Το πρόβλημα των Εθνικών γαιών στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος

Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, οι Οθωμανοί Τούρκοι αποχώρησαν από τα ελληνικά πλέον εδάφη, αφήνοντας πίσω τις έγγειες ιδιοκτησίες τους. Το πρώτο κοινωνικό αίτημα που αναπήδησε, ενώ διαρκούσε ακόμα η επανάσταση, ήταν ακριβώς η διανομή των εδαφών αυτών στους ακτήμονες αγρότες. Φαίνεται ότι η ικανοποίηση του αιτήματος αυτού, βρισκόταν στους στόχους του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος όμως φάνηκε διστακτικός στην υλοποίησή του, στερώντας έτσι από τον εαυτό του ένα γερό στήριγμα στη μάχη του εναντίον των κατεστημένων δομών που επιβίωναν από την οθωμανική κυριαρχία

Οι φεουδαρχικές γαίες έμειναν στο δημόσιο, ελεύθερες από προηγούμενες φεουδαρχικές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις. Οσο ωραία και αν ακούγεται αυτή η απελευθέρωση, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε το εξής: Πρώτα - πρώτα, τα εδάφη αυτά δεν  αξιοποιήθηκαν σε μια κατεύθυνση ανάπτυξης της γεωργίας από το νεοσύστατο κράτος (εξ άλλου, είχαν ήδη χρησιμεύσει ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων από τη Μεγάλη Βρεττανία). Επειτα, με την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, θεσμοθετούνται νόμοι που επιτρέπουν την επέκτασή τους και στην αγροτική οικονομία - και εκεί ακριβώς στοχεύει η απελευθέρωση της γης. Από την άλλη πλευρά, οι ακτήμονες χωρικοί περιήλθαν σε θέση χειρότερη από εκείνη που βίωναν την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το κολληγικό σύστημα, παρά τις δεσμεύσεις που επέβαλλε, προφύλασσε ωστόσο τον καλλιεργητή από την έξωσή του από τη γη. Με την κατάργηση αυτών των θεσμών, η μόνη λύση για τους ακτήμονες χωρικούς θα ήταν η προλεταριοποίησή τους, κάτι βέβαια που αντιμετώπιζε εγγενείς δυσκολίες σε μια χώρα με περιορισμένη εσωτερική αγορά, καθυστέρηση στην ανάπτυξη βιομηχανίας και έντονες επεμβάσεις από τις μεγάλες δυνάμεις.

Αθλια εμφανίζεται η κατάσταση των χωρικών σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Μια προσπάθεια της εποχής του Οθωνα να βγουν σε πλειστηριασμό οι εθνικές γαίες δεν τελεσφόρησε, με την έννοια ότι επέτρεψε στους γαιοκτήμονες και στους κεφαλαιοκράτες να συγκεντρώσουν μεγάλα τμήματα γης. Η ύπαιθρος παρέμενε ακαλλιέργητη και το κράτος στερούσε τον εαυτό του από τους φόρους που θα μπορούσαν να αποδώσουν οι μικροϊδιοκτήτες χωρικοί. Κυρίαρχη καλλιέργεια ήταν τα δημητριακά. Στη νότια Ελλάδα όμως (Πελοπόννησο), όπου κυριαρχούσε ο μικρός ελεύθερος κλήρος, η παραγωγή ήταν κυρίως στραμμένη προς το εξαγωγικό εμπόριο. Το κύριο προϊόν ήταν η σταφίδα και μόνον οι αλλεπάλληλες επιδημίες φυλλοξήρας εμπόδισαν την Ελλάδα από το να γίνει μια χώρα μονοκαλλιεργητική, με ό,τι θα μπορούσε να συνεπάγεται αυτό για την οικονομία της και τη δυνατότητά της να καλύψει μόνη της τις ανάγκες της σε είδη διατροφής.

Το αίτημα για τον αναδασμό της γης παρέμενε επίκαιρο, αλλά όχι σαφώς ούτε και μαζικά διατυπωμένο. Κυρίαρχη ιδεολογία του ελληνικού κράτους καθ` όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ήταν η ιδεολογία του αλυτρωτισμού, η Μεγαλη Ιδέα. Αυτή απέτρεπε τις λαικές μάζες από το να συνειδητοποιήσουν τα οξυμένα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και να διατυπώσουν ενεργά το αίτημα για την επίλυσή τους. Ωστόσο, η υποχώρηση της αστικοτσιφλικάδικης μερίδας της άρχουσας τάξης μπροστά στα ανερχόμενα τμήματα του κεφαλαίου, οδήγησε την κυβέρνηση Κουμουνδούρου στην πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση, που ξεκίνησε το 1871 για να ολοκληρωθεί το 1911. (Είχε προηγηθεί η αγροτική μεταρρύθμιση στα Ιόνια νησιά, ώστε να ενταχθεί η προηγούμενη φεουδαρχικού τύπου ιδιοκτησία στο ελληνικό αστικό νομοθετικό πλαίσιο). Η μεταρρύθμιση αυτή επέτρεψε στους καλλιεργητές των εθνικών γαιών να εξαγοράσουν με δόσεις τα κτήματα που καλλιεργούσαν. Η πολιτική του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου αποσκοπούσε εν γένει στην εκβιομηχάνιση της χώρας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια αντιμετώπισε και το αγροτικό ζήτημα. Θεωρώντας τα δημητριακά ως βιομηχανική πρώτη ύλη (αφού από αυτά παράγεται η βασική τροφή του εργατικού δυναμικού) εφάρμοσε μια δασμολογική πολιτική που προστάτευε τα εγχώρια γεωργικά προϊόντα τελικής κατανάλωσης, όπως η σταφίδα, ενώ υποβοηθούσε την εισαγωγή σιταριού. Στα πλαίσια της ίδιας πολιτικής, έθεσε ως στόχο του την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Η προσάρτηση αυτή, που ολοκληρώθηκε το 1881, σηματοδότησε και την πιο ενδιαφέρουσα φάση της εξέλιξης του αγροτικού ζητήματος.

Προηγούμενη σελίδαΕπόμενη σελίδα