Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, με βάση την οποία αγοράζεται η εργατική δύναμη, σαν ελεύθερο εμπόρευμα, και ιδιοποιείται από τον κατέχοντα τα μέσα παραγωγής μέρος της αξίας που παράγει (υπεραξία). Στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού ένα βασικό χαρακτηριστικό ήταν η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανεξάρτητων επιχειρήσεων σε κάθε βιομηχανικό κλάδο. Από τις μικρές αυτές επιχειρήσεις καμιά δεν μπορούσε να κυριαρχήσει στην αγορά.
Η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε βαθμιαία μετά το 1880, όταν η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου άφησαν σε μια σειρά βιομηχανικούς κλάδους μονάχα ένα περιορισμένο αριθμό μεγαλύτερων επιχειρήσεων που παρήγαν συνολικά το 70% και το 80% της παραγωγής.
Η εξέλιξη στην τεχνολογία που οδήγησε την εποχή εκείνη στην αντικατάσταση της ατμομηχανής από τον ηλεκτρικό κινητήρα και τις μηχανές εσωτερικής καύσης, επιτάχυνε την διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και το πέρασμα από τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού στον μονοπωλιακό καπιταλισμό. Και αυτό γιατί έδωσε τη δυνατότητα να συγκεντρωθεί η παραγωγή, αύξησε την παραγωγικότητα της εργασίας και ήταν ο καταλυτικός παράγοντας για να μπορέσει το κεφάλαιο να συσσωρεύσει γρηγορότερα μεγαλύτερα κέρδη.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, στη πορεία ανάπτυξής του, κοινωνικοποιεί την παραγωγή, συγκεντρώνει και επαναστατικοποιεί τα μέσα παραγωγής με τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγαλύτερων και των μικρότερων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Ετσι αναπτύσσονται νέες βιομηχανίες (ηλεκτρικών συσκευών, πετρελαιοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανία, χημικές βιομηχανίες) που η ίδρυση τους απαιτεί πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση αρχικού κεφαλαίου απ΄ ό,τι οι παλιότεροι κλάδοι. Το γεγονός αυτό περιορίζει πλέον από την αρχή τον αριθμό των ανταγωνιστών κάθε κλάδου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Μαρξ εξηγεί πως ο ίδιος ο αγώνας του ανταγωνισμού δρα σα μια δύναμη συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Γράφει χαρακτηριστικά στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου: "Η πάλη του συναγωνισμού διεξάγεται με τη μείωση στις τιμές των εμπορευμάτων. Η φθήνια των εμπορευμάτων εξαρτάται από την παραγωγικότητα της εργασίας και εκείνη πάλι από την κλίμακα παραγωγής. Γι΄ αυτό τα μεγάλα κεφάλαια νικούν τα μικρά".
Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, οι μεγάλες εταιρείες κυριαρχούν στην καπιταλιστική αγορά και διαμοιράζουν την αγορά μεταξύ τους σύμφωνα με το συσχετισμό δυνάμεων τη δεδομένη στιγμή. Ανοίγει δηλαδή ο δρόμος για τη σύναψη διαφόρων μορφών συμφωνιών μεταξύ των καπιταλιστών.
Ο Λένιν με έναν εξαιρετικά απλό και παραστατικό τρόπο περιγράφει αυτού του τύπου τη διαδικασία στο άρθρο του "Η συγκέντρωση της παραγωγής στη Ρωσία". Γράφει: "Στο καπιταλιστικό καθεστώς η κάθε αυτοτελής επιχείρηση βρίσκεται σε πλήρη εξάρτηση από την αγορά. Και σε μια τέτοια εξάρτηση όσο μεγαλύτερη είναι η επιχείρηση τόσο φθηνότερα μπορεί να πουλάει το προϊόν της. Ο μεγάλος καπιταλιστής αγοράζει φθηνότερα τα ακατέργαστα υλικά, τα καταναλώνει οικονομικότερα, χρησιμοποιεί καλύτερες μηχανές. Οι μικρές επιχειρήσεις καταστρέφονται και χάνονται. Η παραγωγή όλο και περισσότερο συναθροίζεται, συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων εκατομμυριούχων. Τα πολύ μεγάλα εργοστάσια πνίγουν τα μικρά και συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο την παραγωγή. Ολοένα και μεγαλύτερες μάζες εργατών συγκεντρώνονται σε ένα μικρό αριθμό επιχειρήσεων".
Η εμφάνιση της γιγαντιαίας επιχείρησης είναι αποτέλεσμα της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, εκφράζει αναπτυγμένο βαθμό κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Η γιγαντιαία επιχείρηση αποτελεί τη βάση για τη μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Ουσιαστικά η γιγαντιαία επιχείρηση οργανώνει, σχεδιάζει, υπολογίζει τον ακριβή αριθμό πρώτων υλών, τη μεταφορά τους, κατευθύνει από ένα κέντρο τα στάδια της διαδοχικής κατεργασίας της πρώτης ύλης και την πλήρη παραγωγή σειράς ετοίμων προϊόντων, διανομή τους, σε διαστάσεις που φθάνουν τα 2/3 ή και τα 3/4 της συνολικής ποσότητας παραγωγής ενός κλάδου.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνει ο Λένιν στους τρόπους και στα μέσα με τα οποία εξαναγκάζονται οι μεμονωμένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις να ενταχθούν στις ενώσεις των μονοπωλητών για να επιζήσουν. Παραθέτει μάλιστα την κωδικοποίηση αυτών των μέσων απ΄ τον Γερμανό οικονομολόγο Κέστνερ.
Ο συγκεκριμένος οικονομολόγος εντόπιζε σαν κυριότερα μέσα τα ακόλουθα:1. Στέρηση των πρώτων υλών
2. Στέρηση των εργατικών χεριών μέσω συμφωνιών των μονοπωλίων με τις εργατικές ενώσεις, για να πιάνουν οι εργάτες δουλειά μόνο στις επιχειρήσεις του καρτέλ3. Στέρηση του εφοδιασμού
4. Αποκλεισμός από την αγορά κατανάλωσης
5. Συμφωνία με τον αγοραστή να έχει αποκλειστικά εμπορικές σχέσεις με το καρτέλ
6. Σχεδιασμένη μείωση των τιμών για την καταστροφή των "εξωκαρτελικών".
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα των ημερών μας, στη χώρα μας, είναι το πως λειτούργησε ανταγωνιστικά προς τους συνεταιρισμούς γαλακτοκομικών προϊόντων (πχ. Δωδώνη), πως επέδρασε στη διαμόρφωση των τιμών συγκέντρωσης γάλακτος από τους γαλακτοπαραγωγούς, η επιχείρηση "Ηπειρος". Εξίσου χαρακτηριστικό είναι τα παραδείγματα στο εμπόριο με τις αλυσίδες Practiker, Continent κλπ.Ο Λένιν αναφέρει χαρακτηριστικά: "Δεν έχουμε πια μπροστά μας την πάλη του συναγωνισμού των μικρών και των μεγάλων, των τεχνικά καθυστερημένων και των τεχνικά προοδευμένων επιχειρήσεων. Εχουμε μπροστά μας το πνίξιμο από τους μονοπωλητές εκείνων που δεν υποτάσσονται στα μονοπώλια, στο ζυγό τους, στην αυθαιρεσία τους".
Ο Λένιν σημειώνει ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός γεννά τη συγκέντρωση της παραγωγής, αυτή όμως η συγκέντρωση σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης την οδηγεί στο μονοπώλιο.
Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, λοιπόν, είναι η εποχή που η συγκέντρωση του κεφαλαίου και η κοινωνικοποίηση της παραγωγής φθάνει σε μια τόσο υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης ώστε να δημιουργηθούν τα μονοπώλια. Τα μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή, αποτελούν για το Λένιν το πρώτο και βασικότερο οικονομικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού.
Γενικά τα μονοπώλια είναι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που κυριαρχούν στην καπιταλιστική παραγωγή και αγορά και τα οποία έχουν σαν βασικό γνώρισμα, σαν βασικό σκοπό της δράσης τους την απόσπαση μονοπωλιακού υπερκέρδους. Σαν μονοπωλιακό υπερκέρδος ορίζεται το κέρδος που ιδιοποιούνται τα μονοπώλια χάρη στην εγκαθίδρυση της κυριαρχίας τους σ΄ ένα κλάδο ή ένα τομέα της παραγωγής και το οποίο υπερβαίνει σημαντικά το μέσο ποσοστό κέρδους.
Τα μονοπώλια, λόγω της κυριαρχίας τους στην παραγωγή και την αγορά, έχουν την δυνατότητα να καθορίζουν μονοπωλιακά υψηλές ή και μονοπωλιακά χαμηλές τιμές.
Ηδη ο Μαρξ γράφει χαρακτηριστικά "Η μονοπωλιακή τιμή ορισμένων εμπορευμάτων απλώς μεταφέρει ένα μέρος από το κέρδος των άλλων παραγωγών στα εμπορεύματα που πουλιούνται σε μονοπωλιακή τιμή."
Η εμφάνιση και η εδραίωση του μονοπωλίου δεν καταργεί τον ανταγωνισμό. Ο Λένιν τονίζει σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα "Ταυτόχρονα τα μονοπώλια ξεπηδώντας από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, δεν τον καταργούν, μα υπάρχουν ΠΑΝΩ Σ΄ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΔΙΠΛΑ Σ΄ ΑΥΤΟΝ, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις".
Δεκαετίες πριν ο Μαρξ υπογράμμιζε με τη σειρά του, στο έργο "Αθλιότητα της Φιλοσοφίας": "Στην πρακτική ζωή δεν βρίσκουμε μόνο το συναγωνισμό, το μονοπώλιο και τον ανταγωνισμό τους, αλλά συνάμα και τη σύνθεση τους η οποία δεν είναι τύπος αλλά κίνηση. Το μονοπώλιο παράγει το συναγωνισμό, ο συναγωνισμός παράγει το μονοπώλιο".
Για το ζήτημα αυτό θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια στην ιστορική θεώρηση του ιμπεριαλισμού, σαν καπιταλισμού που σαπίζει.