Ο χρήστης μιας ψυχοτρόπου ουσίας διαφέρει από τον τοξικομανή. Ο τοξικομανής είναι ένας μονοσήμαντος άνθρωπος που έχει βάλει στο επίκεντρο της ζωής του την ουσία θυσιάζοντας στο βωμό της όλες τις ανθρώπινες πλευρές του. Ο συναισθηματικός άνθρωπος, ο πολιτικός άνθρωπος, ο ιδεολογικός άνθρωπος, ο κοινωνικός άνθρωπος, ο άνθρωπος με βιολογικές ανάγκες υποτάσσεται στην ανάγκη της αναζήτησης και χρήσης της ουσίας από την οποία έχει εξαρτηθεί. Αυτό που συντελείται είναι μια διαδικασία απώλειας της καθαρά ανθρώπινης, δηλαδή κοινωνικής του φύσης.
Η σύγχυση των δυο εννοιών - όπως χαρακτηριστικά τονίζει η Κ. Μάτσα - της χρήσης και της εξάρτησης, υποδηλώνει μια τάση αποϊστορικοποίησης του φαινομένου της εξάρτησης, και αναγωγής του στο πεδίο της ατομικής ψυχοπαθολογίας.
Στην πραγματικότητα, η τοξικομανία είναι αποτέλεσμα της πλήρους αποξένωσης του ατόμου από τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του και την κοινωνία. Ο τοξικομανής είναι ένα άτομο που δεν ενηλικιώθηκε ποτέ, ενώ ταυτόχρονα η εξάρτησή του δεν εξαντλείται στην ατομική του ψυχοπαθολογία, όποια και αν είναι αυτή. Εάν η ψυχολογία δεν νοείται παρά μόνο σαν τη σχέση οργανικού και κοινωνικού, τότε η έννοια της ενηλικίωσης είναι αυτό που ο H. Wallon ονομάζει ανθρωποποίηση, humanization, δηλαδή μια διαδικασία κοινωνικοποίησης με την έννοια της αφομοίωσης κανόνων και αρχών μέσα από τις σχέσεις με τους άλλους, της μύησης σε κοινωνικές πράξεις, της πρόσβασης σε πολιτιστικές αξίες, της συνείδησης των περιορισμών που επιβάλλει η ίδια η πραγματικότητα στα πλαίσια της κοινωνικής δράσης.
Μέσα σε ένα κοινωνικό, οικογενειακό, πολιτιστικό περιβάλλον σε κρίση, η τοξικομανία είναι "μια ακραία μορφή εκδήλωσης της "παρεκκλίνουσας" συμπεριφοράς ολόκληρης της κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται από την αποξένωση, τον ατομικισμό, την υποκρισία, τη διαμεσολάβηση των ανθρωπίνων σχέσεων από το χρήμα, την έλλειψη αξιών, τον καταναλωτισμό, την έλλειψη πνευματικών ενδιαφερόντων, την πολιτιστική και συναισθηματική φτώχεια".
Οπως ήδη αναφέρθηκε, ο τοξικομανής είναι το αποτέλεσμα της ακραίας αποξένωσης του ατόμου από την κοινωνία. Η ύπαρξη μιας αρμονικής σχέσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας ήταν μια βασική θέση της Αριστοτελικής ηθικής αρχής, η οποία βέβαια διατυπώθηκε μέσα στα πλαίσια του δουλοκτητικού συστήματος, οπότε και ο όρος "άτομο" αφορά αποκλειστικά τον ελεύθερο πολίτη, πολύ δε περισσότερο το δουλοκτήτη. Στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, με έντονο το παρασιτικό στοιχείο, πλήττεται η ιδέα ενός εμφύτου κοινωνικού ενστίκτου και τη θέση της παίρνει η άποψη πως οι ατομικές ελευθερίες ανήκουν πρωταρχικά στη διάσταση της φύσης και όχι της κοινωνίας. Οι κοινωνικοί δεσμοί ανάγονται σε κάτι τεχνητό που επιβάλλεται στο "αυτάρκες" άτομο από "εξωτερικούς παράγοντες". Ετσι διαμορφώνονται διάφορες σύγχρονες κοινωνιολογίζουσες έννοιες, όπως αυτές του "μοναχικού πλήθους" (Riesman 1961) κλπ., που συγκαλύπτουν τα όρια της ελευθερίας στα πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων.
Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής διαμορφώνουν την ανάγκη εκείνης της "ελευθερίας" του ατόμου που θα επέτρεπε να συνάπτει "ελεύθερες συμβατικές σχέσεις" με άλλα άτομα και να μπορεί έτσι να πουλάει κυρίως την εργατική του δύναμη.
Το αποξενωμένο μοναχικό άτομο προσλαμβάνει την "ελευθερία" σα "φυσικό δικαίωμα" και η ιδέα του για "ατομική ελευθερία" έχει πάρει το χαρακτήρα δόγματος. Το άτομο, ζώντας την τραγικότητα της απομόνωσης του, ψάχνει την "απόλυτη ηρεμία" της ολοκλήρωσής του στο έξω από την πραγματικότητα "εμείς" αναζητώντας τη λύση του πραγματικού προβλήματος της απομόνωσής του σε ένα φανταστικό "Εμείς", έξω από κοινωνικές σχέσεις. Κάθε φορά που η φαντασίωση υποχωρεί, τη θέση της παίρνει η πραγματικότητα της αλλοτριωτικής απομόνωσης και γίνεται η μόνη αλήθεια που, επειδή υπάρχει, δίνει την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Το άτομο ταυτίζεται με την ανασφάλεια, την ανημποριά, την περιχαράκωση που απορρέει από την αλλοτρίωση, γίνεται ένα μαζί της και έτσι "μοιραία" συμφιλιώνεται με αυτήν. Αυτή είναι η "ανθρώπινη μοίρα" μέσα στον καπιταλισμό.
Οσο το άτομο "κόβει τους δεσμούς του από τη φύση και την καθαρά ανθρώπινη, κοινωνική φύση του" τόσο υποτάσσεται στο "φυσικό νόμο της πραγματοποίησης" (Verdinglichung), όπως τον έθεσε ο Μαρξ, αναφερόμενος στην αιτιακή σχέση και στο φετιχισμό του εμπορεύματος, τόσο οι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους μετατρέπονται σε σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα και καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι η ατομική απομόνωση είναι προϊόν της ελεύθερης επιλογής ατόμων ή της ατομικής βούλησης και λειτουργεί σαν μέσο προστασίας από την καταπίεση που επιβάλλουν οι αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές κοινωνικές σχέσεις. Η τοξικομανία μπορεί να θεωρηθεί ως μια τέτια ψευδαίσθηση "προστασίας" από τη βαρβαρότητα των αλλοτριωμένων σχέσεων, μια ψευδαίσθηση αυτάρκειας και αυταξίας.
Σε αυτά τα πλαίσια η έννοια της "αυτόνομης ατομικότητας" γίνεται μέσο νομιμοποίησης ενός κοινωνικού συστήματος που φυλακίζει τους ανθρώπους στη φενάκη και τη μοναξιά τους.
Η ουσία της εξάρτησης δεν βρίσκεται στη χημική σύνθεση μιας κάποιας ψυχότροπης ουσίας, αλλά εμπεριέχεται εν δυνάμει στον καπιταλιστικό χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής.
Η ουσία του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί μόνο μέσα στη μη αλλοτριωμένη εργασία του, στην ελεύθερη δημιουργία, την εκπλήρωση όλων των δυνατοτήτων και των αναγκών του, στην "κοινωνική ατομικότητα". Γιατί, όπως λέει ο Μαρξ, "η ουσία του ανθρώπου ανάγεται στο σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων".
Σε διαφορετική περίπτωση, αλλοτριωμένες ανάγκες δημιουργούν αλλοτριωμένα συστήματα αξιών, μέσα στη γενικότερη ανάγκη συσσώρευσης του κεφαλαίου, έτσι ώστε "κάθε άτομο μηχανεύεται τη δημιουργία μιας νέας ανάγκης στον άλλο, με σκοπό να τον υποχρεώσει να κάνει μια νέα θυσία, τοποθετώντάς τον σε μια νέα εξάρτηση", η δε "επέκταση της παραγωγής και των αναγκών γίνεται ο εφευρετικός και παντοτινός υπολογίσιμος δούλος στις απάνθρωπες εκλεπτυσμένες, αφύσικες και φαντασιωσικές ορέξεις".