σε περίπτωση μεγάλων δόσεων) ή να εμφανιστούν μετά από μήνες. Ειδικότερα οι διοξίνες προκαλούν χλωρακμή και άλλες δερματικές επιδράσεις, ηπατικές διαταραχές, γαστρεντερικές διαταραχές, διαταραχές στο ανοσοποιητικό σύστημα, νευρολογικές διαταραχές (βρέφη που θήλασαν γάλα με διοξίνη παρουσίασαν νωθρότητα), διαταραχές στην αναπαραγωγή (αυξημένος κίνδυνος ανωμαλιών στα έμβρυα και μείωση της γεννητικότητας κυρίως στους άνδρες), ορμονικές διαταραχές (κυρίως θυρεοειδείς ορμόνες), κά. Τα παραπάνω παρατηρήθηκαν στους πληθυσμούς που μολύνθηκαν μετά το βιομηχανικό ατύχημα του Σεβέζο Ιταλίας, όπως επίσης και σε εργαζόμενους που βρίσκονταν για πολλά χρόνια σε βιομηχανικές περιοχές επιβαρημένες με διοξίνες, ενώ τελευταία εμφανίστηκαν στο κύκλωμα της "διατροφικής αλυσίδας".

Όσον αφορά τα "μεταλλαγμένα" ή "γενετικά τροποποιημένα" τρόφιμα που παράγονται από μέθοδες της "γενετικής μηχανικής", έχουν ως βασικό γνώρισμα την μεταφορά γονιδίων από ένα οργανισμό σε οποιοδήποτε άλλο, δίνοντας στα τροποποιημένα ζώα ή φυτά εντελώς διαφορετικές ιδιότητες. Κατά αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να ξεπεραστούν τα όρια της φύσης και να τοποθετηθούν πχ. σε ψάρια γονίδια από βόδια που παράγουν αυξητικές ορμόνες, σε πατάτες εισάγονται γονίδια από πουλερικά, από σκώρους, από σκορπιούς, κλπ.

Ετσι στη φυτική παραγωγή, με το "κόψιμο" και "ράψιμο" του γενετικού υλικού και την ενσωμάτωση γονιδίων ακόμα και από βακτήρια - διαγενή φυτά - έχουμε την εμφάνιση υπερφυτών, τα οποία καλύπτονται με διπλώματα ευρεσιτεχνείας κυρίως πολυεθνικών εταιριών. Τέτοια φυτά είναι ο αραβόσιτος, η σόγια, το βαμβάκι (με ενσωματωμένο γονίδιο εντομοκτόνου), οι ντομάτες (που διατηρούνται αναλλοίωτες επί μακρόν), το στάρι (με περισσότερη γλουτένη - πρωτεϊνικό συστατικό - που φτιάχνει ελαφρότερο και ελαστικότερο ψωμί), κά. Οι χώρες που επιτρέπουν την παραγωγή μεταλλαγμένων προιόντων είναι οι ΗΠΑ, Αργεντινή, Αυστραλία, Καναδάς, Κίνα, Μεξικό, Βραζιλία, κά, ενώ αντίθετα οι περισσότερες ευρωπαικές χώρες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, δεν επιτρέπουν την καλλιέργεια "μεταλλαγμένων προιόντων". Μια από τις τεχνικές της "γενετικής μηχανικής" είναι και η "κλωνοποίηση", όπου είναι δυνατό να αναπαραχθούν από ένα ωοκύτταρο θηλαστικού πολλές εκατοντάδες "αντίτυπα". Η "κλωνοποίηση" ως μια τεχνική αναπαραγωγής ξεπερνά τον φυσικό νόμο και προκαλεί την εξαφάνιση της ικανότητας των οργανισμών να προσαρμόζονται στις αλλαγές του περιβάλλοντος και στη μείωση της γενετικής βιοκαλλιέργειας.

Οι επιπτώσεις στο περιβάλλον και στον άνθρωπο, από τη μαζική παραγωγή γενετικά τροποποιημένων προιόντων, είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστες και απρόβλεπτες, ενώ οι βλάβες μπορούν να εμφανιστούν μετά από χρόνια. Για παράδειγμα πολλοί ειδικοί επισημαίνουν ότι με τη χρησιμοποίηση ξένων γονιδίων στις τροφές θα αυξηθεί η τάση για αλλεργίες. (Οι άνθρωποι που πάσχουν από αλλεργίες δεν θα μπορούν να αποφύγουν τις επικίνδυνες ουσίες γιατί δεν θα γνωρίζουν τους φορείς τους). Επίσης πολλά γενετικά τροποποιημένα φυτά που έχουν δεχθεί κάποιο γονίδιο, κάνουν τα βακτηρίδια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά. Αυτή η ιδιότητα μπορεί να μεταφερθεί στα βακτηρίδια του εντέρου στον άνθρωπο και έτσι η θεραπεία με αντιβιοτικά (που συνήθως σώσει ζωές), να γίνεται ανωφελής. Επίσης έχει διαπιστωθεί ότι οι "μεταλλαγμένες" καλλιέργειες επιφέρουν εκτεταμένες και άγνωστες ακόμα αλλαγές στα διάφορα οικοσυστήματα, ενώ έχει γίνει γνωστό ότι μια ποικιλία γενετικά μεταλλαγμένου καλαμποκιού, σκοτώνει τις πεταλούδες του είδους "μονάχους".

Εκτος από τις επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου και στο περιβάλλον, οι συνέπειες της παραγωγής "μεταλλαγμένων προιόντων" μπορούν επίσης να είναι μεγάλες από οικονομική και κοινωνική άποψη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ολόκληρες περιοχές και χώρες του πλανήτη, που η οικονομική ζωή στηρίζεται σε μονοκαλλιέργειες, μπορεί η παραγωγή "μεταλλαγμένων τροφίμων" να οδηγήσει σε πείνα και οικονομικό μαρασμό. Για παράδειγμα αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι βασικό προιόν της Μαδαγασκάρης είναι η βανίλια, μπορεί η παραγωγή "μεταλλαγμένης" βανίλιας με πολύ χαμηλό κόστος σε άλλες χώρες, να δημιουργήσει ζώνες πείνας σε αυτή την χώρα. Επίσης η παραγωγή ελαιολάδου Κρήτης, με πολύ χαμηλότερο κόστος παραγωγής σε άλλες χώρες, έστω κι αν δεν έχει τις ίδιες φυσικοχημικές ιδιότητες, μπορεί να οδηγήσει σε δραστική μείωση εξαγωγών Κρητικού λαδιού, κ.ο.κ. Αρα η παραγωγή "μεταλλαγμένων" προιόντων, δεν είναι τόσο απλή υπόθεση, όχι μόνο από υγιεινής και περιβαλλοντικής, όσο και από κοινωνικής και οικονομικής πλευράς. Η απόφαση εάν θα παράγουμε, τι θα παράγουμε και πόσο θα παράγουμε (με βάση τα πορίσματα των ερευνών της γενετικής μηχανικής και βιοτεχνολογίας), δεν μπορεί να είναι υπόθεση ορισμένων μεγάλων και ισχυρών χωρών ή πολυεθνικών εταιριών, αλλά υπόθεση όλων των χωρών του πλανήτη.

Β. Οι αιτίες

Οι αιτίες του προβλήματος της παραγωγής και εμπορίας επικίνδυνων ή "γενετικά τροποποιημένων" προιόντων, πρέπει κατ’ αρχήν να αναζητηθούν στην προσπάθεια μεγάλων εταιριών βιομηχανιών τροφίμων και ειδικότερα πολυεθνικών-πολυκλαδικών ομίλων, να ελαχιστοποιήσουν το κόστος και αντίστοιχα να μεγιστοποιήσουν το κέρδος, με τη χρησιμοποίηση τόσο βλαβερών ουσιών και παραπροιόντων στην παραγωγή ζωοτροφών και ειδών διατροφής, όσο και τη χρήση επιστημονικών μεθόδων της "γενετικής μηχανικής", για την αύξηση των παραγομένων τροφίμων. Το τελευταίο είναι και το βασικό επιχείρημα όσων είναι υπέρ της αξιοποίησης των πορισμάτων της "γενετικής μηχανικής", παραγνωρίζοντας ωστόσο ότι κύρια αιτία ύπαρξης, πείνας και υποσιτισμού σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη, δεν είναι η έλλειψη γενικά ειδών διατροφής, όσο κυρίως η άνιση κατανομή τους μεταξύ χωρών και περιοχών του πλανήτη. Όμως ακόμα κι αν δεχτούμε ότι κάτω από ορισμένες προυποθέσεις θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η παραγωγή "τροποποιημένων τροφίμων", αυτό θα πρέπει να γίνεται κάτω από αυστηρούς και ελεγχόμενους όρους παραγωγής και εμπορίας, με κριτήρια υγειονομικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικά, κά.

Επίσης σε συνθήκες "ολοκλήρωσης" και "παγκοσμιοποίησης" των αγορών, αύξησης του ανταγωνισμού μεταξύ πολυκλαδικών-πολυεθνικών ομίλων, κατάργησης ή περιθωριοποίησης των μηχανισμών εθνικού ελέγχου και ανυπαρξίας αντίστοιχων μηχανισμών σε υπερεθνικό και διεθνές επίπεδο, το παραπάνω φαινόμενο εντείνεται με την ασυδοσία του πολυεθνικού κεφαλαίου, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό πρόβλημα σε όλη τη "διατροφική αλυσίδα". Ειδικότερη εκδήλωση του ανταγωνισμού μεταξύ πολυεθνικών, είναι και ο λεγόμενος "εμπορικός πόλεμος" ΗΠΑ-ΕΕ στη σφαίρα της παραγωγής ειδών διατροφής (και όχι μόνο), στον οποίο οι ΗΠΑ με μοχλό τα "μεταλλαγμένα προιόντα" (γύρω στο 60% των τροφίμων που βρίσκονται στα ράφια των αμερικανικών σούπερ-μάρκετ περιλαμβάνουν γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς), επιχειρούν να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια αγορά τροφίμων.

Από αυτήν την άποψη δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι οι "διοξίνες" και τα "μεταλλαγμένα προιόντα", είναι σύγχρονα προιόντα της "ανταγωνιστικότητας" και της "παγκοσμιοποίησης" των αγορών, όπως αυτές κατανοούνται και αξιοποιούνται από τις δυνάμεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Στην ακραία της μορφή η "ανταγωνιστικότητα" - όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση των πουλερικών Βελγίου - λειτουργεί ως "βραδυφλεγής βόμβα" στα θεμέλια του κυκλώματος παραγωγής και εμπορίας ειδών διατροφής και δεν διαφέρει πολύ από τη γνωστή "βόμβα νετρονίου", που σκοτώνει ανθρώπους, αφήνοντας άθικτα τα κτήρια.!

Γ. Η αντιμετώπιση

Η εκδήλωση του προβλήματος, έφερε με εκρηκτικό τρόπο στην επιφάνεια, το μεγάλο πρόβλημα του ελέγχου ή καλύτερα της απουσίας σύγχρονων μηχανισμών αποτελεσματικού ελέγχου και προστασίας της υγείας των καταναλωτών, τόσο σε εθνικό, όσο σε υπερεθνικό και διεθνές επίπεδο.

Το πρόβλημα δεν είναι τυχαίο, αλλά συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων στη διαχείριση της οικονομίας, ότι οι "αγορές" και ο "ανταγωνισμός" θα λύσουν μεταξύ άλλων και το πρόβλημα της ποιότητας διατροφής, αντιλήψεις που με τη σειρά τους οδηγούν σε επιλογές και πρακτικές κατάργησης και περιθωριοποίησης και αυτών των "ασθενικών" εθνικών μηχανισμών ελέγχου, χωρίς να δημιουργούνται από την άλλη αντίστοιχοι μηχανισμοί σε υπερεθνικό επίπεδο.

Το πρόβλημα γεννάει μεγαλύτερες ανησυχίες από τον τρόπο αντίδρασης των υπευθύνων. Η αρχική έκπληξη και σύγχυση, μετατράπηκε σε συνέχεια σε δηλώσεις εφησυχασμού και στην πορεία σε πρακτικές συγκάλυψης και "κουκουλώματος" του προβλήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι αντί της καταστροφής των ακατάλληλων κρεάτων από το Βέλγιο, αποφασίστηκε μετά από παρέμβαση της Μόνιμης Κτηνιατρικής Επιτροπής της Ε.Ε., η επιστροφή και καταστροφή τους στην παραπάνω χώρα, χωρίς ωστόσο να υπάρχει διασφάλιση ότι δεν θα διοχετευθούν και πάλι στην αγορά (με διάφορους τρόπους) σε βάρος της υγείας του καταναλωτή.

Κατά συνέπεια το στοιχείο του ουσιαστικού ελέγχου σε όλο το κύκλωμα της "διατροφικής αλυσίδας" (ζωοτροφές, σπόροι, παραγωγή, μεταποίηση, εμπορία), είναι από τα πλέον κρίσιμα και επιβάλλει στις σημερινές συνθήκες εφαρμογή αυστηρών μέτρων και αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου σε εθνικό, υπερεθνικό, διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για ένα ζήτημα που κρίνει άμεσα την αξιοπιστία εθνικών κυβερνήσεων, υπερεθνικών οργάνων και διεθνών οργανισμών, καθώς και το βαθμό αποτελεσματικής παρέμβασης των κοινωνικών κινημάτων.

Ειδικότερα στην Ελλάδα η ύπαρξη πολλαπλών φορέων και υπηρεσιών ελέγχου (Γενικό Χημείο Κράτους, Αγορανομία, Κτηνιατρικές υπηρεσίες Υπ. Γεωργίας, αστίατροι Υπ. Υγείας, Γεν.Γραμματεία Προστασίας Καταναλωτή Υπ. Ανάπτυξης, κά), χωρίς συντονισμό δράσης και σύγχρονη υποδομή, δεν διευκολύνει την εφαρμογή ουσιαστικού ελέγχου.

Η ιδέα ενός "Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων" (Ε.Φ.Ε.Τ.), μπορεί να ακούγεται ωραία. Όμως χωρίς πολιτική βούληση (κι αυτό είναι που αμφισβητούμε), χωρίς τη δημιουργία σύγχρονης υποδομής (ηλεκτρονικός έλεγχος φορτίων, συστηματική δειγματοληψία, πρότυπα ποιότητας, σύγχρονα εργαστήρια ελέγχου, πρόσληψη κτηνιάτρων-αστιάτρων, κά) και πάνω απ’ όλα χωρίς ουσιαστικό διάλογο με τους εμπλεκόμενους φορείς και υπηρεσίες, τα πολιτικά κόμματα, τους κοινωνικούς φορείς και οργανώσεις, το πιθανότερο θα οδηγήσει σε πιο πολυδαίδαλη και αναποτελεσματική διαδικασία ελέγχου.

Ο ρόλος των επιστημονικών και οικολογικών οργανώσεων, των συνδικαλιστικών φορέων και του κινήματος καταναλωτών, είναι στην προκειμένη περίπτωση κρίσιμος και υπάρχουν μεγάλα περιθώρια με προτάσεις και πρωτοβουλίες να πιέσουν (τουλάχιστον ως ένα σημείο) στη λήψη ουσιαστικών μέτρων εξυγίανσης του κυκλώματος διατροφής. Επίσης μεγάλη σημασία έχει (και αυτό αφορά ιδιαίτερα τα κόμματα της Αριστεράς), η συντονισμένη πίεση προς τις κυβερνήσεις και τα υπερεθνικά όργανα της Ε.Ε., για την εφαρμογή μέτρων αυστηρού ποιοτικού ελέγχου, την αντιμετώπιση της ασυδοσίας των πολυεθνικών και την αναβάθμιση και εκδημοκρατισμό των διεθνών οργανώσεων που έχουν σχέση με το πρόβλημα (Διεθνής Οργανισμός Υγείας, κά), ώστε να αποφευχθεί η έκρηξη της "βραδυφλεγούς βόμβας" που υπονομεύει την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και της ζωής στον πλανήτη.

Τέλος κρίσιμο ζήτημα για την ελληνική οικονομία αναδεικνύεται ο τομέας της αγροτικής παραγωγής. Τα πλεονεκτήματα της λεγόμενης "μεσογειακής δίαιτας" και της παραγωγής "βιολογικών προιόντων", πρέπει να αποτελέσουν στρατηγικό στοιχείο της αγροτικής μας πολιτικής. Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών επιστημονικών οργανώσεων (Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, Πανελλήνιος Κτηνιατρικός Σύλλογος, κά), η ελληνική αγροτική παραγωγή αποκτάει στρατηγικό πλεονέκτημα, γιατί σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε συμβατικές μέθοδες καλλιέργειας-παραγωγής ειδών διατροφής, με αποτέλεσμα με μικρή σχετικά φροντίδα και προσοχή, να μπορεί να μετατραπεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε βιολογική. Έτσι ακόμα κι αν από πλευράς "κόστους" τα προιόντα (φυτικής ή ζωικής προέλευσης) είναι λιγότερο "ανταγωνιστικά", από πλευράς ποιότητας και υγιεινής διατροφής, μπορούν να είναι πιο "ανταγωνιστικά" από τα "μεταλλαγμένα" ή επικίνδυνα (με διοξίνες) τρόφιμα. Με αυτόν τον τρόπο καταρρίπτεται η περίφημη θεωρία της "ανταγωνιστικότητας" που στηρίζεται στην απολυτοποίηση του δόγματος "ελαχιστοποίηση κόστους και μεγιστοποίηση κέρδους" και το οποίο χρησιμοποιούν οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου να δικαιολογήσουν όχι μόνο την παραγωγή "μεταλλαγμένων" και επικίνδυνων τροφίμων, αλλά και για περικοπή μισθών και κοινωνικών δαπανών, για αντεργατικές ρυθμίσεις εργασιακών σχέσεων, για κατάργηση εθνικών ελέγχων στη δράση του πολυεθνικού κεφαλαίου κά.

Αντίθετα άλλοι παράγοντες περισσότερο σημαντικοί και σπουδαίοι (παραγωγή υγιεινών προιόντων, εξασφάλιση απασχόλησης και εισοδήματος σε μεγάλες ζώνες και περιοχές του πλανήτη, προστασία του περιβάλλοντος, κά), δείχνουν ότι το "κοινωνικό" κριτήριο της "ανταγωνιστικότητας" σε αντίθεση με το στενά θεωρούμενο "οικονομικό", είναι εκείνο που διασφαλίζει φερέγγυες προυποθέσεις παραγωγής ειδών διατροφής για την επιβίωση των λαών και των εργαζόμενων του πλανήτη.

Ιούνιος 1999