ΟΙ ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗ.Κ.ΚΙ.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΜΑΣ ΘΕΜΑΤΑ

                                                                      ΑΠΟΦΑΣΗ 14ης ΣΥΝΟΔΟΥ Κ.Π.Ε.

 

          Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας είναι συνάρτηση πολλών γεωπολιτικών μεταβλητών, που, τελικά, συνεργούν στην εξάρτησή της από τρίτους παράγοντες, εκτός χώρας. Η παραπάνω εξάρτηση μειώνεται, χωρίς ποτέ να μηδενίζεται, ανάλογα με την ισχύ της κάθε χώρας, και την δυνατότητά της, συνεπώς, να διαμορφώνει αυτόνομα τα γεγονότα ή τουλάχιστον σε σημαντικό βαθμό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι παράδειγμα τέτοιας χώρας, χωρίς ούτε και αυτές να έχουν κατακτήσει την πλήρη αυτονομία. Αλλιώς, η παγκόσμια ηγεμονία, που επιδιώκουν, θα ήταν ήδη γεγονός.

          Όσον πάλι μειώνεται η ισχύς μιας χώρας, τόσο προφανώς μειώνεται και η δυνατότητά της για αυτόνομη διαμόρφωση των γεγονότων και η προστασία των συμφερόντων της παίρνει την μορφή της απλής αποτροπής των κινδύνων. Αυτή πάλι η αποτροπή των κινδύνων, γίνεται είτε με αναζήτηση συμμάχων, στην βάση της ταύτισης των συμφερόντων, είτε με την αύξηση, για τον υποψήφιο επιτιθέμενο, των κινδύνων της ενέργειάς του, κάτι που σημαίνει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις ή με συνδυασμό και των δύο ενεργειών. Η αποτροπή των κινδύνων, δια της «αναζήτησης προστασίας», είναι η χειρότερη λύση, γιατί αυτή μεταπίπτει τελικά σε πελατειακή σχέση και σχέση υποτέλειας.

          Η εξωτερική πολιτική, είναι λοιπόν προφανές, ότι, είναι η άλλη όψη της αμυντικής και της οικονομικής πολιτικής, όπως και ο πόλεμος, κατά τον γνωστό ορισμό, είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα.

          Κάτω από τα παραπάνω δεδομένα, μια μικρή χώρα, για την χάραξη της εξωτερικής της πολιτικής, είναι υποχρεωμένη να προβλέπει τις κινήσεις όσων έχουν την δυνατότητα αυτόνομης διαμόρφωσης των γεγονότων, ώστε να δημιουργεί και τις κατάλληλες συνθήκες αποτροπής.

          Και επειδή η χώρα μας βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία, είναι απαραίτητο να περιγράψουμε πρώτα και να κατανοήσουμε ύστερα το διεθνές περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται σήμερα, χωρίς ψευδαισθήσεις και χωρίς άλματα ιστορικών περιόδων, ώστε να μπορέσουμε να χαράξουμε και την ανάλογη πολιτική.

          Τα παραπάνω εισαγωγικά, ελέχθησαν, γιατί υπάρχουν μερικοί στον τόπο μας, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η κυβέρνηση, που θεωρούν τις επιθυμίες τους πραγματικότητα, που βλέπουν τα ζητούμενα σαν ήδη τετελεσμένα και ιστορικές φάσεις αδιαμόρφωτες, σαν ήδη συντελεσθείσες.

          Αλλά σ’ αυτά θα επανέλθουμε. Ποιο είναι λοιπόν το διεθνές περιβάλλον;

          Πολύ συνοπτικά, γιατί και σε άλλα κείμενά μας εκτενώς ασχοληθήκαμε με το θέμα, μπορούμε να πούμε, ότι η μεταπολεμική ισορροπία και τάξη πραγμάτων κατέρρευσε μαζί με την Σοβιετική Ένωση και μέχρι τώρα δεν έχει μπει στη θέση της κάτι άλλο.

          Άρα, έχουμε να κάνουμε με αστάθεια, κάτι πολύ επικίνδυνο για το διεθνές σύστημα.

          Υπάρχει, όμως, μια υποψήφια δύναμη για την παγκόσμια πια ηγεμονία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, δηλαδή, και οι πολλαπλές κρίσεις που ζούμε τα τελευταία χρόνια, οικονομικές και πολεμικές, είναι πτυχές ακριβώς αυτής της διεκδίκησης και των δυσκολιών που αυτή αντιμετωπίζει. Πριν δούμε το πόσο εφικτός είναι ο σχεδιασμός αυτός των Η.Π.Α., η κατάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας, δηλαδή, και τι σημαίνει για το διεθνές σύστημα θα πρέπει να θυμίσουμε, ότι η αμερικανική ηγεμονία στην ιστορική φάση του Ψυχρού Πολέμου, στο μισό τμήμα του κόσμου, βασιζόταν στην προστασία των υποτελών της από την άλλη υπερδύναμη, με την ισορροπία του τρόμου, τον έλεγχο των πηγών και της μεταφοράς του πετρελαίου και το δολάριο σαν γενικά αποδεκτό αποθεματικό νόμισμα, κάτι που ουσιαστικά σήμαινε ακώλυτη χρηματοδότηση από τους συμμάχους της αμερικανικής πολεμικής μηχανής και των ελλειμμάτων, που αυτή παρήγαγε.

          Σήμερα, όμως, η άλλη υπερδύναμη έχει εκλείψει σαν κίνδυνος, για τους πρώην προστατευόμενους των αμερικανών και το ευρώ έρχεται να ανταγωνιστεί το δολάριο σαν αποθεματικό νόμισμα. Τι θα γίνει λοιπόν; Τι πιθανότητες έχει η αμερικάνικη ηγεμονία;

          Θα ξεκινήσω με δύο ερωτήσεις, που μπορεί να φαίνονται αφελείς, αλλά είναι κρίσιμες. Μπορεί η ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών να γίνει με παραδοσιακό τρόπο, με κατάκτηση δηλαδή; Η απάντηση είναι όχι, γιατί αυτό θα σήμαινε πόλεμο με όλους, κάτι που ξεπερνά τις δυνατότητες ακόμη και των Η.Π.Α. Μπορεί η ηγεμονία να γίνει με οικονομικό καταναγκασμό, που να υποχρεώνει σε υποταγή; Η απάντηση είναι πάλι όχι, γιατί οι οικονομικές δυνατότητες των Η.Π.Α., αν και είναι τεράστιες, υπολείπονται όχι μόνο του αθροίσματος όλων των υπολοίπων, αλλά και πολλών δυνατών γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών συνδυασμών. Για παράδειγμα, Γερμανία – Ρωσία, ή Ιαπωνία – Κίνα, ή Ιαπωνία – Ρωσία. Ο συνδυασμός, δηλαδή, μιας μεγάλης οικονομικής δύναμης και μιας πυρηνικής, ανατρέπει τον σχεδιασμό για την παγκόσμια ηγεμονία, ιδιαίτερα μάλιστα αν κάποια απ’ αυτές είναι και πλούσια σε πρώτες ύλες.

          Και για όσους θεωρούν τέτοιους συνδυασμούς απίθανους, εντασσόμενους στην σφαίρα της φαντασίας, αντιπαραθέτουμε το ερώτημα. Ποιος, πριν από ελάχιστα χρόνια, συμπεριλαμβανομένων και των αμερικανών, θα θεωρούσε πιθανή την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την ιστορικής κλίμακας ανατροπή, που έγινε στο παγκόσμιο σύστημα;

          Μένει, λοιπόν, σαν μόνος εφικτός δρόμος αμερικάνικης ηγεμονίας, ένας συνδυασμός ενεργειών, που από την μια πλευρά θα περιλαμβάνει κίνητρα και από την άλλη θα αξιοποιεί ή και θα υποθάλπει αντιθέσεις, χρησιμοποιώντας επιλεκτικά και την βία, αλλά περιορισμένα.

          Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να υποθάλπονται οι αντιζηλίες εθνικών συμφερόντων των ηγετικών δυνάμεων, ώστε να αποκλειστεί η ανάδειξη κυρίαρχης δύναμης, που θα ενοποιήσει, υπό την ηγεσία της, πολιτικά τον χώρο. Η συμπεριφορά της Βρετανίας είναι χαρακτηριστική, υποβοηθητική αυτής της τάσης.

          Βέβαια, η Γερμανία, από την άλλη πλευρά, απορρόφησε την Ανατολική Γερμανία σε μια νύχτα, χωρίς να ρωτήσει κανέναν και τελεσιγραφικά αναγνώρισε την Σλοβενία και την Κροατία, διαλύοντας τη Γιουγκοσλαβία, και αποδείχνοντας, έτσι, ότι αυτή η μέθοδος μπορεί και να αστοχήσει, χωρίς συνέπειες γι’ αυτόν που το αποπειράται, αρκεί να είναι ισχυρός.

          Ένα δεύτερο ενδιαφέρον παράδειγμα είναι η Ρωσία. Το πρόβλημα είναι, ότι μια δημοκρατική υπέρβαση των δυσχερειών της απαιτεί κολοσσιαία βοήθεια, χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί και η συμπεριφορά της, όταν αυτή ξεπεράσει τα προβλήματα, μιας και είναι πολύ μεγάλη για ρόλο υποτελούς.

          Φαίνεται ότι θεωρήθηκε συμφερότερος από τους Αμερικανούς ο δρόμος της απλής επιβίωσης της Ρωσίας, με την ελπίδα ότι αυτό θα διαρκέσει έπ’ αόριστο, ή και ότι η Ρωσία θα διασπαστεί. Γι’ αυτό, η βοήθεια που της δίδεται είναι τόση, ώστε απλώς να επιβιώνει στην έσχατη ένδεια. Αν, όμως, αυτό δεν συμβεί και το καθεστώς ανατραπεί από δυνάμεις εθνικιστικές, για παράδειγμα, που θα θυμηθούν ότι η Ρωσία είναι πυρηνική υπερδύναμη, τότε μια μέγιστη κρίση θα ξεσπάσει, από την Πολωνία ως το Βλαδιβοστόκ. Λίγο πριν ή λίγο μετά μια τέτοια κρίση, η Γερμανία θα υποστεί μεγάλους πειρασμούς σε ό,τι αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της Ρωσίας.

          Ανάλογοι συλλογισμοί μπορούν να γίνουν για την Κίνα, σε συνδυασμό με την Ιαπωνία.

          Αλλά πέραν από τα παραπάνω, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως δημοκρατική και πλούσια χώρα, θα συναντήσουν στο εσωτερικό τους λαϊκές αντιδράσεις, στους μακρείς, δαπανηρούς και συχνά αιματηρούς αγώνες, που απαιτούνται για την κατάκτηση της ηγεμονίας.

          Μην ξεχνάμε ότι στο φτωχό και ασήμαντο Κόσσοβο απέκλεισαν, εκ των προτέρων, την αποδοχή απωλειών, πράγμα που τις ανάγκασε, τελικά, να ζητήσουν την συνδρομή της πάμπτωχης Ρωσίας.

          Ας σκεφτούμε, τι αντιδράσεις και τι κίνδυνοι θα υπήρχαν, αν κάποιος, έστω διανοούνταν, να συμπεριφερθεί ανάλογα στην Κίνα.

          Οι χώρες, επί των οποίων θέλουν να ηγεμονεύσουν οι Αμερικανοί, είναι χώρες με μακρά και μερικές φορές αυτοκρατορική παράδοση, που αποκλείεται εθελοντικά να προσφύγουν στην αμερικανική ηγεμονία.

          Και, τέλος, είναι όνειρο πολύ προχωρημένης φαντασίας, να διανοηθεί κανείς ένα κόσμο, που η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Ινδία, η Γερμανία εθελοντικά θα ακολουθήσουν τους αμερικανούς. Μια τέτοια σκέψη μόνο η μεσσιανική αντίληψη, που διακατέχει τους αμερικανούς για την χώρα τους, μπορεί να την επιτρέψει.

          Ο ρεαλισμός, η γνώση της ανθρώπινης φύσης, της λογικής του έθνους – κράτους, αλλά και της ιστορίας, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ένας πολυπολικός κόσμος είναι η πιθανότερη εκδοχή.

          Το γεγονός, όμως, ότι οι Η.Π.Α. διεκδικούν, με μεσσιανικό τρόπο, την παγκόσμια ηγεμονία, μοιραία οδηγεί σε παγκόσμια κρίση το Διεθνές Σύστημα.

          Για παράδειγμα, η καθολική ανασφάλεια, το πιθανότερο είναι να οδηγήσει σε αύξηση των εξοπλισμών, στην αμοιβαία καχυποψία, στην προσπάθεια απόκτησης όπλων μαζικής καταστροφής. Όσο ανατριχιαστική στη λογική της και να είναι η σκέψη, θα διανοούνταν οι Η.Π.Α. επίθεση σε κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα;

          Το συμπέρασμα, που βγαίνει απ’ αυτά είναι, ότι ο μόνος κανόνας που θα ισχύει, είναι αυτός του, όλοι εναντίον όλων, καθώς και οι ευκαιριακές συμμαχίες.

          Ο πόλεμος είναι πάλι νοητός σαν τρόπος επίλυσης διαφορών, όπως και ότι βασικοί συγγραφείς, απαραίτητοι για όσους έχουν την ευθύνη χάραξης πολιτικής σ’ αυτούς τους καιρούς, είναι ο Θουκυδίδης, ο Μακιαβέλλι και ο Κλαούζεβιτς.

          Τέλος, επειδή η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών συναρτάται άμεσα με μια ηγεμονική δύναμη, που θα εποπτεύει τα 2 τρις. δολαρίων, που διακινούνται ημερησίως παγκοσμίως και θα επιβάλει την πειθαρχία σε όσους δυστροπούν, γίνεται φανερό, ότι αστοχία των αμερικανικών σχεδίων για ηγεμονία, οδηγεί και σε αστοχία της παγκοσμιοποίησης των οικονομιών. Αυτό που θα ακολουθήσει, είναι η διάσπαση σε περισσότερα οικονομικά κέντρα και μπορούμε να φανταστούμε μερικά. Πάντως, οι Η.Π.Α. θα καταβάλουν την προσπάθεια. Αυτό γίνεται φανερό από το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ, που ουσιαστικά αυτό επιδιώκει.

          Άρα, ο επόμενος καιρός και μέχρι να παραιτηθούν οι Η.Π.Α. από τον στόχο αυτό, θα είναι ανασφαλής.

          Στην ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος που κάνουμε, θα πρέπει να επιμείνουμε ιδιαίτερα σε τρία θέματα: Την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Βαλκάνια και την Τουρκία, λόγω αμεσότερου ελληνικού ενδιαφέροντος, χωρίς, όμως, να λησμονούμε, ότι είναι υποσύνολα της μεγάλης παγκόσμιας διαμάχης για την ηγεμονία.

          Η Ευρωπαϊκή Ένωση, λοιπόν, υφίσταται και αυτή τις επιπτώσεις της διασαλευθείσας ισορροπίας και έχει κρίση στρατηγικής. Θα γίνει χώρος ελεύθερων συναλλαγών; Θα προχωρήσει σε κάποια μορφή πολιτικής ενοποίησης, με κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα; Θα επεκταθεί προς ανατολάς μέχρι τα Ρωσικά σύνορα, περιλαμβάνοντας τις χώρες της Βαλκανικής; Ποιες σχέσεις θα έχει με το ΝΑΤΟ και τις Η.Π.Α.; Τεράστια ζητήματα που δεν έχουν βρει απάντηση.

          Προεκτάσεις των παραπάνω ερωτημάτων βρίσκονται και στην Βαλκανική κρίση. Θα χρηματοδοτηθεί η ανόρθωση των Βαλκανικών χωρών και από ποιόν; Που, πάλι, βάζει το ερώτημα των πολιτικών επιρροών, που κρύβονται κάτω από τις χρηματοδοτήσεις.

          Είναι σαφές, ότι το πολιτικό ζήτημα δεν έχει λυθεί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και η κρίση στα Βαλκάνια παραμένει για απροσδιόριστο χρόνο.

          Τέλος, ιδιαίτερα μετά τους τελευταίους σεισμούς, επιταχύνεται η είσοδος της Τουρκίας, σε μια ιστορική φάση, που θα κρίνει το μέλλον της. Αυτή η φάση ακριβώς την κάνει και πιο απρόβλεπτη, άρα και πιο επικίνδυνη. Το καθεστώς δεν μπορεί έπ’ αόριστο να αναβάλει την επίλυση των προβλημάτων, καταφεύγοντας σε εξωτερικές περιπέτειες και αντιπερισπασμούς. Ο εκσυγχρονισμός της Τουρκίας, εμπεριέχει, ασχέτως οικονομικού περιεχομένου, τον εκδημοκρατισμό της, κάτι που δεν μπορεί να νοηθεί με κεκαλυμμένη στρατιωτική δικτατορία.

          Είναι όμως ενδεχόμενο, ότι, επειδή αυτός ο τόσο απαραίτητος εκδημοκρατισμός καθυστέρησε υπερβολικά, οι κίνδυνοι για την ενότητα της Τουρκίας, να αποδειχτούν σημαντικοί στην μεταβατική περίοδο.

          Το γεγονός αυτό, πάλι, μπορεί να δώσει αφορμή και διέξοδο στις πιο αντιδραστικές δυνάμεις της Τουρκίας, να ζητήσουν διέξοδο σε εξωτερικές περιπέτειες.

          Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε, ότι η παγκόσμια κατάσταση σ’ αυτή την ιστορική φάση θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα αντιμετωπιστεί η αμερικανική απαίτηση για ηγεμονία, η οποία απευθύνεται, κατά κύριο λόγο, σε συγκεκριμένους αποδέκτες.

          Στην Ευρώπη κύριος αποδέκτης είναι η Γερμανία και δευτερευόντως η Γαλλία, μιας και η Βρετανία θεωρείται δεδομένη. Στην Ευρασία κύριοι αποδέκτες είναι η Ρωσία, η Ινδία, η Κίνα και η Ιαπωνία. Από τις σχέσεις αυτών των δυνάμεων μεταξύ τους και όλων μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα εξαρτηθεί ο 21ος αγώνας.

          Ας δούμε, τώρα, τι κάνει η ελληνική κυβέρνηση, σε αυτό το διεθνές τοπίο.

          Η ελληνική κυβέρνηση έχει μια μόνο απάντηση, στο σύνθετο τοπίο που περιγράψαμε. «Ύψιστος εθνικός στόχος η ΟΝΕ».

          Ας δούμε, λοιπόν, τι σημαίνει αυτό και τι συνεπάγεται.

          Στα πλαίσια αυτής της εισήγησης, δεν θα ασχοληθούμε με τις οικονομικές επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή του Έλληνα, ούτε και στο αδιέξοδο, που προκαλεί αυτή η πολιτική στην διάρκειά της. Αυτά θεωρούνται γνωστά και έχουν αναπτυχθεί πολλές φορές. Θα περιοριστούμε στις επιπτώσεις αυτής της επιλογής στην εξωτερική πολιτική.

          Ύψιστος εθνικός στόχος η ΟΝΕ, από πλευράς εξωτερικής πολιτικής, σημαίνει τα παρακάτω και αυτό, ανεξαρτήτως προθέσεων του οποιουδήποτε.

          1.- Ότι η χώρα μας δεν θα προβεί σε ενέργειες που θα διακινδυνεύσουν αυτόν τον στόχο. Αυτό σημαίνει μήνυμα στην Τουρκία, ότι η Ελλάδα δεν θα αντιδράσει σε προκλήσεις. Θα δείξει υποχωρητικότητα σε απειλή θερμού επεισοδίου και θα καταφύγει σε διαπραγματεύσεις ή σε διαιτησία των γνωστών δυνάμεων, δημιουργώντας νέα κεκτημένα για την Τουρκία. Τα Ιμια, η Μαδρίτη, οι πύραυλοι S-300, οι γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο είναι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής.

          2.- Ότι η χώρα μας θα υποχωρήσει σε πιέσεις, που μπαίνουν διαζευτικά με την ένταξη στην ΟΝΕ. Η ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, εξαρτάται από τα άλλα 11 μέλη και ιδιαίτερα από την Γερμανία και δευτερευόντως τη Γαλλία. Η προτεραιότητα που δίνουν οι χώρες αυτές στην Τουρκία είναι γνωστή. Τα συμπεράσματα βγαίνουν από μόνα τους.

          3.- Η επίτευξη των στόχων της ΟΝΕ σημαίνει μείωση των αμυντικών δαπανών και ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων με την Τουρκία. Η ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία σημαίνει υψηλές αμυντικές δαπάνες από περίπου 6,5% του ΑΕΠ σε 4%. Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, διατηρεί το ίδιο ποσοστό αμυντικών δαπανών περί το 7%, ενώ το ΑΕΠ της αυξάνεται.          Αν επιλέγαμε, σαν πολιτική, την ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία, το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα ξεπερνούσε κατά πολύ το 3% του δείκτη του Μάαστριχτ και θα βρίσκονταν τουλάχιστον στο 4,5%   κάτι που θα σήμαινε αποκλεισμό. Αλλά, αυτήν την ευθύνη απέναντι στο έθνος, να μένουμε αμυντικά ακάλυπτοι απέναντι στην Τουρκία, ποιος και με ποιο δικαίωμα την παίρνει;

          4.- Η επιλογή της με κάθε θυσία ένταξης στην ΟΝΕ, αυξάνει καταθλιπτικά την εξάρτηση από τις ΗΠΑ σε βάρος των εθνικών συμφερόντων. Επειδή, όπως παραπάνω περιγράψαμε, επίτευξη των στόχων της ΟΝΕ σημαίνει μείωση της αμυντικής ικανότητας της χώρας και επειδή η Ενωμένη Ευρώπη δεν παρέχει εγγυήσεις συνόρων, η κυβέρνηση καταφεύγει στις ΗΠΑ ως επιδιαιτητή, για να μας προστατέψει από την Τουρκία. Με δεδομένα, όμως, τα συμφέροντα των ΗΠΑ, η πράξη αυτή είναι σχιζοφρενική για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι, ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν συμφέρον να επιβιώσει η ΟΝΕ και να αυξηθούν τα μέλη της και επειδή αυτό σημαίνει ανταγωνιστικό νόμισμα στο δολάριο, αλλά και επειδή αυτό συνεπάγεται εδραίωση της Γερμανικής επικυριαρχίας στην Ευρώπη, κάτι που είναι αντίθετο στα αμερικανικά συμφέροντα. Ο δεύτερος λόγος είναι, ότι οι ΗΠΑ έχουν στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή, που τις οδηγούν στην επιλογή της Τουρκίας ως στρατηγικού εταίρου.

          5.- Η επιλογή της ΟΝΕ σαν εκδοχής Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μας κατατάσσει αυτόματα στην Γερμανική σφαίρα επιρροής, με όλες τις επιπτώσεις. Όπως και άλλοτε έχουμε αναλύσει, υπάρχουν δύο στρατηγικές για την Ευρωπαϊκή προοπτική. Η μια, με κέντρο το Βερολίνο και όχημα το ευρώ, επιδιώκει μια Ευρώπη με κάποια μορφή πολιτικής ένωσης, Η άλλη, με κέντρο το Λονδίνο και Ατλαντικό βάθος, επιδιώκει μια Ευρώπη που θα είναι χώρος ελευθέρων συναλλαγών, τμήμα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και σε στενή εξάρτηση σε ό,τι αφορά τις κορυφαίες επιλογές από τις ΗΠΑ.

          Ο νέος ρόλος του ΝΑΤΟ, αυτό το περιεχόμενο έχει. Είναι προφανές, ότι αυτή η μάχη δεν έχει κριθεί και, όπως πολλές μάχες τέτοιου είδους, θα γίνει και αυτή μέσω τρίτων, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια. Αυτοί οι τρίτοι, στους οποίους εντασσόμαστε και εμείς, θα υποστούν τις συνέπειες.

          Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα παραπάνω και πέραν από τις λοιπές αντιρρήσεις μας για την ΟΝΕ και τις συνέπειές της στην οικονομία και την κοινωνία, επισημαίνουμε, ότι είναι επιζήμια σαν εθνική επιλογή, γιατί, απλούστατα, δεν μπορούμε να την σηκώσουμε.

          Αν δεν είχαμε το ανυπόφορο βάρος της υπεράσπισης της εθνικής μας ανεξαρτησίας από την Τουρκική επιβουλή, τότε οι αντιρρήσεις μας θα ήταν άλλης τάξεως, που και αυτές, ασφαλώς, υπάρχουν και είναι σημαντικές. Σήμερα, με τα δεδομένα που έχουμε, και κυρίως επειδή το «σύμφωνο σταθερότητας» μας πειθαναγκάζει και μετά την τυχόν είσοδό μας στην ΟΝΕ, να διατηρήσουμε την ίδια περιοριστική πολιτική, θεωρούμε ότι αυτή η πολιτική είναι εθνικά επικίνδυνη. Μπαίνει, τώρα, ένα τεράστιο ερώτημα. Η Κυβέρνηση δεν τα βλέπει αυτά;

          Γιατί προχωρεί σ’ αυτήν την πολιτική, όταν τα αδιέξοδα κραυγάζουν; Το ζήτημα είναι τεράστιας σημασίας και από αυτό θα κριθεί το μέλλον για πολλές δεκαετίες.

          Στο ερώτημα υπάρχει απάντηση ουσίας και είναι σοβαρότερη και βαθύτερη από τις αστοχίες μιας κυβέρνησης. Το ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο, με μικρές εξαιρέσεις, είναι δυστυχώς εξάρτημα, ή και απόφυση των ξένων, κάτι που το οδηγεί και σε αντίστοιχες επιλογές και, τελικά, σε υπαλληλική σχέση προς το μητρικό κεφάλαιο, δηλαδή, τους ξένους. Το πρόβλημα στον τόπο μας, σήμερα, είναι, ότι τμήμα της πολιτικής εξουσίας και ιδιαίτερα η σημερινή κυβέρνηση, ταυτίστηκε με αυτό ακριβώς το κεφάλαιο, στα πλαίσια της «σύγχρονης αρχής» να «αποπολιτικοποιηθεί η οικονομία» ή αλλιώς, «διαχειριστές χρειάζονται, όχι πολιτικοί και ας αφήσουμε την αγορά να λειτουργήσει». Όταν αυτό, όμως, γίνει σε χώρα με ανοιχτά εθνικά θέματα, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μοιραίο.

          Δεν κατηγορούμε τις επιχειρήσεις για προδοσία ή εθνική μειοδοσία. Απλώς, έχουν άλλες  προτεραιότητες και, σίγουρα, δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. Άλλο ζήτημα, αν τους έχει εκχωρηθεί από κάποιους πολιτικούς με νοοτροπία υπαλλήλου.

          Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πραγματικό πρόβλημα. Ένας συνασπισμός εξουσίας, με τεράστια οικονομικά μέσα, με τύπο, έντυπο, ερτζιανό και ηλεκτρονικό και αυτόν στρατευμένο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στη «μοναδική σκέψη και αλήθεια», παράρτημα της οικονομικής ολιγαρχίας και, τέλος, με σοβαρό τμήμα της πολιτικής εξουσίας διαβρωμένο και σε θέση υπαλλήλου οικονομικών συμφερόντων, ασκεί μια τεράστια πλύση εγκεφάλου, μεθοδεύοντας ιδέες του τύπου «ο πατριωτισμός είναι αξία παραχωρημένη και αντίθετη με την οικονομική ανάπτυξη που είναι το μόνο που πρέπει να μας ενδιαφέρει».

          Έτσι, καταλήγουμε, ότι η καίρια μάχη πρέπει να δοθεί στο επίπεδο των αξιών, είναι δηλαδή πολιτισμική, όπως από την ίδρυσή του επεσήμανε το ΔΗΚΚΙ.

          Θέλουμε μια κοινωνία, ανώνυμων ιδιωτών χωρίς προέλευση, χωρίς ταυτότητα, χωρίς παρελθόν και επιπλέον μόνον απασχολήσιμων, ούτε καν εργαζομένων;

          ‘Η θέλουμε μια κοινωνία πολιτών, με ιστορία και αυτοσεβασμό και, φυσικά, αυτό το κόστος είμαστε διατεθειμένοι να το καταβάλλουμε;

          Σε αυτό το δίλημμα πρέπει να απαντήσουμε, πριν μπούμε στα υπόλοιπα, στα βήματα που πρέπει να έχει μια άλλη εξωτερική πολιτική, που ακριβώς αυτές τις αρχές θέλει να διαφυλάξει.

          Η πολιτική που ακολουθείται από την κυβέρνηση, έχει σαν βασική, αν και ανομολόγητη θέση, την άποψη, ότι η ιστορική φάση του έθνους παρήλθε, τα σύνορα ανήκουν σε άλλη εποχή και, συνεπώς, δεν αξίζει και δεν πρέπει να δαπανούμε για τέτοια πράγματα. «Υπάρχουν βέβαια και κάτι παραχωρημένοι, που ακόμα δεν το κατάλαβαν, αλλά η ζωή θα τους ξεπεράσει». «Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και κοινωνία είναι πια γεγονός». Αυτό εννοούμε όταν λέμε στην αρχή της εισήγησής μας, ότι η κυβέρνηση κάνει τις επιθυμίες της πραγματικότητα, τα ζητούμενα τετελεσμένα και ιστορικές φάσεις αδιαμόρφωτες σαν ήδη συντελεσθείσες.

          Εμείς θα συμμεριζόμαστε όλα αυτά, αυτή είναι η ουσία της πολιτικής μας και γι’ αυτό άλλωστε διεκδικούμε τον τίτλο του πατριωτικού όχι, ασφαλώς, εθνικιστικού κινήματος.

          Αναγνωρίζουμε, όμως, ότι η μάχη αυτή, για την εθνική ανεξαρτησία και ακεραιότητα, απαιτεί συσπείρωση ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων και αυτή είναι η βάση της «Εθνικής Λαϊκής Ενότητας», που είναι αναγκαία και σήμερα όσο ποτέ.

          Και το ΔΗΚΚΙ προφανώς θα κάνει ό,τι του αναλογεί, για την επιτυχία αυτού του στόχου, που συσπειρώνει τον θιγόμενο από τον νεοφιλελευθερισμό εργαζόμενο, τον πατριώτη δημοκράτη πολίτη, αλλά και την ντόπια επιχείρηση, που δεν μπορεί να αντέξει τις «νέες συνθήκες» αυτού του τύπου «εκσυγχρονισμού», που το διεθνές κεφάλαιο επιτάσσει.

          Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η εξωτερική πολιτική έχει μια διάσταση βαθύτερα κοινωνική, αφού κοινωνικές δυνάμεις καλούνται να την στηρίξουν. Από την επιτυχία αυτής της προσπάθειας θα εξαρτηθεί και η επιτυχία της εξωτερικής μας πολιτικής, αλλά και η πορεία του Κινήματός μας.

          Και αυτή η προσπάθεια πρέπει να γίνει χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς αγκυλώσεις, κατάλοιπες παλαιών στερεοτύπων.

          Καταλήγουμε, λοιπόν, στην διαπίστωση, ότι απαιτείται μια πρόταση συνολική, που η εξωτερική πολιτική θα είναι μία της συνιστώσα. Αυτήν την συνολική πρόταση οφείλουμε, σαν κίνημα, να προτείνουμε στο μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων, που φιλοδοξούμε να εκφράσουμε και που θα έχει τη σύνθεση που αναφέραμε προηγουμένως, τη σύνθεση των «μη προνομιούχων» της εποχής του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.

          Στα πλαίσια αυτής της εισήγησης, θα παραμείνουμε στα μέτρα εξωτερικής πολιτικής, κάτω, όμως, από τις παραπάνω προϋποθέσεις.

          Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι θέσεις μας είναι γνωστές και συνοψίζονται στα 16 σημεία των θέσεών μας, που εγκρίθηκαν στην σύνολο της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής, πριν τις Ευρωεκλογές.

          Αυτές συνοψίζονται στην θέση και την προσπάθεια, που πρέπει να καταβάλουμε, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να γίνει χώρος δημιουργικής σύζευξης των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, κάτι που έχει σαν προϋπόθεση την σύγκλιση των πραγματικών επιπέδων ανάπτυξης και την τόνωση του αισθήματος αλληλεγγύης και ασφάλειας των μελών. Ασφαλώς και σήμερα δεν είναι αυτά τα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από εκεί προκύπτει το μέγεθος του έργου, που μένει να γίνει. Γι’ αυτό, θέση μας απαράβατη είναι, ότι δεν παραιτούμαστε από την αρχή της ομοφωνίας, ούτε από το δικαίωμα της ισότιμης εκπροσώπησης στα όργανα, και με κατάλληλες συμμαχίες κατά θέμα, με όσους έχουν τα ίδια συμφέροντα με εμάς, θα δώσουμε, κατά περίπτωση, τη μάχη. Όπως έχουν σήμερα οι συνθήκες, δεν υπάρχει άλλος εφικτός τρόπος προάσπισης των εθνικών συμφερόντων.

          Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να πούμε κάποιες σκέψεις για την Τουρκία, για να δούμε, τελικά, ποιος είναι ο αντίπαλος και τι έχουμε να περιμένουμε. Η Τουρκία είναι ένα πολυεθνικό κράτος, με κατ’ επίφαση δημοκρατία. Με τρομερές κοινωνικές ανισότητες. Με πολιτισμικό χάσμα, που χωρίζει μια μικρή δυτικόστροφη κοινωνική τάξη, από τις πολυπληθείς λαϊκές μάζες και με εντυπωσιακή γεωγραφική ανισοκατανομή της ανάπτυξης, μεταξύ της αφάνταστα καθυστερημένης Ανατολίας και της σχετικά ανεπτυγμένης Δυτικής Μικράς Ασίας.

          Τολμούμε να πούμε, ότι τηρουμένων των αναλογιών, η Τουρκία ευρίσκεται σήμερα στο ίδιο δίλημμα, που βρέθηκε και η Σοβιετική Ένωση και που ο Γκορμπατσώφ έλυσε με τον τρόπο που γνωρίζουμε.

          Η Σοβιετική Ένωση ήταν μία αχανής χώρα, πολυεθνική, με αυτοκρατορικά βάρη και ένα σύστημα εξουσίας που, πέραν όλων των άλλων, που θα μπορούσε κανείς να πει, διατηρούσε την ενότητα με διάφορους ανορθόδοξους τρόπους. Ο εκδημοκρατισμός του συστήματος, σε συνδυασμό με την παραίτηση ή την αδυναμία να φέρει τα βάρη της αυτοκρατορίας, οδήγησαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Βέβαια, αυτό έγινε με τρόπο ειρηνικό, κάτι που είναι ιστορικά ασυνήθιστο.

          Η Τουρκία διατηρείται ενωμένη, μόνον κάτω από την πίεση του στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου. Γι’ αυτό και το σύστημά της δεν μπορεί ποτέ να είναι δημοκρατικό. Δημοκρατία στην Τουρκία σημαίνει να τεθούν στο πολιτικό περιθώριο οι στρατιωτικοί και να τεθεί έτσι σε κίνδυνο η ενότητα της χώρας. Το δόγμα του Ατατούρκ και των κληρονόμων του στρατιωτικών, ότι στην Τουρκία υπάρχουν μόνο Τούρκοι, είναι η άτυπη νομιμοποίηση της ουσιαστικής δικτατορίας, που υπάρχει στην Τουρκία.

          Από την άλλη πλευρά, πάλι, οι στρατιωτικοί, για να «νομιμοποιήσουν» την παραμονή τους στην εξουσία ως άρχουσα τάξη, παράγουν εθνικούς κινδύνους για την ακεραιότητα της Τουρκίας π.χ. Κούρδοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Σύριοι, Ιρανοί, Ρώσοι κλπ., δίνοντας στον τουρκικό λαό το αίσθημα της περικύκλωσης. Δεν είναι τυχαίο, ότι η Τουρκία έχει χείριστες σχέσεις με όλους τους γείτονές της.

          Αυτά τα λέμε, όχι για να κάνουμε ιστορικές αναλύσεις, αλλά για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

          Όποιος περιμένει ειρηνική συνύπαρξη με αυτήν την Τουρκία, που σήμερα υπάρχει, είναι τουλάχιστον αφελής και, όταν είναι πρωθυπουργός, είναι επικίνδυνος.

          Πρέπει να συμφιλιωθούμε με την σκέψη, ότι οι παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις θα μας συνοδεύουν για απροσδιόριστο χρόνο.

          Ότι  είναι στοιχείο δομικό του καθεστώτος στην Άγκυρα, ότι εξευρωπαϊσμός, άρα και εκδημοκρατισμός της Τουρκίας, σημαίνει και ενδεχόμενο διάσπασής της. Γι’ αυτό και το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας ουδέποτε θα στέρξει να αποδεχθεί εξευρωπαϊσμό με τέτοιο τίμημα.

          Από την άλλη πλευρά, γνωρίζει το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας, ότι μια χαμένη μάχη θα σημάνει και το τέλος του, γιατί θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου. Γι’ αυτό, οι προκλήσεις θα εγγίζουν μόνον το κατώφλι του θερμού επεισοδίου, το οποίο η Τουρκία θα δρασκελίσει μόνον όταν είναι απόλυτα βέβαιη για το αποτέλεσμα, όπως έγινε το 1974 στην Κύπρο.

          Η αποφασιστικότητα, συνεπώς, της ελληνικής πλευράς και ο σαφής καθορισμός των αδιαπραγμάτευτων θέσεών μας, δίνουν τη μεγαλύτερη εγγύηση, ότι η Τουρκία δεν θα υποστεί τον πειρασμό ή, ακόμα καλύτερα, δεν θα πάρει το λαθεμένο μήνυμα, ότι και αυτή τη φορά η Ελλάδα θα υποχωρήσει. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται, ότι η προσέγγιση του τουρκικού προβλήματος πρέπει να γίνει με συνδυασμό κινήσεων, που θα στοχεύουν στο να συνειδητοποιήσει η άλλη πλευρά, ότι η τυχοδιωκτική πολιτική της μπορεί να έχει θανατηφόρο, για το τουρκικό καθεστώς, κόστος. Οι κινήσεις αυτές πρέπει να είναι μίγμα μέτρων διπλωματικών και αμυντικών, που να δίνουν τη μέγιστη αποτροπή. Θα προτείνουμε ορισμένα, αρχίζοντας από το τι δεν πρέπει να κάνουμε.

 

1.-      Πρέπει να γνωρίζουμε, ότι οι δηλώσεις του τύπου «τι θέλετε να κάνουμε, πόλεμο;», όπως αυτές του Ιανουαρίου του 1996, δίνουν το χειρότερο μήνυμα στην Άγκυρα για την ελληνική αποφασιστικότητα.

2.-      Διάλογος, για το αν προέχει η άμυνα της χώρας ή η σύγκλιση, δίνει σήμα στην Άγκυρα, ότι υπάρχει αντικείμενο διεκδίκησης και ότι η άμυνα της χώρας δεν έχει απόλυτη προτεραιότητα.

3.-      Δεν πρέπει να δείχνουμε, ότι επειγόμαστε να κλείσουμε ειρήνη με την Τουρκία. Όποιος επείγεται δίνει βάσιμα την εντύπωση, ότι είναι διατεθειμένος να κάνει υποχωρήσεις.

4.-      Δεν πρέπει να αφήνουμε την εντύπωση, ότι όλα είναι διαπραγματεύσιμα. Από την άποψη αυτή, κείμενα σαν αυτό της Μαδρίτης, που αναφέρονται γενικώς σε ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της Τουρκίας, είναι ολέθρια για τα εθνικά συμφέροντα.

          Ας έλθουμε τώρα στην εθνική στρατηγική, που δεν μπορεί, παρά να είναι η σύνθεση της ευρωπαϊκής, της βαλκανικής και της μεσογειακής πολιτικής μας.

          Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, που είναι ψυχροπολεμικές, έτσι κι αλλιώς, έχουν περάσει ήδη από καιρό σε μια φάση «μαχητικής συνύπαρξης». Αυτή η φάση, θα κρατήσει απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, επί όσο χρόνο, δηλαδή, θα υπάρχει αυτό το καθεστώς στην Τουρκία.

          Οι Αμερικανοί και η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτή εκφράζεται από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, προστατεύουν την Τουρκία, γιατί εκτιμούν, πως η διάλυσή της θα βλάψει τα συμφέροντά τους στην περιοχή, αποσταθεροποιώντας την προς όφελος άλλων δυνάμεων που δεν ελέγχονται. Η Τουρκία και σήμερα είναι ο μεγάλος ασθενής της περιοχής και το τελευταίο κεφάλαιο του γνωστού ανατολικού ζητήματος. Τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή συγκλίνουν, ή και ταυτίζονται, με συμφέροντα δυνάμεων μη φιλικών, ή ανταγωνιστικών προς τη Δύση.

          Πρέπει, συνεπώς, κάθε φορά να αναζητούνται ισορροπίες, που θα συμβιβάζονται τα διαφορετικά συμφέροντα. Αυτό, όμως, σημαίνει να ορίσουμε προτεραιότητες και προτεραιότητα είναι η ανάσχεση της Τουρκίας. Επιδιώκουμε ισόρροπες σχέσεις με τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ισόρροπες αυτές σχέσεις δεν πρέπει να διακυβεύονται για καμιά «κοινή εξωτερική πολιτική» εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

          Όπως αναπτύξαμε και πριν, το Ευρωπαϊκό μέλλον είναι ακόμα ασαφές. Η σύνεση, λοιπόν, απαιτεί να περιμένουμε την ολοκλήρωση της νέας ισορροπίας, προτού σπεύσουμε σε θυσίες και παραχωρήσεις, στο όνομα μιας «ευρωπαϊκής προοπτικής», αγνώστου ή και ανυπάρκτου περιεχομένου, προς την οποία μας εξωθούν επίμονα οι εντός των τειχών «Ευρωπαϊστές».

          Εκεί βρίσκεται και η αντίρρησή μας για την άρση του βέτο στην χορήγηση του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου στην Τουρκία. Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα δεν πρέπει να παραιτηθεί από το δικαίωμα του ΒΕΤΟ στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπέρ της Τουρκίας, για τον χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας προς ένταξη χώρας, αν, τουλάχιστον, δεν υπάρξουν προηγουμένως οι εξής προϋποθέσεις:

          α) Αποχώρηση των εποίκων και των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο, με παράλληλη αναγνώριση της Κύπρου ως ενιαίας και ανεξάρτητης χώρας, με επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους.

          β) Παραίτηση από τις παράνομες διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο, με ταυτόχρονη παραίτηση από την απειλή πολέμου – «casus belli», σε περίπτωση που η Ελλάδα θα ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμά της για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, όπως προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας.

          γ) Αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της Τουρκίας.

          Το ΔΗΚΚΙ είναι αντίθετο στο διάλογο με την Τουρκία και στην προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για οποιοδήποτε άλλο θέμα, εκτός από το νομικό ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, με βάση το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις.

          Οι απαράδεκτες συζητήσεις, που γίνονται από την ελληνική κυβέρνηση με την Τουρκία και με διάφορους διαιτητές, καθώς και η διατύπωση της ελληνικής θέσης ότι δέχεται η Ελλάδα, να προσφύγει η Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για τις παράνομες απαιτήσεις της σε βάρος της χώρας μας, αποτελεί, εξ υπαρχής, βλαπτική για τα εθνικά μας συμφέροντα θέση και υποκρύπτει εθνικές παραχωρήσεις, κατ’ απαίτηση των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης. Εκεί βρίσκεται και η ουσία της θέσης μας για το Κυπριακό, που είναι απλή, γι’ αυτό και εντελώς σαφής.

          Δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού θα υπάρξει μόνον με Κύπρο ενιαία και ανεξάρτητη, με ταυτόχρονη αποχώρηση των εποίκων και των Τουρκικών στρατευμάτων από το  βόρειο τμήμα της, που κατέχεται παρανόμως από την Τουρκία, χωρίς εγκατάσταση νατοϊκών δυνάμεων, με επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες τους, με δυνατότητα ελεύθερης διακίνησης των νομίμων κατοίκων και την αναγνώριση και εγγύηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε όλους τους Κύπριους, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.

          Για το ΔΗΚΚΙ, το Κυπριακό είναι θέμα παράνομης εισβολής και κατοχής ξένων τουρκικών δυνάμεων σε ένα ανεξάρτητο κράτος. Κατά συνέπεια, είναι διεθνές πρόβλημα, που πρέπει να λυθεί από τον ΟΗΕ και όχι ζήτημα που αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, ούτε μπορεί να λυθεί με διακοινοτικές συνομιλίες. Ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων, που υπάρχει, δεν μας επιτρέπει να λύσουμε το Κυπριακό, με τρόπο ευνοϊκό, για τα εθνικά συμφέροντα.

          Η τοποθέτηση των ΗΠΑ στο πλευρό της Τουρκίας, του στρατηγικού τους εταίρου στην περιοχή, μεταβάλλει τον συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος μας. Η λύση της συνομοσπονδίας, που εξετάζεται, μας οδηγεί όχι μόνον στην αναγνώριση της εισβολής και κατοχής του μισού σχεδόν κυπριακού εδάφους, αλλά και στην υποθήκευση του υπολοίπου. Αλλά πέρα απ’ αυτό, δεν πρέπει κανείς να έχει την ψευδαίσθηση, ότι μια έστω κακή λύση στο Κυπριακό λύνει το πρόβλημα των τουρκικών διεκδικήσεων σε βάρος μας. Από την επομένη, κιόλας, θα ξεκινούσε η αμφισβήτηση στο Αιγαίο.

          Θα πρέπει να γίνει σαφές σε όλους μας, ότι, επί όσον χρόνο η Τουρκία διεκδικεί ρόλο μεγάλης δύναμης στην περιοχή, συστατικό του οποίου είναι και ο υποβιβασμός της Ελλάδος σε κατάσταση δορυφόρου, είναι αδύνατη η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τμήμα των οποίων είναι και το Κυπριακό. Τι κάνουμε συνεπώς; Η απάντηση είναι απλή. Δεν κλείνουμε κανένα μέτωπο με την Τουρκία. Τα αφήνουμε, συνειδητά, όλα ανοικτά και τα μετατρέπουμε σε κόστος για την Τουρκία, οικονομικό, στρατιωτικό, διπλωματικό, πολιτικό, όσο περισσότερο μπορούμε. Φυσικά, αυτή η πολιτική θα έχει και για μας κόστος, αλλά είναι η μόνη συνεπής στάση σε εθνικά ζητήματα.

          Από τα παραπάνω συνεπάγεται, ότι ένας ελληνοτουρκικός διάλογος, ως μόνο περιεχόμενο μπορεί να έχει, για μεν το Αιγαίο στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, για δε το Κυπριακό την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και των εποίκων και την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους. Προφανώς, η Τουρκία δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, να συζητήσει σε αυτό το πλαίσιο. Όμως, δεν υπάρχει άλλο, που να είναι συμβιβαστό με τα ελληνικά συμφέροντα. Δίκαια, βέβαια, να αναρωτηθεί κανείς «Ως πότε;». Η απάντηση είναι πολύ σαφής. Μέχρι να αρθούν οι λόγοι, που καθιστούν την Τουρκία στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ στην περιοχή, ή συμβεί η επιστροφή της Ρωσίας δυναμικά στη διεθνή σκηνή, οπότε το τουρκικό δυναμικό συρρικνώνεται δραματικά.

          Θετικές, σε αυτήν την κατεύθυνση, εξελίξεις, για τα ελληνικά συμφέροντα, θα ήταν η βελτίωση των σχέσεων των ΗΠΑ με το Ιράν και την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα η βελτίωση των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Συρία. Όπως βλέπουμε υπάρχουν πιθανότητες να υπάρξει μεταβολή συνθηκών. Εμείς, όμως, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τις υποδεχθούμε.

          Στα Βαλκάνια, τώρα, έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση επικίνδυνη. Η μεταβατικότητα, που διακρίνει το διεθνές σύστημα, πήρε στα Βαλκάνια την μορφή της αναμέτρησης και ξεπέρασε τον Ρουβίκωνα, ότι δηλαδή τα σύνορα θεωρούνται απαραβίαστα και η εθνική κυριαρχία σεβαστή.

          Γεγονός είναι, ότι σειρά πολιτικών εμπλέκονται και συγκρούονται, μέσω τρίτων, κάνοντας την κατάσταση απρόβλεπτη. Αν μπορούμε να δώσουμε έναν χαρακτηρισμό, σε αυτά που συμβαίνουν, ο πιο κατάλληλος είναι μάχη για την διεκδίκηση σφαιρών επιρροής, επικαλυπτόμενοι από την συνολική μάχη για την παγκόσμια ηγεμονία. Οι ΗΠΑ θέλουν να κρατήσουν την Ρωσία εκτός Βαλκανίων, αλλά και να ανασχέσουν την Γερμανική επέκταση, που έχει γεωπολιτικά φθάσει ως και την Κροατία, από το να περιλάβει και τα υπόλοιπα Βαλκάνια.

          Η Γαλλία, στην αφανή μαχητική διαπραγμάτευσή της με την Γερμανία, παίζει το αμερικανικό χαρτί στα Βαλκάνια, επιδιώκοντας κέρδη αλλού. Η Βρετανία, δεδομένη στον αμερικανικό προσανατολισμό, διεκδικεί την αρμοδιότητα του μόνου φερέγγυου εκπροσώπου της υπερδύναμης στην Ευρώπη. Αυτά όλα κάνουν, φυσικά, αδύνατη την κοινή Ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και το μέλλον των Βαλκανίων άδηλο. Για την ώρα, τίποτε δεν αποκλείεται, μιας και η αλλαγή συνόρων δεν είναι κάτι απαγορευτικό.

          Εμείς, βεβαίως, είμαστε αντίθετοι σε κάθε αλλαγή συνόρων και δεν αναμειγνυόμαστε με τον οποιονδήποτε τρόπο στις διενέξεις. Είμαστε χώρα της περιοχής και θα κληθούμε, όταν τελειώσει η περιπέτεια αυτή, να ζήσουμε μαζί με όλους τους λαούς των Βαλκανίων. Αυτό που εμείς πρέπει να επιδιώξουμε, είναι η δημιουργία ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης και προϋποθέσεις, για τη χώρα μας, εντίμου διαιτητού, που σίγουρα θα χρειαστεί.

          Γι’ αυτό, η μη ανάμειξη, είναι πολιτική που θα αποδώσει, σε συνδυασμό με την επιμονή στις αρχές του διεθνούς δικαίου. Κάθε άλλη πολιτική είναι αδιέξοδη και επικίνδυνη. Αυτά σε ό,τι αφορά το γενικό πλαίσιο. Είναι, όμως, απαραίτητες κάποιες ειδικές αναφορές, σε ορισμένα ζητήματα.

          Πρέπει να μην παρασυρόμαστε και να ολισθαίνουμε στην άποψη, ότι το θέμα του ονόματος της Δημοκρατίας των Σκοπίων έπαψε να υφίσταται, όπως και οι προθέσεις των κύκλων, διεθνών και της περιοχής, που, με όχημα το όνομα «Μακεδονία», επιδιώκουν «νομιμοποίηση» σε ιστορική βάση της αλλαγής των συνόρων.

          Ιδιαίτερα με τις τελευταίες εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο και την de facto αλλαγή συνόρων, που γίνεται εκεί, κανένας δεν μπορεί να είναι ήσυχος και πολύ περισσότερο σίγουρος.

          Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θα πρέπει, ασυζητητί, να απορρίπτουμε ακόμη και συζήτηση για συζήτηση για αναγνώριση από πλευράς μας του κράτους αυτού, με το όνομα «Μακεδονία» ή παράγωγό τους. Ας το αναγνωρίσουν όλοι οι άλλοι, δεν έχει καμία σημασία. Μόνον η δική μας υπογραφή μετράει. Αυτήν μόνο μπορεί να δημιουργήσει απαιτήσεις και γι’ ουδέποτε πρέπει να την θέσουμε.

          Ανακεφαλαιώνοντας την μακρά ανάλυση και περιγραφή μέτρων πολιτικής, καταλήγουμε στα εξής:

1.-      Η εποχή μας διακρίνεται από μια γιγάντια σύγκρουση για την παγκόσμια ηγεμονία, που διαδέχθηκε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

2.-      Η έκβαση αυτής της σύγκρουσης είναι άδηλη, σίγουρα, όμως, θα κρατήσει απρόβλεπτο χρόνο και σίγουρα θα δώσει το περιεχόμενο του 21ου αιώνα.

3.-      Η χώρα μας έχει μέγεθος που δεν της επιτρέπει την συμμετοχή στην σύγκρουση συμφερόντων, γιατί, λόγω μικρού ειδικού βάρους, τα τυχόν οφέλη θα είναι ελάχιστα, οι τυχόν, όμως, ζημιές μοιραίες. Άλλωστε, δυνάμεις αυτού του μεγέθους έχουν την μοίρα των μισθοφόρων. Σε περίπτωση επιτυχίας, λαμβάνουν τον μισθό. Σε περίπτωση επιτυχίας, λαμβάνουν τον μισθό. Σε περίπτωση αποτυχίας, θεωρούνται αναλώσιμοι.

4.-      Αλλά, πέραν του γενικού αυτού κανόνα, η χώρα μας έχει το μείζον πρόβλημα, που είναι η τουρκική επιθετικότητα. Λόγω, όμως, μεγέθους, δεν μπορούμε να σηκώσουμε δεύτερο μείζον πρόβλημα, δεύτερη μείζονα προσπάθεια. Μοιραία θα διακινδυνεύσουμε την κύρια προσπάθεια. Η στρατηγική μας διαφορά με την κυβέρνηση, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, είναι ακριβώς αυτή. Θεωρεί η κυβέρνηση, ότι η ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας δεν έχει την απόλυτη προτεραιότητα και αντ’ αυτής επιλέγει την ΟΝΕ. Αυτήν την επιλογή την θεωρούμε εθνικά επικίνδυνη, διότι, αναγκαστικά, οδηγεί σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς στο Αιγαίο και την Κύπρο.

5.-      Ασφαλώς και η δική μας επιλογή έχει κόστος. Είναι, όμως, η μόνη που εγγυάται ασφαλή και αξιοπρεπή διέλευση από τις συμπληγάδες του καιρού μας και από την άλλη πλευρά, στην κοινωνική της διάσταση, μέσω της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, μπορεί να εκφράσει και την πλειοψηφία της κοινωνίας μας.

6.-      Ζητάμε την άμεση εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συμβάσεων.

7.-      Προασπιζόμαστε το status quo του Αιγαίου και το αναφαίρετο δικαίωμά μας επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια.

8.-      Αγωνιζόμαστε για την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο, με μοναδικό σκοπό την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της.

9.-      Αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε τη FYROM με οποιοδήποτε παράγωγο του ονόματος «Μακεδονία».

10.-    Αγωνιζόμαστε για την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και την ασφάλειά τους.

11.-    Επαναθέτουμε το ζήτημα της αναγνώρισης από τη διεθνή κοινότητα της γενοκτονίας των Ποντίων.

12.-    Ανακινούμε το θέμα του κατοχικού δανείου και των γερμανικών επανορθώσεων.

13.-    Διεκδικούμε όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λοζάννης για Ίμβρο, Τένεδο, την επιστροφή των περιουσιών των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και την απρόσκοπτη λειτουργία της Σχολής της Χάλκης.

          Επιδιώκουμε:

1.-      Να εξασφαλίσουμε τη διαφάνεια και τη σωστή αξιοποίηση των οικονομικών και πλουτοπαραγωγικών μας πόρων, με σκοπό την επίτευξη ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή μας.

2.-      Να επιμεληθούμε ιδιαίτερα και να προσπαθήσουμε ειδικά για την οικονομική στήριξη και την εμπέδωση της ασφάλειας στις ακριτικές περιοχές.

3.-      Να καλλιεργήσουμε το αίσθημα εθνικής ομοψυχίας, με βάση μια κοινωνικά αποδεκτή πολιτική στην οικονομία, στην εργασία, στην παιδεία και στην υγεία.

4.-      Να δραστηριοποιηθούμε άμεσα διπλωματικά θέτοντας πρώτη προτεραιότητα τη σύναψη σχέσεων και συμμαχιών με κράτη που έχουμε κοινά συμφέροντα.

5.-      Να καθιερώσουμε συγκεκριμένη εθνική στρατηγική για την επίλυση των προβλημάτων και την αξιοποίηση του Απόδημου Ελληνισμού.

6.-      Να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις.

7.-      Να φροντίσουμε ταχύτατα όχι μόνο για την ποσοτική βελτίωση του εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων και την ανάπτυξη της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας, αλλά προ πάντων για τεχνολογικά εξελιγμένη ποιότητα.

8.-      Να οργανώσουμε την παλλαϊκή άμυνα, που μαζί με το ακατάβλητο φρόνημα του ελληνικού λαού θα αποτελέσουν ανασχετικό παράγοντα κάθε επιθετικής πολιτικής από μέρους της Τουρκίας.

9.-      Να θεμελιώσουμε μια νέα εθνική – λαϊκή ενότητα, που θα πρέπει να στηρίζεται στις κοινωνικές δυνάμεις της εργασίας, της παραγωγής και του πολιτισμού.

          Φίλες και Φίλοι,

          Κλείνοντας την εισήγηση, οφείλουμε, ακόμη μια φορά, να υπενθυμίσουμε το αυτονόητο. Έθνη που δεν είναι διατεθειμένα να αγωνιστούν, να είναι έτοιμα για τον ρόλο του υπηρέτη αυτών που αγωνίζονται γι’ αυτό, που, καλώς ή κακώς, θεωρούν υπόθεσή τους. Έτσι ήταν πάντα στην ιστορία και δεν βλέπουμε σήμερα να έχει αλλάξει κάτι.

          Άλλωστε, μια γρήγορη ματιά στον κόσμο γύρω μας θα μας αφυπνίσει, όσους τουλάχιστον από εμάς θέλουν να αφυπνιστούν.