Αθήνα, 16 – 02 - 2000

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ο Πρόεδρος του ΔΗΚΚΙ, κ. Δημήτρης Τσοβόλας, σε παρέμβασή του στη Βουλή, κατά τη συζήτηση νομοσχεδίου  για τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς, την Τρίτη 15 Φεβρουαρίου, τόνισε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

Πιστεύω ότι η περίοδος που έρχεται αυτό το νομοσχέδιο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, μετά δηλαδή την ανακοίνωση από τον κ. Πρωθυπουργό των πρόωρων εκλογών, υποβαθμίζει και το συνεταιριστικό κίνημα, αλλά και τον αγροτικό τομέα, που δεινοπαθεί τα τελευταία έντεκα χρόνια. Η δε πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού,  βρίσκεται κυριολεκτικά σε απόγνωση.

Δεν μπορεί ένα τέτοιο νομοσχέδιο, που θίγει ένα τόσο μεγάλο για την ελληνική οικονομία και κοινωνία ζήτημα, να έρχεται δεκαπέντε, είκοσι μέρες πριν και τυπικά να διαλυθεί η Βουλή, ενώ στην ουσία, υπολειτουργεί και είναι φανερό από την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, κάτι που είναι λογικό.

Έρχεται μέσα σε μια ουσιαστικά προεκλογική περίοδο έντασης, όπου αντικειμενικά, δεν μπορεί η Βουλή να έχει πληρότητα και ασφαλώς,  να ασχοληθεί με την σοβαρότητα που επιβάλλεται για ένα τόσο σημαντικό για την ελληνική οικονομία και κοινωνία ζήτημα. Αυτό σαν μια πρώτη παρατήρηση.

Επειδή τυχαίνει να είμαι απ’ αυτούς που έχουν μακρά πορεία εδώ στο Κοινοβούλιο, θυμάμαι όταν ήμουν ακόμα Βουλευτής στο ΠΑΣΟΚ, πριν το Γενάρη του 92, που εξέπεσα από το βουλευτικό αξίωμα, που Κυβέρνηση ήταν η Νέα Δημοκρατία, ότι είχαν έλθει ρυθμίσεις παρόμοιες με αυτές που κάνει σήμερα η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που έχει μετεξελιχθεί σε μια Κυβέρνηση όχι των αγροτών ή των εργαζομένων, αλλά των οικονομικά ισχυρών.

Βλέπω, τώρα, να φέρνει εκείνες τις διατάξεις, που με αγώνα –όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ, αλλά και των άλλων Κομμάτων της Αριστεράς- αποσύρθηκαν τότε. Βλέπω, λοιπόν, να φέρνει εκείνες τις ρυθμίσεις, που στην ουσία αποτελούν δυναμίτη σε ό,τι απέμεινε από το συνεταιριστικό κίνημα.

Ασφαλώς, καταψηφίζουμε αυτό το νομοσχέδιο, γιατί δεν προωθεί τους νέου τύπου αγροτοβιομηχανικούς συνεταιρισμούς, που το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα στη συνολική και εξειδικευμένη πρόταση για τον αγροτικό τομέα προτείνει σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων ουσιαστικών αποφάσεων και μέτρων που πρέπει να ληφθούν, για να αντιμετωπιστούν έστω και μερικώς, τα μεγάλα προβλήματα που παρουσιάζει στην πατρίδα μας ο αγροτικός τομέας και η πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού.

Θα αναφέρω μερικά απ’ αυτά τα προβλήματα, που είχα την ευκαιρία να τα συζητήσω και με τον κ. Υπουργό Γεωργίας, πριν από, περίπου, έναν μήνα, όταν τον επισκέφθηκα επικεφαλής αντιπροσωπείας του ΔΗΚΚΙ, μετά από αίτημα δικό μου.

Τα προβλήματα αυτά, όση προσπάθεια κι αν κάνει η Κυβέρνηση να ωραιοποιήσει την κατάσταση, είναι επιγραμματικά τα εξής: Η  μη απορρόφηση των περισσοτέρων αγροτικών προϊόντων σε τιμές οι οποίες συνεχώς φθίνουν, μειώνονται, αντί να αυξάνονται, ενώ από την άλλη μεριά, είναι γνωστό ότι το κόστος παραγωγής, όπως και τα χρηματοοικονομικά, έχουν τινάξει στον αέρα και τον αγροτικό τομέα, αλλά και την πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού της χώρας, που βρίσκεται πλέον σε απόγνωση.

Δεν φθάνει μόνο ότι οι τιμές των περισσοτέρων αγροτικών προϊόντων κάθε χρόνο μειώνονται αντί να αυξάνονται, έστω κατά τον πληθωρισμό, αλλά οι έμποροι, οι μεγαλέμποροι, παίρνουν όποτε θέλουν όσο θέλουν και πληρώνουν όποτε θέλουν αυτές τις ελάχιστες τιμές των αγροτικών προϊόντων. Ορισμένοι απ’ αυτούς δεν πληρώνουν και καθόλου. Η Κυβέρνηση λέει «σηκώνω τα χέρια, γιατί έχουμε ελευθερία της αγοράς» και από την άλλη μεριά,  λέει «τι ωραία που περνάνε οι αγρότες».

Ασφαλώς, αυτό δεν υπηρετεί ούτε τους αγρότες, ούτε τα λαϊκά στρώματα. Γιατί  η τελική τιμή στον καταναλωτή είναι πολλαπλάσια της τιμής πώλησης από τον παραγωγό, από τον αγρότη προς τον πρώτο έμπορο-μεσάζοντα.

Το άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι οι ποσοστώσεις. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση με το βαμβάκι, με την τελευταία απόφαση που πάρθηκε στην Ευρώπη. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Οι άδειες που έχουν χορηγηθεί στο παρελθόν, τελικά,  γίνονται αντικείμενο αξιοποίησης από κάποιους που δεν είναι καν αγρότες.

Πρέπει να γίνει επαναπροσδιορισμός, αλλά και χορήγησης στους πραγματικούς αγρότες που καλλιεργούν σήμερα ή έχουν διάθεση να καλλιεργήσουν προϊόντα. Όμως, τι αύξηση παραγωγικότητας μπορεί να υπάρξει, όταν λέτε στους αγρότες και σεις και η Ευρώπη «θάψτε τα προϊόντα, ποσοστώσεις στα προϊόντα»; Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν με οικονομικά κριτήρια να αναπτυχθεί ο αγροτικός τομέας και η ελληνική παραγωγική οικονομία, όταν βάζετε τέτοιου είδους περιορισμούς και σεις και η Ευρώπη.

Ασφαλώς, αυτή δεν είναι πολιτική, που μπορεί να συγκρατήσει τους αγρότες στη γη τους, ώστε να μείνουν εκεί και αυτοί και τα παιδιά τους. Είναι μια πολιτική συνειδητής επιλογής για απομάκρυνση των αγροτών, για αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού με μετακίνησή του στα μεγάλα αστικά κέντρα. Από μια απάντηση που μου είχε δώσει ο κ. Πρωθυπουργός σε επίκαιρη ερώτηση που είχα κάνει στην ώρα του Πρωθυπουργού, φάνηκε αυτό, διότι μου είπε ότι στην Ευρώπη ο αγροτικός πληθυσμός είναι 8% ως 10%, ενώ στην Ελλάδα είναι 18% ως 20%. Άρα και η Νέα Δημοκρατία το 1990 και το  ΠΑΣΟΚ από το 1993 μέχρι σήμερα, εφαρμόζουν μια αντιαγροτική πολιτική, ώστε να πετύχουν τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού από το 18% έως 20%,  στο 8% έως 10%. Το είπε αυτό ο κύριος Πρωθυπουργός εδώ στην αίθουσα της Βουλής και υπάρχουν τα πρακτικά στα οποία έχουν καταχωρηθεί τα λεγόμενά του.

Ασφαλώς, εκείνο που θα μπορούσε να βοηθήσει πέρα από τις αναδιαρθρώσεις κάτω από άλλη λογική και φιλοσοφία με οικονομική στήριξη για το μεταβατικό διάστημα, εκεί που πρέπει, για να προσαρμοστούν τα προϊόντα στις καταναλωτικές ανάγκες της Ευρωπαϊκής και διεθνούς αγοράς, είναι ουσιαστικά έργα αναπτυξιακής υποδομής στον αγροτικό τομέα. Δηλαδή, έργα αρδευτικά, εγγειοβελτιωτικά, για να μειωθεί το κόστος παραγωγής. Παραλλήλως, θα πρέπει να προχωρήσουμε στην παραχώρηση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, αλλά και βοσκοτόπων από το δημόσιο και  τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου στους ακτήμονες και ημιακτήμονες καλλιεργητές. Αυτά είναι ουσιαστικά μέτρα, πέρα από την ανάγκη για μείωση του κόστους παραγωγής. Μπορούμε να τα παλέψουμε και να τα πετύχουμε μέσα στην Ευρώπη, διότι η Ελλάδα είναι κατ’ εξοχήν γεωργική χώρα.

            Γι’ αυτό σας ζητάμε να αποσύρετε αυτό το νομοσχέδιο,  το οποίο χειροτερεύει τα πράγματα στους συνεταιρισμούς. Ίσως να εξυπηρετεί κάποιες κομματικές σκοπιμότητες και κάποια κομματικά στελέχη. Τινάζει στον αέρα ό,τι απέμεινε από το συνεταιριστικό κίνημα. Αν ψηφίσετε αυτό το νόμο,  θα παραδώσετε τους αγρότες και τη σοδειά τους στο έλεος των μεγαλοεπιχειρηματιών,  που τώρα με τη μορφή μελών αγροτικών συνεταιρισμών θα εκμεταλλεύονται και άλλα πράγματα. Πέρα από τους αγρότες,  θα εκμεταλλεύονται ασφαλώς και τον κρατικό τομέα. Γι’ αυτό εμείς ζητάμε να αποσυρθεί αυτό το νομοσχέδιο, άλλως το καταψηφίζουμε.