Κοινωνικοπολιτική φιλοσοφία
Ο πολιτικός Θεοδωράκης, όπως μας έχει συνηθίσει άλλωστε, δεν δίστασε να ερμηνεύσει συνολικά την πολιτική του στάση: -Με δεδομένες τις παγιωμένες απόψεις μου για το πολιτικό κατεστημένο, πώς εξηγείται και πιο πολύ πώς δικαιολογείται η ανάμιξή μου στα πολιτικά δρώμενα των τελευταίων δεκαετιών; Είναι ένα πρόβλημα για το οποίο, νομίζω είμαι υποχρεωμένος να τοποθετηθώ υπεύθυνα και κυρίως πειστικά απέναντι στο δεδομένο ότι, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να υπάρχει όχι μιά αλλά περισσότερες αντιφάσεις.
Στην περίπτωση που θα είχα επιλέξει ως κανόνα ζωής την αριστοκρατική αποστασιοποίηση από ό,τι νομίζω πως δεν συμβιβάζεται με τις αρχές μου,το ήθος μου, τον τρόπο ζωής μου και μια που η πνευματική δημιουργία μου έδινε τη δυνατότητα -αν ήθελα- να αντιπαρέρχομαι, γεγονότα, καταστάσεις και πρόσωπα αφ΄υψηλού, τότε φυσικά θα φρόντιζα να μην αναμιχθώ στα κοινωνικά και κυρίως στα πολιτικά δρώμενα της χώρας μου.
Πόσο μάλλον που δεν κατάφερα τελικώς όχι να ταυτισθώ αλλά ούτε καν να πλησιάσω κανένα πολιτικο-κομματικό χώρο. Όπως ήδη έχω δηλώσει, συνυπήρξα με την Αριστερά μόνο σε εποχές εθνικής κρίσης (1943-49, 1963-74 και 1978-86). Με τη Νέα Δημοκρατία στην περίοδο βαθειάς όχι μόνο κρίσης αλλά και εθνικής σήψης (1989-92).
Στην ουσία παρέμεινα μόνος, ανένταχτος, ανεξάρτητος αλλά αυτοστατευμένος. Η φιλοσοφία μου και η πολιτική μου υπήρξε απλή: Πίστευα μόνο στο μαζικό κίνημα, στον ενωμένο στη βάση του λαό. Πίστευα ακόμα, ότι δεν παίζει ρόλο με ποιό τρόπο θα ενωθεί ο λαός. Φτάνει να ενωθεί. Από κει και πέρα, πίστευα, ότι ο ενωμένος στη βάση του λαός αποκτά τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε να οδηγείται προς την αυτοτέλεια ξεπερνώντας, αφήνοντας πίσω του, και αν χρειαστεί απομακρύνοντας ακόμα και αυτούς, που για ιδιοτελείς λόγους συνέτειναν στην ενότητά του.
Όμως έως ότου φτάσει ο λαός στην αυτογνωσία που θα τον αποδεσμεύσει από τα συνήθη κομματαικά και άλλα δεσμά του, είμαστε υποχρεωμένοι -αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές- να λαμβάνουμε υπ΄όψιν μας τις όποιες δεσμεύσεις- προκαταλήψεις- πιστεύω κ.λπ. της στιγμής που σημαίνει, ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους εκάστοτε πολιτικούς του ποιμένες. Αφού ο λαός σαν τα πρόβατα ακολουθεί ο καθένας το βοσκό του, για να ενωθούν τα κοπάδια σε ένα, θα πρέπει να πεισθούν οι βοσκοί να σμίξουν στο ίδιο βοσκοτόπι, ανυποψίαστοι ότι υπογράφουν μ΄αυτόν τον τρόπο τη θανατική του καταδίκη ως αναμφισβήτητοι ηγέτες, σωτήρες και βοσκοί σιωπηλών αμνών. Γιατί οι σιωπηλοί, πειθαρχικοί και ανεγκέφαλοι αμνοί, απ΄τη στιγμή που θα πάψουν να αποτελούν κοπάδι και γίνουν Λαός, αποκτούν δύναμη ιστορική. Υπάρχει ποιοτική αλλαγή. Ποιοτικό άλμα. Και τότε ακριβώς συμβαίνει να γίνεται ιστορία.
Η πρόσφατη ιστορία μας δεν είναι τίποτε άλλο, παρά οι στιγμές εκείνες που τα γεγονότα και οι ηγέτες οδήγησαν χωρίς να το γνωρίζουν ούτε να το θέλουν στην ενότητα του ελληνικού λαού για να το μετανοιώσουν ευθύς αμέσως και να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να γλιτώσουν απ΄τον ενωμένο Λαό. Αλβανικό Έπος, Εθνική Αντίσταση, Δημοκρατική Αντίσταση, Εθνική κουλτούρα (κυρίως με το τραγούδι). Προσωπικά δε με ενδιέφερε ένα κόμμα, ένας ηγέτης ή μια κατάσταση, παρά μόνο στο βαθμό που έκρινα ότι μπορεί να χρησιμεύσουν, να αποδειχθούν ωφέλιμοι στις συγκεκριμένες κάθε φορά διεργασίες ενότητας στη βάση του Λαού.
Το κίνημα της έντεχνης Λαϊκής Μουσικής, το κίνημα των Λαμπράκηδων, το κίνημα της Αντίστασης, η ενότητα γύρω από τη λύση Καραμανλή, η κίνηση για την ενότητα της Αριστεράς και τέλος η ενότητα κατά του τριτοκοσμικού αυριανισμού, ήσαν στοιχεία, μέθοδοι, απόπειρες, προσπάθειες για να δημιουργηθεί η μεγάλη κοίτη, που θα χωρέσει τον ενωμένο στη βάση του Λαό. Μπορεί οι επιλογές μου να ήσαν επιτυχείς ή λαθεμένες. Μπορεί ακόμα αντί για το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα να προέκυπτε ακριωβώς το αντίθετο. Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι υπήρχε πάντοτε μια εγγενής αδυναμία. Το ότι δηλαδή μου έλειπε κάθε φορά ο αναγκαίος φορέας, ο κομματικός μηχανισμός, οι δημόσιες σχέσεις, η οικονομική υποστήριξη, οι δαιδαλώδεις διακλαδώσεις στον χαώδη κόσμο των διαπλεκομένων συμφερόντων. Με μια λέξη το κόμμα.
Όμως μπαίνοντας σ΄αυτή τη λογική -της εξουσίας- πίστευα (και πιστεύω) ότι αναιρώ εκ των προτέρων το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: τη Λαϊκή εξουσία. Λαϊκή εξουσία με φοράς κομματική εξουσία, είναι σα να σφάζεις το έμβρυο στην κοιλιά της μητέρας. Αντίφαση. Που οδηγεί ίσως στην ουτοπία. Όμως μεταξύ των δύο κακών επέλεξα συνειδητά το λιγότερο κακό. Το πρώτο, το μέγιστο για μένα, είναι η βέβαιη αναίρεση της πραγματικής λαϊκής κυριαρχίας, από το όργανο με το οποίο υποτίθεται ότι θα κατακτηθεί, δηλαδή την κομματική κυριαρχία.
Το δεύτερο, το λιγότερο κακό, είναι η άρνηση σε κάθε μορφή κομματικής εξουσίας, με τον κίνδυνο να συνθλιβείς ανάμεσα στις μυλόπετρες του πολιτικο-κομματικο-οικονομικού κατεστημένου, χωρίς να προφτάσεις να δεις να πραγματοποιείται το όραμά σου: ο ενωμένος λαός. Όμως σ΄αυτή τη δεύτερη περίπτωση, υπάρχει το θετικό στοιχείο, ότι οι σπόροι που έσπειρες είναι γνήσιοι -δεν έχουν πλαστικοποιηθεί απ΄τις παρενέργειες των κομματικών σκοπιμοτήτων- και είναι δυνατόν να δημιουργήσουν ενωτικά συμπλέγματα σε άλλα επίπεδα του κοινωνικού γίγνεσθαι όπως π.χ. στην προώθηση του Ιδεώδους, της Ηθικής, της πνευματική καλλιέργειας και της ομαδικής δημιουργικής συμμετοχής σε καλλιτεχνικά δρώμενα εθνικού μεγέθους. Και το πιο σπουδαίο ίσως: της δημιουργίας μιας ψυχικής εθνικής ενότητας σε πείσμα των κάθε είδους εξουσιαστών-.
Αντίστοιχη βαρύτητα εμπεριέχουν και οι πολιτικές του παρακαταθήκες: -Η μοναδική πλέον ελπίδα εναπόκειται στις νέες γενιές των Ελλήνων. Σ΄αυτές που δεν έχει φτάσει το δηλητήριο από 50 και πλέον έτη ψεύδους και παραχάραξης της νεότερης ελληνική ιστορίας. Γι΄αυτό πρέπει να δοθεί απόλυτη εθνική προτεραιότητα στην εθνική μας αυτογνωσία, στην αποκατάσταση κατ΄αρχήν της ιστορικής αλήθειας και σε συνέχεια στη διάδοσή της. Χρειάζεται ριζική απομυθοποίηση. Αυτός ο τομέας περιλαμβάνει την αλήθεια ως προς τα ιστορικά γεγονότα, ως προς τα δημόσια πρόσωπα, ως προς τα έργα, τις ημέρες και τις πράξεις-ενέργειες όλων των Ελλήνων. Η πνευματική και καλλιτεχνική συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό είναι υψηλή.
Όμως κακοποιημένη, παραμορφωμένη και άγνωστη. Η επιστημονική επίσης κατάθεση των Ελλήνων επιστημόνων, σημαντική. Ακόμα και σε θέματα παραγωγής και συμβολής στην τεχνολογική ανάπτυξη.
Τέλος ενδείκνυται η μελέτη του ελληνικού ήθους, του ελληνικού τρόπου ζωής, της εθνικής μας ψυχοσύνθεσης ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις σκληρές και συχνά απάνθρωπες κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις λαών, ειδικά της μεταβιομηχανικής εποχής. Όπως όμως και νά΄χει το πράγμα, πιστεύω, ότι οι νέοι με το αλάνθαστο ένστικτό τους για αλήθεια, φως, ειλικρίνια, υπερηφάνεια, θα οδηγηθούν στο να ξεχωρίσουν το χρυσό ανάμεσα στις πολύχρωμες χάντρες από φτηνό γυαλί, με τις οποίες κάποιοι έχουν στολίσει ανάξια πρόσωπα και ανύπαρκτα έργα. Οι Έλληνες νέοι του 2000 θα είναι περήφανοι για τη χώρα τους. Πρώτα απ όλα γιατί δεν υπάρχει δεύτερος λαός στη γη, που να έγινε ολοκάυτωμα εθελοντικά (και όχι υποχρεωτικά, όπως οι Εβραίοι) μόνο και μόνο γιατί: Πίστεψε πρώτα απ όλα στην Ελλάδα και μετά στις μεγάλες ανθρώπινες αξίες. Πρέπει να γίνει κατανοητό και να αποδειχθεί ιστορικά πως αν η Ελλάδα έμενε ουδέτερη όπως η Τουρκία, τόσο οι Ιταλοί, όσο και οι Γερμανοί δεν επρόκειτο να μας πειράξουν (κάτι ανάλογο έγινε άλλωστε και με τη Γαλλία του Πεταίν). Και όπως συνέβη με την Τουρκία μετά τον πόλεμο και λόγω της στρατηγικής μας θέσης, θα μας υπολόγιζαν οι σύμμαχοι θέλοντας και μη. Επομένως τις θυσίες τις προκαλέσαμε (τις επιδιώξαμε) εμείς. Χαρίσαμε την πρώτη νίκη στους συμμάχους. Καθυστερήσαμε την εισβολή στη Σοβ. Ένωση αλλάζοντας έτσι την τύχη του πολέμου. Αντισταθήκαμε με όλα τα μέσα. Δεν πήγαμε εθελοντές να εργαστούμε στη Γερμανία, όπως όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι. Δεν δεχτήκαμε την επιστράτευση. Στο Ανατολικό Μέτωπο δεν συμμετείχε ούτε ένας έλληνας στρατιώτης, αντίθετα με όλους τους άλλους Ευρωπαίους. Για όλα αυτά τιμωρηθήκαμε σκληρά. Να γιατί η σημερινή στάση των Ευρωπαίων είναι ουσιαστικά ανήθικη. Και γι΄αυτό απαράδεκτη.
Δείχνοντας πως δεν κατανοούμε το νόημα της ευρωπαϊκής στάσης, είναι σα να φτύνουμε πάνω στην ιστορία μας. Είναι σα να ξανασκοτώνουμε τους νεκρούς μας. Είναι η άρνηση του εαυτού μας του αληθινού του Ελληνικού. Μόνο όσοι έμειναν παρατηρητές, απόντες των θυσιών μας μπορεί να δεχτούν αυτήν την ΥΒΡΙΝ. Και δυστυχώς είναι σήμερα αυτοί που σε ένα ποσοστό 90% μας κυβερνούν. Και μόνο αυτή η βδελυρή παραχάραξη αυτής της ιστορικής πραγματικότητας αποτελεί έγκλημα κατά της Ελλάδος και κατά της ανθρωπότητας. Αναρωτιέστε γιατί έγινε; Μόνο και μόνο, γιατί κάθησαν πάνω στο σβέρκο του λαού μας με το έτσι θέλω (και φυσικά με τη βοήθεια των ξένων) οι απόντες, οι παρατηρητές και συχνά οι συνεργάτες των εχθρών μας. Που πύκνωσαν τελικά τις στρατιές των καριεριστών, δηλαδή αυτών που έχουν ως επάγγελμα την προσωπική τους προβολή, για την οποία όμως προϋπόθεση αποτελεί η παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας, μιας και οι ίδιοι δεν χωρούν μέσα σ΄αυτήν-.
|