Τα ιδεολογικά σύνορα

του Γ. Αθανασιάδη

Σύνορα γεωγραφικά και ιδεολογικά

Ο καθηγητής της Φιλοσοφίας και ακαδημαϊκός κ. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος στηρίζεται στις φιλοσοφικές ερμηνείες του Ντίλταϋ και του Νίτσε για να δώσει θεωρητική βάση στην ιδέα της ενότητας της Ευρώπης. Μαζί με την οικονομική και πολιτική ενότητα, που τη θεωρεί απαραίτητη, έχει τη γνώμη ότι χρειάζεται και ιδεολογική ενότητα. Κατά τη γνώμη του, “... τρία είναι τα πνεύματα τα οποία αποτελούν και συνθέτουν τη σημερινήν ευρωπαϊκήν πραγματικότητα: το ελληνικόν πνεύμα, το ρωμαϊκόν πνεύμα και το χριστιανικόν πνεύμα”. Θέτει το πρόβλημα του ιδεολογικού διαχωρισμού Ευρώπης και Ασίας και τοποθετεί την Ελλάδα σαν ορόσημο αυτού του διαχωρισμού - όχι γεωγραφικού, μα ιδεολογικού διαχωρισμού.

Ο Χριστιανισμός και ο Ελληνισμός, κατά τον κ. Θεοδωρακόπουλο, είναι έννοιες αδιάσπαστες και αδιαχώριστες. “Η σημερινή ... Ευρώπη, όπως εμφανίζεται κινείται και δρα, δεν είναι νοητή δίχως τα ελληνικάς πηγάς, δίχως τον Χριστιανισμόν...”. Μα το πνεύμα αυτό, κατά τη γνώμη του, δεν έχει αξία μόνο για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Περνάει τις θάλασσες και τις ηπείρους και παίρνει χαρακτήρα οικουμενικό: “Πέραν όμως της Ευρώπης, γράφει, δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι γίνεται σήμερον, αυτό είναι η πεποίθησίς μου, ένας αθόρυβος εξελληνισμός της ανθρωπότητας”!

Πώς πραγματοποιείται αυτός ο “αθόρυβος εξελληνισμός” και πώς η Ιστορία μας έταξε να παίξουμε το ρόλο “του Οδυσσέως και του Δουρείου ίππου” και άλλα προβλήματα, που αναπηδούν από τα γραπτά του κ. Θεοδωρακόπουλου, είναι ανάγκη να τα εξετάσουμε. Επίσης, θα εξετάσουμε όμοιες απόψεις του, όπως τις είχε παρουσιάσει ευρύτερα και αναλυτικότερα στον ακαδημαϊκό λόγο του, στις 18 Μαρτίου 1961, κατά την επίσημη δεξίωσή του στην Ακαδημία Αθηνών.

Στον ακαδημαϊκό λόγο του είχε επιχειρήσει να στηρίξει τις απόψεις του στα τελευταία δεδομένα της επιστήμης. Να βρει διέξοδο στην ιδεολογική κρίση, που παραδέχεται ότι υπάρχει από τα μέσα του 19ου αιώνα. Διέξοδος, κατά τη γνώμη του, είναι η παλινόστηση της μεταφυσικής. Την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής τη θεωρεί αιτία της κρίσης. Και την παραμέληση... της μεταφυσικής, που μ΄ αυτήν ο άνθρωπος “βεβαιώνεται για την αιωνιότητα”. (“Καθημερινή” 16.4.1961).

Παρ΄ όλα αυτά όμως προσφεύγει στην επιστήμη. Του χρειάζεται για να αποδείξει θεωρητικά την ύπαρξη του θεού. Δεν αρκείται στην απλή “ομολογία πίστεως” όπως κάνουν αυτοί που πραγματικά πιστεύουν. Δεν θέλει την “ατομική και ενδόμυχη” πίστη, που στηρίζεται στην έκσταση και δυναμώνει με την ενόραση! Επιδιώκει τη θεωρητική θεμελίωση της πίστης, με ψιλοδουλεμένους συλλογισμούς και με ... επιστημονικές αποδείξεις. Είναι λοιπόν ανάγκη να εξετάσουμε ποιά αξία έχουν μερικά από τα θεωρήματά του.

Και στον ακαδημαϊκό του λόγο θέτει το πρόβλημα της ταύτισης του ευρωπαϊκού πνεύματος με το ελληνοχριστιανικό: “Ο πυρήν του ευρωπαϊκού πολιτισμού, είναι η έννοια της ελευθερίας, όπως την εθεμελίωσαν οι Ελληνες και η έννοια της απολύτου αξίας του ανθρώπου, όπως την εισήγαγεν ο Χριστιανισμός εις τον κόσμον”.

Το ότι υπάρχουν “σύνορα” καθορισμένα στις ιδεολογίες είναι βέβαιο. Μπορούν όμως τα όρια αυτά να ταυτίζονται, να συμπίπτουν και να αντιστοιχούν με τα γεωγραφικά όρια, με τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη, με μεσημβρινούς και παραλλήλους, όπως το θέλει ο κ. Θεοδωρακόπουλος; Με ποιά κριτήρια τοποθετεί τα ιδεολογικά ορόσημα Ανατολής και Δύσης;

Είναι φανερό, από την πρώτη στιγμή, ότι τα κριτήριά του είναι κοινωνικά. Επειδή σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των σοσιαλιστικών χωρών βρίσκεται στην Ανατολή, ο κ. Θεοδωρακόπουλος αποσπά και προσκολλά και χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Ανατολική Γερμανία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία και λοιπές, ως τα Ουράλια) για να ταιριάσει και για να ολοκληρώσει το σχήμα του. Προσπαθεί να βρει φυλετικές και εθνικές ιδιομορφίες, που καθόρισαν και καθορίζουν μια για πάντα, τις διαφορές στην ιδεολογία.

Είναι όμως γνωστό ότι η σοσιαλιστική ιδεολογία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Δύση. Και ούτε ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά: Η ιδεολογία της εργατικής τάξης ήταν φυσικό ν΄ αναπτυχθεί εκεί που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε το εργατικό προλεταριάτο. Οπως η αστική ιδεολογία αναπτύχθηκε στους κόλπους της φεουδαρχικής κοινωνίας, κατά την εμφάνιση και ανάπτυξη των αστικών οικονομικών σχέσεων, έτσι και η σοσιαλιστική ιδεολογία γεννήθηκε στους κόλπους της αστικής κοινωνίας.

Αλλωστε σ΄ όλες τις καπιταλιστικές χώρες - τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή - υπάρχουν αντίθετες ιδεολογικές απόψεις και διεξάγεται ιδεολογική πάλη, πολλές φορές σκληρότατη. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν ν΄ αποδίδεται η διαφορά ιδεολογιών σε ιδιομορφίες εθνικές ή φυλετικές; Υπάρχουν ψυχολογικές ιδιομορφίες σε έθνη και σε λαούς, μα δεν καθορίζουν αυτές την ιδεολογία τους. Αν αυτές αποτελούσαν τον κύριο και καθοριστικό παράγοντα, οι ιδεολογικές μορφές σ΄ ένα λαό δεν θα μεταβάλλονταν, όσο κι αν άλλαζαν οι κοινωνικές συνθήκες.

Η αντίθεση και πάλη των ιδεολογιών, μέσα στην ίδια τη χώρα, στον ίδιο το λαό, δεν παρουσιάζεται μόνο στην εποχή μας. Υπήρξε σ΄ όλες τις εποχές. Στην κλασική αρχαιότητα, που αυτήν επικαλείται ο κ. Θεοδωρακόπουλος και αυτήν θεωρεί μόνιμη βάση για τον “εξελληνισμό” της οικουμένης, η πάλη των αντιθέτων ιδεολογιών ήταν οξύτατη και έφτανε στο κάψιμο βιβλίων και σε διωγμούς των συγγραφέων τους. Οι δούλοι τότε ξεσηκώνονταν κατά των δουλοχτητών, δεν μπορούσαν όμως να επεξεργαστούν καθολική κοσμοθεωρία, επειδή προέρχονταν από διάφορες φυλές και μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Και, κυρίως, επειδή οι συνθήκες φοβερής εξαθλίωσής τους ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο. Μα αγωνίζονταν και οι ελεύθεροι χειροτέχνες και αγρότες, που αυτοί βασικά αποτελούσαν τη βάση των προοδευτικών κατευθύνσεων στις πόλεις - κράτη. Αυτοί ήταν οι φορείς των δημοκρατικών ιδεών. Και οι διανοούμενοι που εξέφραζαν αυτές τις τάσεις γίνονταν οι κήρυκες της ελευθερίας και της προόδου.

Οι διωγμοί και η μισαλλοδοξία έγιναν αφορμή μεγάλων καταστροφών. Πολλών συγγραφέων μεγάλης αξίας περισώθηκαν μόνο τα ονόματα. Από άλλους έμειναν μερικά αποσπάσματα, που τα οφείλουμε στους ερανιστές και σχολιαστές αρχαίων έργων. Ο διωγμός αυτός άρχισε από τ΄ αρχαία χρόνια, συνεχίστηκε με τους Ρωμαίους και ολοκληρώθηκε με τους χριστιανούς. Για την εξαφάνιση του έργου του Δημόκριτου αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς ότι πρωτοστατούσε ο ίδιος ο Πλάτωνας. Συγκέντρωσε τα βιβλία του Δημόκριτου και θέλησε να τα κάψει. Μα ο Αμύλκας και ο Κλεινίας, δύο Πυθαγόρειοι, το εμπόδιζαν, λέγοντάς του ότι δεν έχει τίποτα να ωφεληθεί επειδή πολλοί τώρα πια έχουν στα χέρια τους βιβλία του Δημόκριτου. (Διογένης Λαέρτιος, ΙΧ, 40).

Ο Αριστοτέλης, στα “Πολιτικά”, διατυπώνει θεωρίες απολογητικές για τη δουλεία. Παράλληλα όμως αναφέρει και τις αντίθετες απόψεις εκείνων που καταδίκαζαν το θεσμό της δουλείας: “Γι αυτούς, έλεγε ο Αριστοτέλης, η ιδέα της εξουσίας πάνω στους δούλους είναι αντίθετη προς τη φύση, επειδή η κατάσταση του δούλου και του ελεύθερου καθορίζεται μόνο με νόμο, ενώ δεν έχουν καμμιά διαφορά σύμφωνα με τη φύση και, γι΄ αυτό ακριβώς ο θεσμός δεν είναι δίκαιος, επειδή στηρίζεται στη βία”. (Τοις δε παρά φύσιν το δεσπόζειν, νόμω γαρ τον μεν δούλον είναι τον δ΄ ελεύθερον, φύσει δ΄ ουδέν διαφέρειν, διόπερ ουδέ δίκαιον, βίαιον γαρ”.

Επόμενη σελίδα