Β.6. Η αυτοτέλεια του σχολείου με σκοπό την κοινωνική διαπαιδαγώγηση σταθερής και δημιουργικής προσωπικότητας
Το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό σχολείο εξασφαλίζει την αυτοτέλειά του, υποτάσσοντας όλη τη λειτουργία του σε ένα σκοπό: να συμβάλει στην αρμονική ανάπτυξη σταθερής προσωπικότητας και την κοινωνική διαπαιδαγώγηση ενός νέου συνειδητού δημιουργικού ανθρώπου, που δε θ’ αντιμετωπίζει με κακομοιριά τη ζωή.
Σήμερα η αυτοτέλεια του σχολείου είναι κενό γράμμα. Το ΤΕΕ δεν είναι καν σχολείο. Το “Ενιαίο Λύκειο” διχάζεται μεταξύ της Βασικής Εκπαίδευσης και της προετοιμασίας για τα ΑΕΙ. Γενικότερα, το άγχος για την εξάντληση της ύλης , χωρίς καμιά δυνατότητα επιλογής κι ιεράρχησής της, καταλήγει σε μια επιτροχάδην ανάγνωση ή στη δήλωση “μέχρις εδώ φτάσαμε, τόσο προλάβαμε”, που σημαίνει ότι το σχολείο δεν ολοκληρώνει τίποτε και μένει έξω από την οπτική του το ουσιαστικό περιεχόμενο της ζωής. Η διαπαιδαγωγητική προσφορά του σχολείου στο κοινωνικό σύστημα είναι η συντριβή της νεανικής προσωπικότητας στις συμπληγάδες πέτρες της ταξικής επιλογής και της ιδεολογικής χειραγώγησης. Είναι το ατομικίστικο σχολείο, σκληρού αγώνα για μικρή ζωή, που γερνά το νέο άνθρωπο πριν την ώρα του και τον εξοντώνει. Το σχολείο της αδιαφορίας για την ίδια τη ζωή, της αβεβαιότητας και της παθητικότητας, των ανούσιων ηθικών φλυαριών και των κηρυγμάτων, που αποβλέπουν στη δουλική προσαρμογή στο σύστημα. Ο νέος άνθρωπος χρειάζεται μια διαφορετική τοποθέτηση απέναντι στη ζωή και τα προβλήματά της . Βέβαια η ηθική αγωγή στο νέο σχολείο, δεν αποτελεί ξεχωριστό μάθημα. Η σωστή κι ολοκληρωμένη διαπαιδαγώγηση της προσωπικότητας πραγματώνεται μέσα από τη ζωή στο σχολείο σε σύνδεση με το κοινωνικό περιβάλλον. Γι’ αυτό, το σχολείο πρέπει να διδάσκει την αλήθεια για τη ζωή, αλήθεια που ο νέος θα την επιβεβαιώνει στην πράξη. Κι όχι μόνο το σχολείο πρέπει να εξασφαλίζει τη σύνδεση με τη ζωή και την κοινωνική πράξη, αλλά και το ίδιο το κοινωνικό περιβάλλον πρέπει να γίνει ανθρώπινο, ώστε ο άνθρωπος να συνηθίζει να βιώνει τον εαυτό του σαν άνθρωπο.
Καταρχήν, το σχολείο πρέπει να διευκολύνει τα παιδιά και τους εφήβους να ζήσουν και ν’ απολαύσουν κατά τον καλύτερο τρόπο την ωραιότερη ίσως φάση της ζωής του ανθρώπου. Η αδιαμφισβήτητη ανάγκη προετοιμασίας και εξοπλισμού του νέου ανθρώπου, ώστε να ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις της μελλοντικής ζωής του, δεν πρέπει να αποκλείει τα παραπάνω. Ίσα –ίσα η προσφορά γνώσεων, η αισθητική και φυσική αγωγή, γενικά το περιεχόμενο και η λειτουργία του σχολείου, πρέπει να καθιστούν πιο ενδιαφέρουσα και πιο ευχάριστη την παιδική και εφηβική ζωή. Να εξασφαλίζουν στο παιδί το παιχνίδι, να βοηθούν τον έφηβο να οργανώσει τον ελεύθερο χρόνο του, να εμπλουτίζουν τις νεανικές δραστηριότητες τόσο κατά τη διάρκεια του προγράμματος όσο και μετά, με την αξιοποίηση του σχολικού χώρου και τη συμβολή της σχολικής κοινότητας στην κοινωνικοπολιτική ζωή του τόπου. Αν θέλουμε ν’ αγαπήσουν το σχολείο τα παιδιά και οι έφηβοι, πρέπει το σχολείο να ‘ναι ελκυστικό. Αυτό πια κι αν είναι έξω από τη δυνατότητα της αστικής ζούγκλας. Όποιος παρακολουθεί από κοντά την αγχώδη ζωή των μαθητών –ιδιαίτερα των μεγάλων πόλεων- (σχολείο, εργασία στο σπίτι, ξένες γλώσσες, φροντιστήρια…) καταλαβαίνει γιατί θεωρείται απειλή το “θα κάνουμε μάθημα”, γιατί τόση αγαλλίαση, αν για κάποιο λόγο “δεν έχουμε σχολείο”. Στο σημερινό σχολείο έχει εισβάλει το άγχος των μεγάλων για το αβέβαιο και ανασφαλές μέλλον των παιδιών και σταδιακά γίνεται και μαθητικό άγχος. Όχι μόνο ο ελεύθερος χρόνος έχει εξαφανιστεί , αλλά κι η ψυχαγωγική δραστηριότητα του σχολείου, όπως για παράδειγμα οι εκδρομές, έχουν χάσει το μορφωτικό τους περιεχόμενο κι αποτελούν εκτόνωση της συσσωρευμένης έντασης και διάλειμμα, μηχανική διακοπή της ανούσιας και κουραστικής σχολική εργασία.
Το σχολείο πρέπει ακόμη να επιδιώκει την αρμονική διαμόρφωση του ανθρώπου και γενικότερα να συμβάλλει, ώστε η ανθρώπινη προσωπικότητα να βρίσκει την ισορρόπησή της. Τα χαρακτηριστικά αυτής της ισορρόπησης είναι, από τη μια, η εσωτερική αρμονική ανάπτυξη του ανθρώπινου ψυχισμού και από την άλλη η αρμονική σχέση με το περιβάλλον. Έτσι, το σχολείο πρέπει να ασκεί όσο μπορεί περισσότερο κι από κοινού τις σωματικές και ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου. Για να ξυπνήσουμε το πνεύμα, πρέπει οι αισθήσεις να λειτουργούν, το σώμα να είναι γερό. Ύστερα ο ανθρώπινος ψυχισμός πρέπει να αναπτύσσεται αρμονικά, και στις τρεις του διαστάσεις: τη γνωστική, τη συναισθηματική και τη βουλητική. Το σημερινό σχολείο επικεντρώνεται στη μετάδοση γνώσεων- που και αυτή είναι επόμενο να είναι ελλιπής- και αναπτύσσει έτσι στρεβλά τη συναισθηματική και τη βουλητική διάσταση του ανθρώπου. Νόηση, όμως, συναίσθημα και βούληση εκφράζονται ενιαία κι αξεδιάλυτα στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Η βούληση τελικά είναι το πέρασμα από το συναίσθημα και τη σκέψη στην ενέργεια. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τα άβουλα πλάσματα είναι ανίκανα να επιδράσουν στο περιβάλλον τους. Η ίδια η αρμονική ανάπτυξη του ανθρώπου δεν αποχτιέται αποκλειστικά με την προσφορά γνώσεων, άλλωστε η γνώση ξεκινά από την επαφή με τα ίδια τα πράγματα και κάπου πρέπει να επαληθεύεται. Οι νέοι άνθρωποι πρέπει να αναγνωρίζουν μέσα στην πράξη τη θεωρητική γνώση και, αντίστροφα, μέσα από τη θεωρητική γνώση να μπορούν να ερμηνεύσουν την πράξη. Γι’ αυτό το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό Σχολείο πρέπει να είναι το σχολείο της κοινωνικής πράξης και της δράσης του μαθητή. Και η πράξη και η δράση αυτή γίνεται δημιουργική μέσα από την ίδια τη συλλογική οργάνωση της σχολικής ζωής στην ευρύτερη επαφή της με την κοινωνία. Δεν αρκούν κάποιες ευκαιριακές επισκέψεις, που δεν παρέχουν παρά αποσπασματικά και ασήμαντα οφέλη, συγκριτικά με τον πλούτο των ιδεών και των σχέσεων της περιρρέουσας πραγματικότητας. Κι ούτε θέλουμε η σύνδεση του σχολείου με την κοινωνία να έχει τη μορφή της παθητικής προσαρμογής, όπως επιδιώκει το σημερινό κοινωνικό σύστημα. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και η θέση για το “απολίτικο”, το “έξω από την πολιτική” σχολείο, που είναι το πρόσχημα για να μείνουν οι νέοι μακριά από τη γονιμοποιό επίδραση των ιδεών και των αξιών του εργατικού κινήματος. Εμείς, κόντρα στο σημερινό σύστημα, θα συνεχίσουμε να παλεύουμε η ίδια η ζωή να μπαίνει στο σχολείο και να φέρνει τα προοδευτικά μηνύματά της. Η συμμετοχή του σχολείου στο γιορτασμό της εργατικής πρωτομαγιάς, η κινητοποίηση από κοινού με το φιλειρηνικό κίνημα, η συζήτηση στην τάξη για τα δικαιώματα της γυναίκας με εκπροσώπους του γυναικείου κινήματος, η μαθητική συνέλευση για την εκπαιδευτική πολιτική είναι μορφωτικές πρωτοβουλίες εξαιρετικής σημασίας για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας. Η σύνδεση του σχολείου με τις πρωτοπόρες δυνάμεις της κοινωνικής προόδου, η συνένωση όλων των φορέων της αγωγής για τη συνειδητοποίηση από τη νέα γενιά των κοινωνικών καθηκόντων, ο διαπαιδαγωγητικός ρόλος του κόμματος της εργατικής τάξης είναι ακόμη πιο κρίσιμα ζητήματα στο σοσιαλισμό, την κοινωνία που οικοδομείται και αναπτύσσεται μόνο με τη συνειδητή δράση των λαϊκών μαζών.
Αν το ζητούμενο από το σχολείο είναι η σωστή τοποθέτηση του νέου ανθρώπου απέναντι στη ζωή και τα προβλήματά της, τότε το σχολείο πρέπει να δημιουργεί κριτήριο στους μαθητές για το σωστό και το λάθος, κι αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το κριτήριο της αλήθειας για τη ζωή.
Φυσικά αυτό ανήκει στα κεντρικά ιδεολογικά προβλήματα της εκπαίδευσης. Σχετίζεται με το μεγάλο ερώτημα “γιατί διαβάζω” ή “γιατί σπουδάζω”. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι διαβάζει για να ξέρει πολλά ή ότι διαβάζει για να διαβάζει. ΄Άλλωστε, κι όταν επιχειρούμε να μελετήσουμε ένα πρόβλημα από τις επιμέρους επιστήμες, κάνουμε βέβαια μια γνωστική πράξη αλλά, προπαντός, (πάντα μιλάμε για τη σχολική πράξη) κάνουμε μια αξιολογική πράξη. Αυτό γίνεται, για παράδειγμα, στη λογοτεχνία, όταν διερευνούμε το χαρακτήρα κάποιου προσώπου κι άρα στεκόμαστε κριτικά σε κάποιο κοινωνικό γεγονός ή αναλύουμε ένα κομμάτι λογοτεχνικό, κι αναπτύσσουμε, τελικά, μια κριτική στάση για τις προθέσεις του συγγραφέα. Το ίδιο συμβαίνει, όταν μελετάμε ένα μεγάλο φυσικό και κατά κάποιον τρόπο τον κρίνουμε από το έργο του και τη χρήση των επιτευγμάτων του, κάνουμε μια ηθική και τελικά κοινωνική τοποθέτηση. Σε πείσμα όσων το αρνούνται, αυτό συμβαίνει σε όλους τους τομείς της γνώσης, γιατί η γνώση συνεπάγεται μια κοινωνική τοποθέτηση στο δρόμο της αλήθειας, που είναι και μια κοινωνική προσέγγιση της πραγματικότητας ( είτε το καταλαβαίνει αυτό ο επιστήμονας είτε όχι ή κάνει πως δεν το καταλαβαίνει). Αυτό αποκαλύπτεται, όταν αντικρίσουμε την επιστήμη στην ενότητά της, σαν αντανάκλαση της πραγματικότητας, στη φιλοσοφική της δηλαδή διάσταση.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο Ενιαίο δωδεκάχρονο Βασικό σχολείο, αυτό οφείλει να δώσει τις βασικές επιστημονικές γνώσεις που χρειάζονται για να σχηματίσουν οι μαθητές επιστημονική κοσμοθεωρία και βιοθεωρία.. Στο σχολείο οι μαθητές πρέπει να οργανώνουν τη σκέψη τους, να μαθαίνουν να αντικρύζουν τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα στην εξέλιξή τους, τον κόσμο στην ενότητά του. Όταν οι ίδιοι ανακαλύπτουν μέσα από την επανάληψη και τη διαπλοκή των φαινομένων την ύπαρξη κάποιων γενικών κανόνων, αντιλαμβάνονται τους νόμους της φυσικής και κοινωνικής εξέλιξης, μαθαίνουν να κατευθύνουν τη ζωή τους κι αποκτούν συναίσθηση των κοινωνικών τους καθηκόντων. Ο άνθρωπος, που αφομοιώνει τη γνώση της πραγματικότητας και επομένως και την κοινωνική προοπτική, έχει ικανότητες και ιδιότητες που τον κάνουν υπεύθυνο και συνειδητό χειριστή των προβλημάτων και των πραγμάτων της εποχής του. Η μόρφωση δεν είναι απλά ζήτημα γνώσης είναι ζήτημα ζωής.