Ομιλία
του Χρήστου Παπουτσή μέλους του Ε.Γ του ΠΑΣΟΚ στην
4η Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής.
Συντρόφισσες και σύντροφοι εγώ θα ασχοληθώ μόνο
με ένα θέμα: με τη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι. Η αρχιτεκτονική
της Ευρώπης στον 21ο αιώνα, θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε
μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ενωση ως κεντρικό πόλο ειρήνης,
ασφάλειας, ανάπτυξης και κοινής ευημερίας, αλλά θα
περιλαμβάνει επιπλέον κι ένα περιβάλλοντα γεωγραφικό
χώρο, με αναβαθμισμένες πολιτικές σχέσεις και επίσης
μια διευρυμένη ζώνη ελευθέρων συναλλαγών.
Σε αυτό τον σχεδιασμό η Τουρκία δεν μπορεί να απουσιάζει,
καθώς είναι μέλος του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα έχει μεγάλη
στρατηγική σημασία για τις γεωπολιτικές ισορροπίες
της περιοχής. Πρέπει επίσης να είμαστε σαφείς ότι
η περιθωριοποίηση της Τουρκίας, θα ήταν μια λανθασμένη
και επικίνδυνη πολιτική επιλογή.
Οι Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ από το 1981 μέχρι σήμερα
υποστήριξαν αυτή τη στρατηγική. Υποστήριξαν την ευρωπαϊκή
προοπτική της Τουρκίας, με την προϋπόθεση να εγκαταλειφθεί
ο τουρκικός επεκτατισμός και να εξευρεθεί μια δίκαιη
και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό.
Το 1995 η Ελλάδα σε μια ένδειξη καλής θέλησης, συμφώνησε
στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών, να εγκρίνει την
τελωνειακή ένωση με την Τουρκία. Ομως λίγους μήνες
μετά, το 1996, εκδηλώθηκε η κρίση στα Ιμια αναδεικνύοντας
την εξαιρετική ικανότητα της Τουρκίας, μόλις πετυχαίνει
μια αναβάθμιση της θέσης της, να επανέρχεται στο βασικό
πυρήνα των επιδιώξεών της.
Το 1997 όταν ξεκίνησε η προετοιμασία της επόμενης
μεγάλης διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την απόφαση
του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου, η Τουρκία
δεν έλαβε το καθεστώς της υποψήφιας χώρας, καθώς δεν
πληρούσε τα αναγκαία πολιτικά και οικονομικά κριτήρια,
που είχαν προσδιοριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
της Κοπεγχάγης, τον Ιούνιο του 1993.
Ωστόσο αποφασίστηκε μια ειδική ευρωπαϊκή στρατηγική,
που θα βοηθούσε την Τουρκία σε πολιτικό και οικονομικό
επίπεδο. Ετέθησαν όμως τρεις προϋποθέσεις.
Πρώτη προϋπόθεση ο εκδημοκρατισμός και ο σεβασμός
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεύτερη προϋπόθεση η βελτίωση
των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη βάση του διεθνούς
δικαίου. Τρίτη προϋπόθεση, η πρόοδος στο Κυπριακό,
σύμφωνα με τις αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Αυτές οι προϋποθέσεις επιβεβαίωσαν με τον πιο επίσημο
και κατηγορηματικό τρόπο την ευρωπαϊκή διάσταση των
ελληνοτουρκικών σχέσεων και επιπλέον, η Κύπρος εντάχθηκε
στο πρώτο κύμα της διεύρυνσης, χωρίς καμία απολύτως
προϋπόθεση επίλυσης του πολιτικού προβλήματος.
Χωρίς αμφιβολία τα αισθήματα αλληλεγγύης που προκάλεσαν
οι σεισμοί στην Τουρκία και την Ελλάδα, δημιούργησαν
ένα καλό κλίμα ανάμεσα στους λαούς μας. Γεγονός, ιδιαίτερα
θετικό και ελπιδοφόρο, καθώς δεν πρέπει να υποτιμούμε
τον ψυχολογικό παράγοντα στην προσέγγιση των λαών.
Είναι όμως αφέλεια να βασίζουμε την εξωτερική μας
πολιτική στις καλές προθέσεις και στο κλίμα των ημερών.
Είναι επικίνδυνο επίσης ταυτόχρονα, να προσδιορίζεται
η εξωτερική πολιτική από συναισθηματισμούς και να
εντάσσεται σε ένα ιδιόμορφο διεθνές show business.
Πρέπει να διδασκόμαστε από τη μακρά εμπειρία των
ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπου πολλές φορές τις περιόδους
καλής διάθεσης και εκδήλωσης καλής θέλησης από την
πλευρά της Ελλάδας, ακολούθησε μεγαλύτερη αδιαλλαξία
και ένταση από την πλευρά της Τουρκίας. Το ζήσαμε
με τη συνάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Οζάλ
στο Νταβός, το ζήσαμε μετά τη συνάντηση του Μητσοτάκη
με τον Γκιλμάζ στο Παρίσι και πιο πρόσφατα, μετά τη
Συμφωνία της Μαδρίτης.
Η πρόσφατη, η τελευταία πρόταση της Επιτροπής Πρόντι
για την αναβάθμιση των σχέσεων της Τουρκίας με την
Ευρωπαϊκή Ενωση, με τη διαφοροποίηση της Ελληνίδας
Επιτρόπου, της Αννας Διαμαντοπούλου είναι μια πρόταση
που προσβάλλει την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ενωσης,
καθώς αναιρεί ακριβώς αυτές τις προϋποθέσεις που ίδια
η Ενωση έθεσε, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου.
Τη στιγμή μάλιστα, που η Τουρκία παραμένει σταθερή
στη στρατηγική της.
Κι όλα αυτά, ενώ η Επιτροπή διαπιστώνει για μια
ακόμη φορά, την έλλειψη προόδου στον τομέα του εκδημοκρατισμού
και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διαπιστώνει για μια
ακόμη φορά τον σημαντικότατο ρόλο που παίζει ο στρατός
στην Τουρκία, διαπιστώνει ακόμα μια φορά τα προβλήματα
που αντιμετωπίζουν οι μειονότητες σε αυτή τη χώρα.
Το σοβαρότερο όμως είναι ότι για πρώτη φορά υποβαθμίζεται
η σύνδεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού,
στην εξέλιξη των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης με
την Τουρκία.
Αυτές οι εξελίξεις αντικειμενικά δυσκολεύουν τους
χειρισμούς της ελληνικής Κυβέρνησης, ενόψει του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου στο Ελσίνκι. Οπου όμως σε κάθε περίπτωση,
οι όποιες αποφάσεις, θα είναι αποφάσεις που θα ληφθούν
με ομοφωνία.
Γι' αυτό, η θέση της Ελλάδας μέχρι τότε, αυτή την
τελευταία εβδομάδα, πρέπει να είναι σαφής, πρέπει
να είναι ενιαία, σταθερή και αποφασιστική. Ασαφή μηνύματα
και διγλωσσία, πάντοτε φυσικά, αλλά ιδιαίτερα αυτή
την περίοδο, είναι ό,τι χειρότερο για μια χώρα η οποία
διεκδικεί και βρίσκεται σε μια δύσκολη περίοδο, για
να μπορέσει να κατοχυρώσει τη δική της θέση.
Ασαφή μηνύματα λοιπόν και διγλωσσία αυτή την περίοδο,
απλώς εξασθενούν τη διαπραγματευτική θέση της χώρας
μας. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συναινέσει στην αναβάθμιση
του καθεστώτος της Τουρκίας, αν δεν υπάρξει αυτή την
εβδομάδα μέχρι το Ελσίνκι, ένα ουσιαστικό βήμα προόδου
από την πλευρά της Αγκυρας.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι πρέπει να τεθούν
ξανά και να επιβεβαιωθούν οι τρεις προϋποθέσεις του
Λουξεμβούργου. Χωρίς αμφιβολία είναι ανάγκη να υποστηριχθεί
ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας. Η Ελλάδα όχι μόνο
έχε να ωφεληθεί από μια δημοκρατική, σύγχρονη και
ευρωπαϊκή Τουρκία, αλλά για όλους τους λόγους πολιτικούς,
ακόμη και ιδεολογικούς και οικονομικούς, θα πρέπει
να επιδιώκουμε και να ενθαρρύνουμε αυτή την πορεία.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση όμως σήμερα δεν έχει το ηθικό
και πολιτικό δικαίωμα να προτείνει το καθεστώς του
υποψήφιου για ένταξη κράτους, σε μια χώρα που συνεχίζει
να αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα και την εδαφική
ακεραιότητα, ενός άλλου κράτους-μέλους της Ενωσης
και ταυτόχρονα να διατηρεί στρατεύματα κατοχής, στο
βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός κράτους
ανεξαρτήτου, ενός κράτους υποψηφίου για ένταξη στην
Ευρωπαϊκή Ενωση, οι διαδικασίες του οποίου και οι
διαπραγματεύσεις του οποίου με την Ενωση, βρίσκονται
ήδη σε προχωρημένο στάδιο.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι μια αποφασιστική στάση της
Ελλάδας στο Ελσίνκι θα προκαλούσε πισωγύρισμα στις
ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα οδηγούσε σε μια νέα και
μεγαλύτερη ένταση και θα απομόνωνε τη χώρα μας, απέναντι
στους εταίρους μας.
Ξεχνούν όμως όσοι υποστηρίζουν αυτή την άποψη, ότι
η σημερινή βελτίωση των σχέσεων είναι καθαρά επιφανειακή,
καθώς δεν βασίζεται σε μια καμία απολύτως ουσιαστική
πολιτική εξέλιξη. Οι αλλεπάλληλες κοινές εκδηλώσεις
στο χώρο του πολιτισμού και του αθλητισμού, οι κοινές
προσπάθειες του επιχειρηματικού κόσμου της Ελλάδας
και της Τουρκίας, ο διάλογος ανάμεσα σε κυβερνητικούς
παράγοντες στους τομείς της ενέργειας, του εμπορίου,
του τουρισμού, των μεταφορών, είναι οπωσδήποτε ελπιδοφόρα
βήματα, για την οικοδόμηση ενός σταθερού πολιτικού
πλαισίου φιλίας και συνεργασίας. Βήματα τα οποία πρέπει
να συνεχίσουμε να ενθαρρύνουμε, να τα επιδιώκουμε
και να προχωρούμε μπροστά.
Ο κίνδυνος όμως μιας νέας έντασης, παραμένει πάντοτε
ισχυρός, όσο διατηρείται η πάγια στρατηγική της Τουρκίας
απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Και σε αυτό το
πλαίσιο, η λογική του "να μην δυσαρεστήσουμε
τους εταίρους μας", είναι ακριβώς ο χειρότερος
δρόμος διαπραγμάτευσης, που σίγουρα δεν ταιριάζει
σε μια χώρα που θέλει να είναι ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής
Ενωσης.
Οι Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μέχρι σήμερα, έχουν πετύχει
πολλά για τη χώρα μας και για το λαό μας στην Ευρωπαϊκή
Ενωση, ακριβώς επειδή είχαν ως αρχή, τον σταθερό ευρωπαϊκό
προσανατολισμό, την ουσιαστική συμμετοχή και την τεκμηριωμένη
διεκδίκηση.
Γι' αυτό πρέπει να καταστήσουμε σαφές προς όλες
τις κατευθύνσεις ότι είναι θέμα της Αγκυρας να κάνει
τις απαραίτητες επιλογές και όχι δικό μας. Και προς
τα εκεί, θα πρέπει να εστιαστούν οι όποιες διπλωματικές
προσπάθειες, ακόμη και αυτών των τελευταίων ημερών.
Και επιπλέον, να μην δεχτούμε καμία πρόταση με ασαφή
ερμηνεία και περιεχόμενο, ούτε να αρκεστούμε σε ερμηνείες
του τύπου ότι η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης
περιλαμβάνεται στα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Γιατί
πολύ απλά, δεν περιλαμβάνεται.
Οι όποιες αποφάσεις της Ενωσης και οι δεσμεύσεις
της Τουρκίας εφόσον υπάρξουν -και ελπίζουμε όλοι να
υπάρξουν- θα πρέπει να είναι σαφείς δεσμεύσεις, σαφείς
αποφάσεις, συγκεκριμένες και να μην επιδέχονται διπλή
ερμηνεία.
Πιστεύω ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να περιλάβουμε
με την εμπιστοσύνη μας τον Πρωθυπουργό που πρόκειται
να δώσει αυτή τη δύσκολη μάχη την επόμενη εβδομάδα,
και να τον ενθαρρύνουμε να επιμείνει σε αυτή την κατεύθυνση.
Σας ευχαριστώ.