Β.4. Η ενότητα του σχολείου για την καθολική ανύψωση της παιδείας του λαού μας

Η καθολική γενική μόρφωση είναι το πρώτο σκαλοπάτι για την ανύψωση της πολιτιστικής στάθμης του λαού. Τη λαϊκή παιδεία έρχεται να υπηρετήσει το Ενιαίο σχολείο, αίτημα κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης, που τα αστικά, ιδιαίτερα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν και να διαστρεβλώσουν. Πολλοί μιλούν για ενιαίο σχολείο, όμως άλλα σημαίνει για το εργατικό κίνημα και τη σοσιαλιστική παιδαγωγική κι άλλα για τις διάφορες εκδοχές της αστικής πολιτικής. Η ενότητα της εκπαίδευσης, όπως διατυπώθηκε κι από το ιστορικό σύνθημα της ΠΕΕΑ “Ένας λαός-μια παιδεία”, σήμαινε το καθολικό δικαίωμα στη μόρφωση όχι σύμφωνα με την ταξική οικονομική θέση, τον τόπο διαμονής, τα θρησκευτικά πιστεύω ή φυλετικά γνωρίσματα αλλά σύμφωνα με τις γενικές κοινωνικές ανάγκες και την εσωτερική δυναμικότητα. ΄Ετσι που ο καθένας να τείνει στην τέλεια ανάπτυξη της προσωπικότητας και το κοινωνικό σύνολο να υψώνεται, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ολοένα ανώτερου πολιτισμού. Η γενική αυτή αρχή, που συνδέει την ολόπλευρη μόρφωση της προσωπικότητας του καθένα με την ανύψωση της λαϊκής παιδείας και του πολιτισμού, αποτυπώνεται και στο αίτημα του λαϊκού κινήματος για ενιαίο βασικό σχολείο. Ενιαίο βασικό σχολείο σημαίνει λοιπόν ισότιμη παροχή ίδιας μόρφωσης σε όλους σε όμοιες συνθήκες, χωρίς φραγμούς και διακρίσεις, κι αντιδιαστέλλεται στον ταξικό χαρακτήρα του σχολείου στις όποιες εκφράσεις του: την υποβάθμιση της μαζικής Βασικής εκπαίδευσης, το σταδιακό περιορισμό των μαθητών από τάξη σε τάξη κι από βαθμίδα σε βαθμίδα, τη διαφοροποίηση των τύπων εκπαίδευσης και βέβαια την ιδιωτικοποίηση, την ιδιωτική παιδεία και παραπαιδεία. Αν η Βασική Εκπαίδευση είναι ανάγκη να γίνει δωδεκάχρονη, τότε πρέπει να εξασφαλίζεται για όλους μέσα από ένα τύπο σχολείου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ενιαία δομή, ενιαίο πρόγραμμα , ενιαία διοίκηση και λειτουργία, ενιαίο επίπεδο υλικοτεχνικής υποδομής και εκπαιδευτικού προσωπικού.

Αστικές και μικροαστικές θεωρίες αμφισβητούν ανοιχτά ότι το ενιαίο σχολείο μπορεί να καλύψει τις ατομικές ανάγκες και τα ενδιαφέροντα και προτείνουν διαφοροποίηση των σχολείων ή και διαφορετικές κατευθύνσεις μέσα στο ίδιο το σχολείο. Μερικοί φτάνουν να προτείνουν “ελεύθερο πρόγραμμα μαθημάτων”, που θα το αποφασίζει ο ίδιος ο μαθητής. Μ’ αυτές τις θεωρίες τελικά συγκαλύπτονται και γίνονται αποδεκτές οι ταξικές διακρίσεις κι η αναπαραγωγή τους. Αυτό που τελικά εμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξη του κάθε ανθρώπου είναι οι κοινωνικές ανισότητες και οι κοινωνικοί καταναγκασμοί. Έχει επιστημονικά αποδειχτεί πως δεν υπάρχουν παιδιά που “δεν παίρνουν τα γράμματα”, αλλά αντίθετα οι μαθησιακές δυσκολίες αποτυπώνουν τους ταξικούς φραγμούς και μάλιστα από την πρώτη στιγμή της σχολικής εκπαίδευσης. Ας μην ξεχνάμε πως αναφερόμαστε σε ηλικίες, όπου ο άνθρωπος δεν έχει ανεξάρτητη θέση μέσα στην κοινωνία, στη φάση που δεν έχει ολοκληρώσει την προσωπικότητά του. Αν το πρόγραμμα καθοριζόταν αυθόρμητα από το μαθητή, τότε η μόρφωσή του θα έφερνε ακόμη πιο βαριά τα σημάδια της ταξικής προέλευσης και των κάθε είδους ανισοτήτων. Στην πραγματικότητα η ποιότητα της εκπαίδευσης, μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από την αρμόζουσα στο βασικό σχολείο λειτουργία, που δεν είναι απρόσωπη κι ισοπειδωτική- ο καθένας συνεισφέρει τα δικά του χαρίσματα κι εμπλουτίζει τα ενδιαφέροντά του. Δεν υπάρχουν ανθρώπινες ιδιότητες δοσμένες και αμετάβλητες- ακόμη κι οι έμφυτες ικανότητες εκδηλώνονται κι αναπτύσσονται, όταν βρεθούν σε κατάλληλες συνθήκες. Το ενιαίο πρόγραμμα στο βασικό σχολείο αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για τις μονομέρειες, αποβλέποντας στην αρμονική ανάπτυξη των ικανοτήτων. Έτσι μπορούν και τα ταλέντα να αναπτυχθούν, γιατί κάθε άνθρωπος δεν έχει μόνο μια ικανότητα κι αυτό που ονομάζουμε ταλέντο είναι στην πραγματικότητα συνδυασμός ικανοτήτων. Γι’ αυτό μόνο στο Ενιαίο σχολείο δίνεται πραγματικά η δυνατότητα στο μαθητή να αναπτύξει τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και ταλέντα του, τόσο μέσα από το πρόγραμμα διδασκαλίας αλλά και στον ελεύθερο χρόνο του. Και τα προαιρετικά μαθήματα, ανεξάρτητα αν θα βαθμολογούνται ή όχι, θα πρέπει να μην εκτρέπουν από το γενικό μορφωτικό σκοπό της Βασικής Εκπαίδευσης, τη διάπλαση της προσωπικότητας, αλλά γενικότερα να ενισχύουν το ενδιαφέρον του μαθητή για το σχολείο.

Ορισμένες απαραίτητες διευκρινίσεις:

Ενιαίο σχολείο σημαίνει δημόσιο και δωρεάν. Επιτέλους να καταργηθεί το προνόμιο της ιδιωτικής παιδείας και παραπαιδείας, που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα ανισοτιμίας. Να εξασφαλιστούν όλες οι προϋποθέσεις για ένα ισότιμο κύκλωμα δημόσιων σχολείων, γιατί το μορφωτικό επίπεδο του λαού πρέπει να ανεβαίνει σε όλες περιοχές και για όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Να δημιουργηθούν οι όροι για την ισότιμη μορφωση των μειονοτήτων και μεταναστών (διαχωρισμός θρησκείας κι εκπαίδευσης, δικαίωμα της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας, αντιμετώπιση οξυμένων οικονομικών προβλημάτων , όπως σίτισης, στέγασης, ρουχισμού κλπ). Ιδιαίτερα , σήμερα πρέπει να μπει φραγμός στα σχέδια για αποκέντρωση των σχολείων, την επιλεκτική χρηματοδότησή τους και διαφοροποίηση των προγραμμάτων και των βιβλίων τους. Να μην προχωρήσει άλλο η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου σχολείου μέσα από την υποχρηματοδότηση, την ανάθεση των εξόδων στις σχολικές επιτροπές, την αναζήτηση χορηγών και την επιβολή δημοτικών φόρων. Η δωρεάν παιδεία είναι αναντικατάστατο δικαίωμα- οι μαθητές και τα σχολεία δε βολεύονται με ελεημοσύνες και κάποιες υποτροφίες των “άξιων” μαθητών . Το ζήτημα για μας δεν είναι αν κάποιο εργατόπαιδο ξεχωρίσει από την τάξη του, αν ακόμη αλλάξει τάξη, αλλά αν βελτιώνεται η κατάσταση της εργατικής τάξης στην κοινωνία. Το σύστημα Ενιαίας Δημόσιας Δωρεάν παιδείας, αποτελεί μια προϋπόθεση ώστε ο καθένας να προοδεύει, σε συνθήκες άμιλλας για την καθολική ανύψωση του λαού μας.

Ενιαίο δεν μπορεί να θεωρείται το σχολείο των ξεχωριστών βαθμίδων (πρωτοβάθμια-δευτεροβάθμια) κι επικαθήμενων τμημάτων (δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο), απομεινάρι της πολιτικής που θεωρούσε τη χαμηλότερη μόνο βαθμίδα για τα πλατειά λαϊκά στρώματα. Αυτήν την πολιτική φαίνεται πως ζηλεύουν σήμερα οι εμπνευστές του Απολυτηρίου, που θέλουν να περιορίσουν αυτούς που τελειώνουν το σημερινό λύκειο. Το ενιαίο σχολείο επιδιώκει να ολοκληρώσουν τις 12 χρονες σπουδές τους όλοι οι νέοι, για να διαμορφώσουν και να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους. Κι αυτό, γιατί δεν προσθέτει απλά γνώσεις αλλά αναπτύσσεται ποιοτικά, παρακολουθώντας την πορεία ανάπτυξης του παιδιού και του εφήβου. ΄Έτσι, οι τελευταίες τάξεις του σχολείου αποτελούν συνέχεια της προηγούμενης εκπαίδευσης και διακρίνονται, όχι για τη διοικητική τους αυτονομία, αλλά για την ποιοτικά διαφορετική επεξεργασία της γνώσης, τη μεγαλύτερη ευθύνη και πρωτοβουλία των μαθητών στη δραστηριοποίησή τους στην κοινωνική ζωή, θέματα που συνδέονται με τις μορφωτικές απαιτήσεις της ώριμης εφηβείας. Από μια τέτοια αλλαγή θα προκύψει ένα ποιοτικά διαφορετικό σχολείο. ΄Οχι μόνο γιατί θα αυξηθεί πληθυσμιακά αλλά γιατί θα αλλάξει και η δυναμική του πληθυσμού, αφού άλλο θα είναι το φάσμα του ψυχισμού των μαθητών του. Αυτό φέρνει νέες απαιτήσεις για το διδακτικό προσωπικό, που πρέπει ανεξάρτητα από την ειδίκευση, το χρόνο και το βάθος σπουδών, να είναι της ίδιας προέλευσης, δηλαδή να είναι πτυχιούχοι πανεπιστημιακών παιδαγωγικών σχολών. Το κύριο είναι η εκπαίδευσή τους, μέσα από παιδαγωγικά τμήματα που θα εξασφαλίζουν ταυτόχρονα με την ειδικότητα διδασκαλίας και την παιδαγωγική επάρκεια, όχι σαν συμπληρωματικό προσόν αλλά σαν βασικό επιστημονικό υπόβαθρο του εκπαιδευτικού. Στις παιδαγωγικές αυτές σχολές μπορούν να λειτουργήσουν επίσης τα προγράμματα τακτικής επιμόρφωσης όλων των εκπαιδευτικών, καθώς και του διοικητικού προσωπικού των σχολείων. Η συζήτηση του θέματος σ’ αυτό το σημείο φέρει στην επιφάνεια άλλα προβλήματα, όπως το κτιριακό. Το θέμα της συστέγασης στο σχολείο μαθητών από 6-7 χρονών μέχρι 18-19 είναι ένα σοβαρό πρόβλημα με τα σημερινά δεδομένα, τα οποία δεν πρέπει να τα θεωρήσουμε αμετακίνητα. Η δυσκολία υπάρχει, και είναι πολύ μεγάλη στα αστικά κέντρα, στα οποία είναι δύσκολη η εξασφάλιση γηπέδων για την οικοδόμηση σχολείων σύμφωνα με τις πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές προδιαγραφές του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ). Και εδώ, πέρα από τις άμεσες λύσεις “ ανάγκης”, πρέπει να υπάρξει μια πολιτική προοπτικής, ουσιαστικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Η πραγματική ανάγκη είναι να οργανώσουμε τις σχολικές μονάδες με βάση τα ανθρώπινα μέτρα και τις ανάγκες τις κάθε ηλικίας. Γενικά πρέπει να πρυτανεύσει η αρχή ότι κανένα 12χρονο σχολείο δεν πρέπει να έχει περισσότερους από 450 μαθητές (δύο τμήματα κατά τάξη). Ότι η οικοδόμηση ή η διευθέτηση του χώρου των σχολικών κτιρίων μπορεί να γίνει σε μορφή κυψελών ανά 4 ή 6 το πολύ τμήματα (σε κάθε τμήμα 1-15 παιδιά για τις πρώτες 4 τάξεις και 1-20 παιδιά για τις υπόλοιπες), που θα περιλαμβάνει η καθεμιά όχι μόνο αίθουσες αλλά και αίθριο. Οι κυψέλες αυτές να έχουν εξασφαλισμένη τη χωριστή σχολική λειτουργία (μαθήματα - αυλισμός) και κοινή διοικητική λειτουργία. Στην υποδομή του σχολείου θα πρέπει να συμπεριληφθούν όσα χρειάζονται για την οργάνωση της σχολικής ζωής, παίρνοντας υπόψη την αισθητική και φυσική αγωγή και γενικότερα την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των μαθητών.

Το ενιαίο σχολείο δεν διαφοροποιείται σύμφωνα με τη μετέπειτα επαγγελματική προοπτική του μαθητή. Ούτε επαγγελματική επιλογή ούτε διαδικασία διαχωρισμού της εκπαίδευσης πρέπει να υπάρχει κατά τη διάρκεια της διαπαιδαγώγησης του νέου ανθρώπου, πριν την ενηλικίωσή του. Πρέπει να δοθεί κάποτε τέλος στην πρόωρη διαφοροποίηση για την αναπαραγωγή του ταξικού καταμερισμού εργασίας, μέσα από τους διάφορους τύπους σχολείων (Ενιαίο Λύκειο και ΤΕΕ) ή κατευθύνσεις στο εσωτερικό του Λυκείου( θεωρητική, θετική, τεχνολογική). Όταν το ενιαίο σχολείο ολοκληρώνει το διαπαιδαγωγητικό του έργο, τότε οι υποκειμενικές κλίσεις κι διαθέσεις θα έχουν φανερωθεί και ο νέος θα είναι σε θέση να τις συνυπολογίσει. Έτσι το ενιαίο σχολείο, όσο εξαρτάται απ’ αυτό, δημιουργεί τους ίδιους όρους και για τη συνέχιση των σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση και για τη συμμετοχή στην παραγωγική δραστηριότητα. Αυτή η προοπτική αντιμετώπισης των κοινωνικών διακρίσεων απαιτεί, όσον αφορά το σχολείο, πέρα από την ποσοτική του διεύρυνση, μια νέα ποιότητα γενικής εκπαίδευσης, που η μαρξιστική παιδαγωγική κατέγραψε με τον όρο πολυτεχνική εκπαίδευση κι αγωγή.

Προηγούμενη σελίδαΕπόμενη σελίδα