Την Πρώτη μου Συμφωνία άρχισα να σχεδιάζω
από τα 1948. Ήδη στα 1945 είχα γράψει το πρώτο μου έργο: «Το πανηγύρι
Ασή Γωνιάς» όπου δοκίμαζα για πρώτη φορά τα ορχηστρικά μου όπλα. Όμως
το έργο αυτό δεν έμελλε να παιχτεί παρά πέντε χρόνια αργότερα, στις
5 Μαίου του 1950 (το πέντε για μένα έχει πάντα σημασία στη ζωή μου).
Κι έτσι έπρεπε όλον αυτόν τον καιρό να υπολογίζω μονάχα με την φαντασία
μου -στα ατελεύτητα κοντσέρτα που διηύθυνα νοερώς στις ώρες της ημιεγρηγόρσεως-
την ορθότητα των αντιστικτικών και ορχηστρικών συνδυασμών.
Βάζοντας στο χαρτί τις πρώτες ιδέες, τα πρώτα σχέδια της Συμφωνίας μου,
κατ αρχήν έδινα διέξοδο στα συναισθήματα και στις ιδέες που με γέμιζαν
εκείνη την εποχή.Το αίσθημα της διαμαρτυρίας και του πόνου από μιά νεότητα
που πιό πολύ για υποκειμενικούς παρά για αντικειμενικούς λόγους , μ
έπνιγε μέσα σ ένα αδιέξοδο, ήρθε να δυναμωθεί από την οδυνηρή εμπειρία
των γεγονότων της κατοχής και μετά. Μέσα σ αυτή τη μουσική, σ αυτές
τις μελωδίες, τους ρυθμούς και τα χρώματα, αν υπήρχε η γεύση της ελπίδας
-άν σ αυτόν τον σκοτεινό τοίχο υπήρχαν ανοίγματα - αυτό ήταν έργο της
φιλοσοφικής ιδεολογικής πιότερο πίστης μου στον άνθρωπο και στο μέλλον
του, παρά αποτέλεσμα βιολογικό - όσο βιολογικό φαινόμενο είναι η χαρά
και η ελπίδα.
Τι θέση είχε η Ελλάδα μέσα σ αυτόν τον ηχητικό κόσμο;
Την Ελλάδα περισσότερο από ένα συγκεκριμένο μουσικό χώρο, την αντιμετώπιζα
σαν μιά ιδεολογική ενότητα , ανασκαμμένη από την νεώτερη της ιστορία,
κατοικημένη από ένα μάρτυρα λαό εσταυρωμένο εν ονόματι της λύτρωσης
και της ελευθερίας της ανθρωπότητας.
Η ενεργός μου συμμετοχή στα εθνικά γεγονότα από τα Αλβανικά και εντεύθεν,
με είχε πλουτίσει με ένα αδιασάλευτο αίσθημα υπερηφάνειας και πίστεως
και πεποιθήσεως, ότι οι τοτινές σχέσεις μας με την ελληνική συνείδηση
της ιστορίας, μας ανύψωσαν δια μιάς, από την ταπεινή σειρά των ανυπολόγιστων,
στην πρώτη έπαλξη του αγώνα για την ελευθερία του ανθρώπου. Αυτό το
ισχυρό συναίσθημα της υπεροχής δεν μ εγκατέλειψε ούτε για μιά στιγμή.
Και νομίζω ότι η συγκεκριμένη ανάλυση των ιστορικών γεγονότων επιβεβαιώνει
σαφώς τη θέση αυτή. Σήμερα ακόμα είμαι πεπεισμένος ότι δεν μας λείπει
παρά το θαύμα της εθνικής ενότητας για να προχωρήσουμε γρήγορα στην
πρωτοπορία της ανθρωπότητας. Κι αυτό γιατί ίσως όλο αυτό το μαρτυρολόγιο
που μας συνοδεύει μέσα από τους αιώνες έπλασε αυτήν την πολύτιμη πνευματική,
ψυχική και ηθική μονάδα: τον Έλληνα.
Αυτό είναι το πρώτο φόντο της Πρώτης Συμφωνίας μου.
Τα πρώτα σχέδια -θυμάμαι- τα έκανα στα 1947 στο χωριό Δάφνη, στο νησί
του Ικάρου. Εκεί μιά νύχτα - μαζί με τους πρώτους ίσκιους που μας έστελνε
το δυτικό Αιγαίο - μας ήρθε και η είδηση για το θάνατο του ανθυπολοχαγού
Μάκη Καρλή, από νάρκη, κάπου έξω από την Θεσσαλονίκη. Ο αγαπημένος μου
παιδικός φίλος, ο πρώτος μεγάλος μου φίλος εξαφανίσθηκε, διαλύθηκε,
σκορπίστηκε σαν ψιλή βροχή από σάρκες και αίμα πάνω στον Μακεδονικό
κάμπο.
Το ίδιο βράδυ -εγώ ο παθολογικά δειλός στο σκοτάδι- τριγυρνούσα στην
τύχη ανάμεσα στις ελιές της Μεσαριάς, συντροφιά με τα φαντάσματα της
νύχτας του Ιουλίου, γιατί αισθανόμουν μιά απέραντη ντροπή να γδυθώ και
να πέσω στο ξύλινο κρεββάτι μου ζωντανός, ζεστός, ακέραιος και να αναπαυθώ
και να ονειρευτώ, και να ξυπνώ και να πεινώ. Σαν ύστατη λύτρωση μπροστα
σ αυτά τα άδικα ερωτήματα που η μοίρα του ανθρώπου, και αν υπάρχει,
δεν δίνει απόκριση, ήλθε με τα χαράματα μαζί και η λειτουργία της μουσικής.
Νομίζω ότι ουσιαστικά εκείνη τη νύχτα είχε χαραχθεί στο υποσυνειδητό
μου το μεγαλύτερο μέρος του έργου.
Τον Βασίλη Ζάννο είχα συναντήσει το 1944, στο Παλιό Φάληρο μια τρομερή
μέρα (που δεν χωράει να μπει στο σημερινό σημείωμα) μα τον γνώρισα πολύ
καλά στα 1947.
Εκείνη την εποχή είχα σχεδιάσει τα περισσότερα μέρη από ένα συμφωνικό
μου έργο, που αργότερα έγινε γνωστό με τον τίτλο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΑ ή
ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ και θυμάμαι πως πήρα τον Βασίλη παράμερα, κάτσαμε στο πεζούλι
της εκκλησίας του Χριστού (χωριό της Ικαρίας) και του τα τραγούδησα
ένα προς ένα. Σηκώθηκε και με φίλησε από χαρά, και από τότε χαθήκαμε.
Τώρα, δυό μέρες ύστερα από τον χαμό του Καρλή, μάθαμε και το δικό του
τέλος. (Ο Βασίλης Ζάννος εκτελέστηκε στα 1948 ύστερα από απόφαση του
Στρατοδικείου Αθηνών). Η συμφορά μου ήταν αμέτρητη γιατί γιά τον Ζάννο
ο θαυμασμός μου ήταν ανυπολόγιστος, γιατί τον είχα παραδεχθεί για καλύτερό
μου και αυτό είναι πολύ δύσκολο όταν είσαι 22 ετών και εγωιστής.
Αν και σε αντίμαχα στρατόπεδα ο ανθυπολοχαγός ο Μάκης και ο Βασίλης
έδιναν (στην σκέψη μου) τα χέρια - γίνονταν φίλοι και οσιομάρτυρες της
ίδιας μεγάλης ιδέας, της Ελλάδας, που έχανε τα καλύτερά της παιδιά -
ανήμπορη και βαρυπενθούσα.
Η ιδέα της Διαμαρτυρίας κυριαρχεί στο πρώτο μέρος της Συμφωνίας μου.
Η μουσική μου γλώσσα είχε αρκετά ακονισθεί, ώστε να έχει το δικαίωμα
να περνά μέσα από την γλώσσα των άλλων και να πλουτίζει δίχως να χάνει
το βάθος, την προσωπικότητά της - όμως και αν ακόμα στο πέρασμα παρασύρει
στοιχεία ξένα δίχως να τα αφομοιώσει, και πάλι η κίνηση αυτή επιβάλλεται,
πρώτον για να λάβουμε υπ οψη μας και την τελευταία θετική εισφορά στο
οικοδόμημα της μουσικής τέχνης και να μην πέσουμε σε περιττές επαναλήψεις,
και δεύτερον για να επιβεβαιώσουμε την αυθεντικότητα της δικής μας συνεισφοράς.
Στην Συμφωνία μου ειδικώτερα, αναγνωρίζω την σκιά του Δημήτρη Σοστάκοβιτς,
του συνθέτη που με τον Ιγκόρ Στραβίνσκυ με σημάδεψε περισσότερο από
κάθε άλλον.
Στό πρώτο μέρος, καταργώντας την κλασσική φόρμα της Σονάτας, προσπάθησα
να δώσω μία καινούργια αρχιτεκτονική προσαρμοσμένη στο περιεχόμενο του
έργου. Τα βασικά θέματά μου είναι τέσσερα (αντί γιά δύο) αν και σε τελευταία
ανάλυση ανάγονται και τα τέσσερα σε μιά ίδια αρχική μουσική ρίζα.
Η αρμονική γλώσσα είναι κατά το πλείστον αποτέλεσμα της πυκνής αντιστικτικής
ύφανσης των φωνών, η δε ενορχήστρωση πυκνή και πολύχρωμη. Αν εξαιρέσουμε
το τέταρτο θέμα που μοιάζει με νανούρισμα και που είναι η μοναδική φωτεινή
χαραμάδα μέσα σ αυτά τα υψηλά ηχητικά τείχη, και που τα χαρακτηρίζει
δομή και γεύση ελληνική, όλα τα άλλα είναι μελωδίες και μοτίβα προσωπικά
που η μόνη τους ελληνικότητα είναι η καταγωγή του συνθέτη.
Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο μέρος που είναι Ελεγείο και Θρήνος,
και για το φινάλε που δίνει στα ίδια αυτά θρηνητικά και ελεγειακά θέματα,
μια νέα διάσταση και χαρακτήρα, καθώς τα φορτώνει πάνω σε καλπάζοντες
ρυθμούς και θριαμβευτικές συγχορδίες. Δεν θάπρεπε να περαλείψω να τονίσω
το απροσδόκητο σταμάτημα του ρυθμού και την οδυνηρή πτώση στα έγκατα
της αβύσσου - στο μέσον του Τρίτου μέρους που συμβολίζει την ύστατη
επίκληση και το στερνό τραγούδισμα προς τους Νεκρούς. Μετά ο καλπασμός
ξαναρχίζει - η ζωή προχωρεί ακόμα και μέσα από ερείπια και εμφύλιες
σφαγές.
Δεν τελειώνει ποτέ, και μόνο η ανάγκη του κύκλου που πρέπει να ενώνει
τις άκρες του και που είναι το καλλιτεχνικό έργο, βάζει την τελική συγχορδία.