Εργογραφία

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ (Μετασυμφωνικό) ΑΣΤ 183

Ετος Σύνθεσης Τόπος Σύνθεσης Ποίηση
1968 Αθήνα-Βραχάτι Ρένα Χατζηδάκη (Μαρίνα)

ROMANOS
τηλ. 9246024
fax 9241362
1968, POLYGRAM
Μαρία Φαραντούρη
Αντ. Καλογιάννης
Ε: Γιάννης Μαρκόπουλος
1998, ΙΝΤUΙΤΙΟΝ
Μαρία Φαραντούρη
Κώστας Θωμαϊδης
Ε: Μπάμπης Κανάς
Δ: Μ. Θεοδωράκης
 


Κατάσταση Πολιορκίας

του Μίκη Θεοδωράκη

Ξαναρχίζω λοιπόν να συνθέτω και... σκέπτομαι τη Μαρίνα. Η Μαρίνα έμεινε στο διάδρομο μπροστά στο κελί αρ. 1. Μαζί με μια άλλη κοπέλα που φορούσε πανταλόνια. Όταν με ξαναπήγαν πλάι στο παλιό κελί η Μαρίνα είχε μεταφερθεί στο κελί των γυναικών. Όταν έκανα την μεγάλη απεργία πείνας άκουγα την Μαρίνα που φώναζε τον φρουρό.

Η Μαρίνα έγραψε ένα ανυπέρβλητο σε ομορφιά, δύναμη και αλήθεια ποίημα. Κάθε λέξη, εικόνα, νόημα, μπήγονταν στη σάρκα μου. Με πονούσαν. Με ανακούφιζαν. Με λύτρωναν. Ήταν η φωνή μας. Ήταν τα ίδια μου τα λόγια - οι ελπίδες - που έγιναν «σαπισμένα σταφύλια». Ήταν η οργή. Η πίκρα. Κι’ όμως ήταν η δύναμή μας.

Έλαβα πρώτα το πρώτο μέρος. Συνέθεσα δίχως ανάσα τη μουσική. Αργότερα στο Βραχάτι μούστειλαν το δεύτερο και το τρίτο μέρος.

Σα μουσική φόρμα είχα την ευκαιρία να επιβεβαιώσω τον δρόμο που άνοιξα με τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ - ΑΒΕΡΩΦ. Ήταν ένα καινούργιο τραγούδι ποταμός σε τρία μέρη.

Στην αρχή ο τίτλος ήταν «ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΒΕΡΩΦ», γιατί εκεί γράφτηκε μετά την καταδίκη της Μαρίνας από το στρατοδικείο. Η Μαρίνα έγραφε κι έσκιζε ευθύς τα ποιήματά της. Σώθηκαν τα δικά μας χάρη σε μια συγκρατούμενη φίλη της που φρόντισε να τα αντιγράψει. Αργότερα μπήκε ο οριστικός τίτλος: ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ.

Κατάσταση Πολιορκίας

Σχόλιο

του Γκυ Βάγκνερ

Το πιο δυνατό και βαθύ από τα έργα που συνέθεσε ο Θεοδωράκης όταν βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό είναι βέβαια η «Κατάσταση Πολιορκίας».

Η σύνθεση στηρίζεται σ’ ένα ποίημα με τρία μέρη που παραδόθηκε κρυφά στον Θεοδωράκη την εποχή που βρισκόταν στις φυλακές Αβέρωφ. Το συγκινητικό κείμενο ήταν γραμμένο από μία κοπέλα που βασανίσθηκε φρικτά στην γυναικεία πτέρυγα της ίδιας φυλακής. Η κοπέλα χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Μαρίνα» για να μην μπορέσουν οι δικτάτορες να μάθουν ποιος τους κατηγορούσε μ’ αυτό τον αμείλικτο τρόπο. Σήμερα το όνομα της κοπέλας είναι γνωστό. Ονομάζεται Ρένα Χατζηδάκη. Η μαρτυρία της είναι η μαρτυρία της νέας ελληνικότητας. Η φωνή της είναι η φωνή της βασανισμένης Ελλάδας μέσα στη νύχτα των βαρβάρων.

«Έγραψε ένα ανυπέρβλητο σε ομορφιά, δύναμη και αλήθεια ποίημα» είπε ο Θεοδωράκης.

Και όπως ένοιωσε να τον καλεί το κείμενο, αυθόρμητα του έβαλε μουσική για να το κάνει ακόμα πιο δυνατό. Ο ποταμός των λέξεων οδηγεί σ’ ένα ποταμό μουσικής. Ιδού το παράπονο που θα σημαδέψει για πάντα τους βασανιστές. «Δεν θα μπορέσουν να με σκοτώσουν»: Μ’ αυτόν τον τρόπο τραγουδά για τον αγαπημένο της η λεπτή φωνή μιας νέας γυναίκας που δεν κατάφεραν να συντρίψουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο τραγουδά μια νέα Αντιγόνη ενάντια στους νέους Κρέοντες και το κάνει τόσο συγκινητικά που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο από το ν’ ακούμε προσεκτικά αυτή την έντονη έκφραση του ανθρώπινου πόνου.

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

«τραγούδι - ποταμός»

ποίηση Μαρίνας

  1. Καθώς το παιδί που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς
    ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου και θάχω χάσει για πάντα τους δρόμους μου, σα θα μ’ ανοίξουνε να βγω από δω.
    Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού, σε ισοπεδωμένα τοπία, στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη, στις σπαταλημένες ματιές,
    να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου
    γυρεύοντας
    και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα που ήταν κάποτε δική μας
    που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
    μέσα στους ίσκιους των νεκρών
    χρωμάτων των νεκρών
    εικόνων
    όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια της μεγάλης
    νύχτας που έφτασε πριν πόσον καιρό;
    Πως να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα, τις σεληνιακές του διαλείψεις
    τ’ αστρικά του πηδήματα,
    πως να μετρήσω την πορεία μου, τεθλασμένη, την απρόβλεπτη τροχιά της
    απουσίας σου,
    μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο
    μεσ’ στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μας
    και τώρα την εξουσιάζουνε τα τανκς;

    Εφτάπυλο το χάος, στεγανό, πολιορκημένο απ’ το φόβο με τα χίλια πρόσωπα,
    Οι κραυγές των ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμισι,
    Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή,
    Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί,
    Και πάλι, πάντα που νάναι τα χέρια σου; η φωνή σου που;
    Θ’ αντέξουν κι απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
    Πώς να μετρήσω;
    Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς που σημαδεύει - έφηβο κιόλας - το παιδί
    η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου.
    Άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα η ασχήμια, που ενεδρεύει, να με καταβροχθίσει,
    ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει μ’ αφύσικα τινάγματα,
    η μελλοθάνατη είμ’ εγώ
    και γύρω μου, παντού, καταμεσίς, κατάστηθα, στο χάος, στην καρδιά μου
    αιμόσυρτες οι τροχιές από την αθωότητα στο φόνο, από το φόνο στην τύψη,
    στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.
    Πως να τραγουδήσω;
    Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
    Φύκια των ουρανών μεσ’ στην αγρύπνια τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες.
    Τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
    κι όπου κι’ αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.

    Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα
    Η Ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσία, μαχαίρι στην καρδιά
    Το πληγιασμένο φως μετά τις δέκα, οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες,
    Η δίχως νόημα θυσία, η πολιορκία, η απουσία, το τσιγάρο του φρουρού.
    Και θα μιλώ μονάχα τούτη τη γλώσσα.
    «Πώς άλλαξε αυτό το παιδί» θα λένε οι άλλοι,
    κοιτώντας με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα,
    ζητώντας μου, να τους μιλήσω για ήρωες,
    κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία
    σκεπάζοντας τα τανκς, τ’ αεροπλάνα, το φόβο, το βήμα του φρουρού,
    τις νύχτες, χωρίς εσένα, που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού,
    που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
    σκορπισμένα, σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας, απ’ τα πέρατα της Γης και της απόγνωσης.

    Γιατί κι’ εσένα θα σ’ έχω χάσει
    στο κινούμενο σκοτάδι όπως κι’ εμένα
    όπως και τον αγώνα
    που «θάταν δύσκολος αλλά ωραίος»
    κι’ ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι.
    Χωρίς εσένα πως;
    Σαν την πρώτη μοναξιά που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί,
    το σώμα μου θα διαλυθεί, τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν
    πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό.
    Το σώμα μου, ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί
    γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
    τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
    με την ηλικία της οδύνης, με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα
    θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους
    θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους
    κι’ όταν θάρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
    «δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
    παρεξηγώντας το θάνατό μου.
    Και μόνο εσύ θα ξέρεις,
    μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
    το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
    τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα,
    την απόγνωση του κινέζικου πορτραίτου,
    τα ελληνικά αινίγματα - «τι είν’ αυτό που ανεβαίνει με τα πόδια και το κατεβάζουν με κουβέρτα»
    και μόνο εσύ θα ξέρεις
    πώς, που χάθηκε το κορμί μου,
    τι έγινε η φωνή μου, τι η αγρύπνια μου,
    τι ήχους έχει ο φόβος κι η απόγνωση τι πρόσωπα;
    «Θεέ μου τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»
    Μονάχα εσύ θα ξέρεις
    Εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

  2. Μακριά, πολύ μακριά, ακούγεται η ζωή.
    Ψηλά πολύ ψηλά, λάμπουν τα φώτα - ίσως -
    τα φώτα, που μας έκλεψαν, της πολιτείας, που μας έκλεψαν,
    κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα και τα βουνά, γύρω, δικά μας.
    Μακριά, πολύ μακριά, υπάρχεις. Πρέπει να υπάρχεις.
    Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου, ξανθό, πίσω από τους λεκιασμένους τοίχους.

    Κάποτε που όλα θα μαθευτούνε
    που θ’ αναλιώσει πάλι το παγωμένο κέντρο της μνήμης
    τώρα παντού «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
    και θα ξανάρθουνε τα χρώματα -ίσως -
    κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων, των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων
    να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας, να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια
    κάποτε
    θα μάθεις κι’ εσύ
    τα υπόλοιπα
    θα θυμηθείς και
    εσύ
    μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
    θα είσαι,
    μακριά,
    τότε
    εγώ δε θα υπάρχω.

  3. Ο χρόνος παραμορφώθηκε. Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
    Ξέρεις πού θα με βρεις.
    Εγώ ο φόβος, εγώ ο θάνατος
    εγώ η μνήμη ανήμερη,
    εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου
    εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής
    θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με την αγωνία μου
    θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά,
    σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες ώσπου ν΄αρχίσουν να σφαδάζουν
    ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
    Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
    Όμως, θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θάναι τα παιδιά
    πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
    πρώτη φορά
    τα παιδιά
    σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
    θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα τα αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών,
    διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα,
    ονοματίζοντας σωστά,
    χωρίς ρομαντισμούς, τα παιδιά, χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας,
    σημαδεμένα από την αστραπή τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης που σε μας άργησε τόσο πολύ νάρθει.

    Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
    κι αν τώρα κάθε που ανασαίνω βγαίνει τ’ όνομά σου,
    όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
    με μόνο μια φούχτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν,
    τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
    κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας
    με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι’ αυτών που βασανίζουν,
    τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου.
    Ίσως εσύ θάχεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο,
    ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί, στο σταυροδρόμι του κόσμου,
    μ΄όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
    ίσως τότε τα παιδιά σου, μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
    να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή - μια στιγμή πριν απ’ το χάος.
    Και πια δε θάχει μείνει τίποτ’ από μένα
    ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
    ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
    ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
    μα θάχω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου,
    θάχω γράψει τ’ όνομά σου σ’ όλα τα χιόνια των γκρεμών
    θάχω διασχίσει το σκοτάδι, που φοβόμουνα, ως την άλλη όχθη
    και το κορμί μου, ίσως νεκρό, μα πάλι, ακέριο
    θ’ αναπαύεται
    με γύρω του τη θύμησή σου και τη λιόλουστη ζωή.