Αποχαιρετισμός
στο σύντροφο Βασίλη
Ομιλία του
Φίλη Κορωνάκη κατά την τελετή της
τέφρας του Βασίλη Άνθη στις 6
Ιουνίου 1999 στο Λαζαρέτο
Αποχαιρετάμε σήμερα τον σύντροφό μας Βασίλη.
Έναν λαϊκό αγωνιστή που από τα πρώτα νεανικά του χρόνια έμελλε να συναντηθεί με την Ιστορία. Που βρέθηκε στις πρώτες γραμμές της μακράς πορείας του λαϊκού κινήματος, από τα χρόνια της Μεταξικής δικτατορίας ως τις μέρες μας. Γνώρισε τη βαρβαρότητα του φασισμού και τη σκληρή ζωή της Ακροναυπλίας. Έζησε την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης στην πατρίδα μας, την Κέρκυρα. Την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου και της ήττας του Δημοκρατικού Στρατού. Τις περιπέτειες της πολιτικής προσφυγιάς. Την κρίση και τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968. Τη δραματική προσπάθεια ανανέωσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που κατέρρευσε με τη διάλυση της άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης.
Γνώρισε από κοντά την αγωνία και τον αγώνα των εργαζομένων για ένα κόσμο καλύτερο. Γνώρισε τη διάψευση αγώνων και ελπίδων από γραφειοκρατικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα και αντιλήψεις. Έγκαιρα είδε την καταπρόδωση των μεγάλων ιδανικών που ενέπνευσαν λαούς στο "άλμα προς τον ουρανό".
Η πορεία και η δράση του αντικατοπτρίζει ζωντανά την ίδια την πορεία του αριστερού κινήματος. Την στράτευση, την αυταπάρνηση, την αντίσταση, τις φυλακές, την προσφυγιά... Και παράλληλα την θαλερότητα, το ανήσυχο πνεύμα, τη συνεχή αναζήτηση του νέου και του προοδευτικού, την ακατάπαυστη ετοιμότητα για κοινωνική προσφορά ...
Στη διαδρομή της ζωής του ούτε στιγμή δεν εγκατέλειψε το χαράκωμα της μάχης. Δεν έχασε την εμπιστοσύνη του στο μεγάλο όραμα της Δικαιοσύνης, της Ανθρωπιάς και της Αλληλεγγύης σε οικουμενική πια διάσταση, που παραμένει η υπόσχεση του "Σοσιαλισμού με Δημοκρατία".
Ο Βασίλης γεννήθηκε το 1911 στο Κοντόκαλι της Κέρκυρας.
Υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα, παράτησε τη θέση του το Νοέμβρη του 1937, όταν η αστυνομία του Μεταξά προσπάθησε να τον συλλάβει για τη δράση του ως μέλος του ΚΚΕ και πέρασε στην παρανομία δουλεύοντας στην Κομμουνιστική Οργάνωση της Αθήνας. Τον έπιασαν, ύστερα από μερικούς μήνες σε ένα παράνομο τυπογραφείο της ΚΟΑ και τον έκλεισαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κομμουνιστών της Ακροναυπλίας.
Παραδόθηκε από το δικτατορικό καθεστώς, μαζί με όλους τους Ακροναυπλιώτες στους γερμανοϊταλούς κατακτητές παρόλο που είχαν ζητήσει επανειλημμένα να σταλούν στο μέτωπο για την υπεράσπιση της πατρίδας.
Όταν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί μοίρασαν μεταξύ τους τους κρατούμενους της Ακροναυπλίας ο Βασίλης ήταν ανάμεσα στους 200 "τυχερούς" που πήραν οι Ιταλοί. Εκείνους που κράτησαν οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν σχεδόν όλους στην Καισαριανή και το Κούρνοβο. Ως όμηρος των Ιταλών μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο της Κατούνας, έπειτα της Βόνιτσας και τελικά στο Λαζαρέτο απ' όπου απελευθερώθηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβρη του 1943.
Μετά την απελευθέρωσή του από το Λαζαρέτο, εργάστηκε δραστήρια μαζί με τον Απόστολο Γκρόζο (Παππού) πρόεδρο αργότερα του ΚΚΕ και μερικούς άλλους Ακροναυπλιώτες του Λαζαρέτου και τα κερκυραϊκά στελέχη για την ανασυγκρότηση των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων στην Κέρκυρα. Ήταν Γραμματέας της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας (ΚΟΚ) και μέλος της Γραμματείας της Ν.Ε. του ΕΑΜ Κέρκυρας σ' όλο το διάστημα της γερμανικής Κατοχής και μέχρι τις τελευταίες μέρες του Νοέμβρη 1944 οπότε ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (δηλαδή με τους κομμουνιστές στην κυβέρνηση) τον έκλεισε και πάλι στη φυλακή. Έπειτα από τη συμφωνία της Βάρκιζας έφυγε παράνομα για τα Γιάννενα και από εκεί στο Δημοκρατικό Στρατό, μετά την ήττα του οποίου κατέφυγε στις ανατολικές χώρες.
Στα τρία πρώτα χρόνια της προσφυγιάς δούλεψε παράνομα στην Ιταλία και τη Γαλλία σε ειδική κομματική αποστολή. Επιστρέφοντας έζησε σε διάφορες ανατολικές χώρες δουλεύοντας σε εφημερίδες των πολιτικών προσφύγων και στην ελληνική εκπομπή του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Πράγας.
Εκεί είχε και τις ιδιωτικές χαρούμενες στιγμές της ζωής του. Παντρεύτηκε τη Ρωξάνη, κόρη της Καίτης και του Γιάννη Ζεύγου -ανώτερα στελέχη της καθοδήγησης του κ ομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας- και απέκτησε τρία παιδιά, τον Γιάννη, την Καλλιόπη και την Καίτη, και είχε για συντροφιά του τα επτά εγγονάκια του.
Στην περίοδο της δικτατορίας '67-'74 ο Βασίλης πήρε δραστήριο μέρος στη συγκρότηση των οργανώσεων του Αντιδικτατορικού Εργατικού Μετώπου (ΑΕΜ) μέσα στους Έλληνες μετανάστες στη Δυτική Ευρώπη και στην αποτελεσματική προσπάθεια, μαζί με άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, για την ανάπτυξη της αλληλεγγύης του διεθνούς συνδικαλιστικού κινήματος προς τον ελληνικό λαό, στην πάλη του κατά της χούντας. Έπειτα από 20 χρόνια προσφυγιάς και περιπετειών, ο Βασίλης επαναπατρίστηκε το 1980.
'Έντονη προσωπικότητα και ανήσυχο πνεύμα, ο Βασίλης συνέχισε μετά τον επαναπατρισμό του τον αγώνα για τα κοινωνικά προβλήματα της Κέρκυρας. Με παρεμβάσεις, με προτάσεις, με πλούσια αρθρογραφία. Με την επιστροφή του Βασίλη στην Κέρκυρα, με το συγγραφικό του έργο, τα άρθρα και τις διαλέξεις του, επέστρεψε και έλαμψε στο νησί και η ιστορική αλήθεια. Φωτίστηκαν γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις, κατατέθηκε η ζωντανή μαρτυρία για την πορεία του αριστερού και αντιστασιακού κινήματος στο νησί μας από την οπτική πλευρά ενός ανθρώπου που υπήρξε πρωταγωνιστής και διαμορφωτής αυτής της ιστορίας.
Μέσα πάντα από τις γραμμές της Αριστεράς, μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, υποψήφιος Βουλευτής στις βουλευτικές εκλογές του 1996, υποψήφιος Νομαρχιακός Σύμβουλος στις Νομαρχιακές Εκλογές του 1998, συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι το τέλος, αψηφώντας τα σημάδια του χρόνου, παραμένοντας ο αιώνιος έφηβος, με την αστραφτερή ματιά και το σπινθηροβόλο πνεύμα.
Χαρακτηριστικό του το ακατάπαυστο πάθος του για την υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας, όπως ο ίδιος την έζησε από θέση πρωταγωνιστή και την κληροδότησε στις νεότερες γενιές.
Χαρακτηριστικό του η άτεγκτη στάση του ενάντια στον κάθε μορφής πνευματικό σκοταδισμό.
Χαρακτηριστικό του η σταθερή πορεία μιας ζωής που εύστοχα ο ίδιος συνήθιζε να ονομάζει "στοχοπροσήλωση".
Και χαρακτηριστικό του, κυρίως, αυτός ο ανυπέρβλητος, προσωπικός, δικός του κώδικας επικοινωνίας με τους νέους ανθρώπους, με τους κατά πολλές δεκαετίες νεότερούς του, που τον περιστοίχιζαν πάντα με σεβασμό και αγάπη και αντλούσαν απ' αυτόν διδάγματα, εμπειρίες, σοφία, αλλά και ζωντάνια, ευαισθησία, χιούμορ ...
Θα τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη, ως τον άνθρωπο που μπόλιαζε καθημερινά τη σκέψη και τη δράση μας με τα όνειρα της γενιάς της Εθνικής Αντίστασης, για μια ανθρωπινότερη κοινωνία.
Και θα κρατάμε σαν κληροδότημά του προς τις νεότερες γενιές τα τελευταία λόγια του βιβλίου του "ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑ ΖΩΗ", με τη δύναμη και τη γλαφυρότητά τους:
<< … Όλη η ιστορική πορεία της ανθρωπότητας - λεω - μοιάζει με πορεία μέσα στη ζούγκλα. Ο άνθρωπος αγωνίζεται, υποφέρει, ματώνεται για ν' ανοίξει δρόμο να βγει στο ξέφωτο. Κάποτε ξανασαίνει με την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι έφτασε, αλλά δεν αργεί να δει ότι χρειάζεται να συνεχίσει, ότι πρέπει ακόμα να συνεχίσει. Και συνεχίζει. Πολύ περισσότερο σήμερα που αν τα μέσα που απόκτησε στη μακραίωνη οδυνηρή πορεία του χρησιμοποιηθούν με τη λογική και την ηθική του καπιταλισμού, η ζούγκλα του κινδυνεύει να τιναχτεί κι αυτός να γίνει στάχτη μαζί της ……
Αυτά τους είπα, σαν χρέος απολογισμού και απολογίας. Και μπροστά στο γκριζωπό φόντο που σχημάτιζαν τα άσπρα κεφάλια μαζί με άλλα νεώτερα χρώματα, σαν να ένοιωσα τα λόγια του ποιητή "εκεί που γιόρταζε η φωτιά, τώρα απομένει στάχτη" Η στάχτη μυριάδων αγωνιστών και των οραμάτων τους. Μέσα σ' αυτήν κρύβεται η σπίθα της πικρής πείρας. Χρέος σου να την συμποδαυλίσεις, ν' ανάψει και να λαμπαδιάσει, για να φωτίσει και να θερμάνει. Καλή Τύχη! …>>
Καλό σου ταξίδι, σύντροφε Βασίλη.
ΦΙΛΗΣ ΚΟΡΩΝΑΚΗΣ