Ε/ Το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό Σχολείo και η προοπτική των αποφοίτων του

Μετά το Λύκειο τι;”. Το ερώτημα αυτό, βασανίζεται τελευταία και στα διαφημιστικά φυλλάδια του Υπουργείου Παιδείας. Στόχος της παραπλανητικής διαφήμισης, εδώ, είναι να σπείρει την αμφιβολία για την αξία και τη σκοπιμότητα των σπουδών στο λύκειο. Το λύκειο τελειώνει με ένα ερωτηματικό. Το τι κέρδισε ο μαθητής στα χρόνια των σπουδών του είναι σαν να μην υπάρχει. Εκείνο που κατασταλάζει στην άκρη της πέννας των δημοσιοσχεσιτών του ΥΠΕΠΘ είναι η αμήχανη στάση που θέλουν να καλλιεργήσουν στους νέους των 18 χρόνων. Εμείς, όμως, αντίθετα μ’ αυτούς ξέρουμε πως κάθε τέλος είναι μια νέα αρχή. Και μετά το Λύκειο, την ολοκλήρωση των βασικών σπουδών, το ξεκίνημα πρέπει να είναι η έναρξη της ανεξάρτητης δημιουργικής δραστηριοποίησης του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Τι έχει να του δώσει το σύστημα; Την ανεργία, την αβεβαιότητα για το σήμερα και το αύριο, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του νέου στον εαυτό του, στη λογική του και στις δυνάμεις του, την αίσθηση της ανεπάρκειας και τελικά τη χειραγώγηση.

Η παραπλανητική διαφήμιση έχει και συνέχεια, για τους απόφοιτους του Γυμνασίου, τέτοια περίπου: “Εγώ σου δίνω τη λύση: μια και το λύκειο είναι δύσκολο να σε οδηγήσει εκεί που ονειρεύεσαι, χαμήλωσε τους στόχους σου. Υπάρχουν κι άλλες επιλογές. Με μικρή και σύντομη προσπάθεια, χωρίς κόπους και πολλά έξοδα μπορείς να πάρεις κάποια ειδικότητα, να μπεις στην παραγωγή και να πληρώνεσαι, να έχεις δικό σου εισόδημα. Να είσαι ανεξάρτητος”. Λένε τη μισή αλήθεια. Εκεί που στέλνουν το νέο θα πάρει μια φτηνή (για ποιον;) κατάρτιση με ημερομηνία λήξης, για να μοιραστεί το μεροκάματο, την ασφάλιση και όσα δικαιούται στο ακέραιο, γιατί θα είναι ανταλλακτικό του συστήματος στο στοκ των ανέργων. Εκεί οδηγούν τα ΤΕΕ και, μετά το λύκειο, τα ΙΕΚ, τα ΚΕΚ, οι πολυώνυμες σχολές της αγοράς. Όσο για το λύκειο, αυτό θα διαρρυθμιστεί τελικά σε προθάλαμο των ΑΕΙ και σε επίσημο πια και θεσμοθετημένο μηχανισμό κοινωνικής επιλογής.

Στο αδιέξοδο, επομένως, της συντριπτικής πλειοψηφίας των αποφοίτων του σημερινού σχολείου, εκφράζεται το πρόβλημα όχι μόνο της σημερινής εκπαίδευσης αλλά γενικότερα του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος που δεν συμβιβάζεται ούτε με το δικαίωμα στη δουλειά ούτε με τον κοινωνικό προγραμματισμό στα επαγγέλματα και την εκπαίδευση. Γι’ αυτό, όσοι προπαγανδίζουν την αλλαγή του εξεταστικού σαν τη λύση στο σημερινό αδιέξοδο της ανεργίας και της πρόσβασης στα ΑΕΙ, σπέρνουν αυταπάτες στο λαό μας ότι χωρίς να αγωνιστεί, χωρίς να θίξει στο παραμικρό το σύστημα, μπορεί να ελπίζει σε κάτι καλύτερο. Όμως, για να γλιτώσει το σχολείο από τον ανταγωνισμό και το άγχος του πανεπιστημιακού μονόδρομου αλλά και να διευρυνθεί πραγματικά η Ανώτατη Εκπαίδευση, απαιτούνται ριζικές αλλαγές στο επίπεδο της οικονομίας, που θα κατευθύνονται στην εξάλειψη της ανεργίας και της φτώχειας κι όχι στο μοίρασμα και στη συγκάλυψή της.

Το τελευταίο πρόβλημα που εξετάζουμε εδώ είναι: Μπορεί το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό σχολείο πολυτεχνικής εκπαίδευσης να προετοιμάσει τους νέους εξίσου και για την επαγγελματική προοπτική και για παραπέρα σπουδές; Πιστεύουμε ότι μπορεί, ακριβώς γιατί ολοκληρώνει το έργο της Γενικής Εκπαίδευσης, συμβάλλοντας στην ολόπλευρη μόρφωση και αρμονική ανάπτυξη των ικανοτήτων του καθένα, στη διάπλαση της κοινωνικής του προσωπικότητας. Έπειτα ακολουθεί χρονικά η διαδικασία αναπαραγωγής του ειδικευμένου εργατικού και επιστημονικού δυναμικού, που πρέπει να γίνεται σε δημόσιες ειδικές επαγγελματικές σχολές και στα πανεπιστήμια.

Ε.1. Η προετοιμασία του νέου ανθρώπου για την επαγγελματική δραστηριότητα

Το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό Σχολείο είναι το ελάχιστο κοινωνικά αναγκαίο όριο για τη δημιουργική ένταξη του ανθρώπου στην παραγωγική δραστηριότητα.

Η επαγγελματική δραστηριότητα του ανθρώπου, από το πρώτο ξεκίνημά της ως τη λήξη της και ίσως όσο διαρκεί η ζωή, είναι ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετική, άρα πρέπει να τη βλέπουμε στο εύρος και τη μεγάλη προοπτική της. Ποικίλλει από εποχή σε εποχή, από χώρα σε χώρα, από ηλικία σε ηλικία, αφού αλλάζουν οι διαθέσεις και οι δυνατότητες του ατόμου. Αλλάζουν δηλαδή υποκειμενικά και αντικειμενικά οι συνθήκες. Ο επαγγελματικός πάλι προσανατολισμός, που έχει άμεση σχέση με την επαγγελματική δραστηριότητα, είναι μια διαδικασία που εξαρτάται από το επίπεδο και προπαντός από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Αν θέλουμε να βρούμε γιατί το παιδί προσανατολίζεται σε τούτη ή εκείνη την κατεύθυνση, πρέπει να δούμε πώς και κάτω από ποιες συνθήκες γίνεται αυτό.

Ο επαγγελματικός προσανατολισμός, όπως γίνεται σήμερα στην Ελλάδα, τουλάχιστο μέσα στην εκπαίδευση, δεν αποτελεί ολοκληρωμένη πράξη, αφού έχει περιπτωσιακό και περιστασιακό χαρακτήρα (έστω κι αν προβλέπεται στο σημερινό πρόγραμμα του σχολείου). Καλύπτει μόνο την πληροφόρηση. Κι από την άποψη αυτή τείνει να γίνει ένα γνωστικό μόνο αντικείμενο με στενά περιορισμένο περιεχόμενο, επαγγελματολογικό. Δεν καλύπτει το πρόβλημα των προϋποθέσεων και των εφοδίων, των προσόντων και των ικανοτήτων που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος, της ίδιας της εκλογής του επαγγέλματος. Οι κοινωνικές ανάγκες και η κοινωνική χρησιμότητα δεν περνάνε από τον προβληματισμό των παιδιών παρά με ένα μόνο τρόπο, με τα στερεότυπα του κοινωνικού καθεστώτος. Ποια είναι τα επαγγέλματα που έχουν το μεγαλύτερο κύρος, και θα αποδώσουν περισσότερα από το κατά παράδοση οικογενειακό επάγγελμα; Στην καπιταλιστική κοινωνία εκείνο που προέχει είναι το κέρδος, το χρήμα και η δύναμη που προκύπτει από αυτό, και το κοινωνικό κύρος (prestige) που εξασφαλίζει κάποια κοινωνική λειτουργία. Η κοινωνική χρησιμότητα δεν μετράει, γιατί η διαπαιδαγώγηση γίνεται ατομοκεντρικά, η ατομική λύση κυριαρχεί και είναι εκείνη την οποία καλλιεργεί το σύστημα. Δεν υπάρχει κανένα παιδί που να προέρχεται από αστική οικογένεια και να διάλεξε το επάγγελμα του εργάτη ανθρακωρύχου ή του επαγγελματία ψαρά ή του περιβολάρη ή του εργάτη γης, επειδή έκανε επαγγελματικό προσανατολισμό. Κανένας στα σοβαρά δεν μέτρησε τα προσόντα του για την ανάληψη ενός επαγγέλματος. Στην ουσία δεν γίνεται επαγγελματικός προσανατολισμός. Απλώς “προσανατολισμός” λέγεται το μάθημα.

Αντίθετα εμείς, χωρίς να αποκλείουμε, καθόλου δεν επιδιώκουμε μια πρόωρη επιλογή επαγγέλματος, γιατί μέχρι τα 18 του ο νέος δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την επιτυχία της εκλογής του κι ακόμα τότε δεν μπορεί να δεσμεύσει με ένα επάγγελμα όλη του τη ζωή, καθώς και η παραγωγή και οι ανάγκες του εξελίσσονται. Δεν υπάρχει επομένως λόγος το σχολείο να είναι θεωρητική έκθεση στοιχείων όλων των επιστημονικών κλάδων κι επαγγελματικών αντικειμένων, από την οποία ο μαθητής θα διαλέγει μόνο εκείνα που προσιδιάζουν σε μια μελλοντική αβέβαιη σταδιοδρομία. Αντίθετα, πιστεύουμε πως τα βασικά στοιχεία του Επαγγελματικού Προσανατολισμού πρέπει και θα τα έχει εξασφαλίσει το σχολείο, όχι δημιουργώντας ένα νέο γνωστικό τομέα, αλλά παρέχοντας εκείνη τη θεωρητική και πραχτική μόρφωση πάνω στην οποία θα μπορέσει μετά να στηριχτεί οποιαδήποτε ειδίκευση ακολουθήσει στο πανεπιστήμιο ή στο χώρο παραγωγής. ΄Οταν ένας άνθρωπος κατέχει τις αρχές της καθημερινής γλώσσας επικοινωνίας και της μαθηματικής γλώσσας, όταν κατέχει τις αρχές των φυσικών επιστημών και τις βασικές έννοιες των κοινωνικών επιστημών, κι όλα αυτά μέσα από την κατανόηση του κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντός του, τότε μπορεί να προσανατολίζεται και να προγραμματίζει τη ζωή του.

Όταν, λοιπόν, λέμε ότι οι βάσεις της μετέπειτα επαγγελματικής εκπαίδευσης εμπεριέχονται στο σχολείο, δεν εννοούμε ότι το σχολείο πρέπει να μετατραπεί σε ΙΕΚ, όπως , νύχτα, τα σχεδίασε ο νομοθέτης της ΝΔ. Το βασικό σχολείο δε δίνει ειδικές γνώσεις για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος (π.χ. μηχανικού αυτοκινήτων ή τυροκόμου) αλλά τις απαραίτητες βάσεις για τη διαμόρφωση δημιουργικής προσωπικότητας, ικανής να αποδώσει σε οποιοδήποτε τομέα της παραγωγικής δραστηριότητας μέσα στην κοινωνία βρεθεί. Κι αυτό είναι το κύριο και το ζητούμενο, γιατί οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν για να ασκήσουν ένα ορισμένο επάγγελμα και να καταγίνονται μ’ ένα μόνο τομέα της κοινωνικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Το ίδιο άτομο μπορεί να γίνει αποδοτικό σε διαφορετικούς τομείς δραστηριότητας. Σωστή επομένως είναι η αγωγή δεξιοτήτων και γνώσεων που βοηθά να οργανωθεί η προσωπικότητα σφαιρικά, όπως στο Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό σχολείο Πολυτεχνικής εκπαίδευσης, που αναδείχνει όλους εκείνους τους παράγοντες που θα κατευθύνουν τα παιδιά στην παραγωγική δραστηριότητα.

Οι παράγοντες αυτοί που στηρίζουν την εκπαίδευση είναι:

Ο πρώτος παράγοντας, η αγάπη και η καταξίωση της εργασίας μέσα στη συνείδηση του παιδιού.

Ο δεύτερος είναι η πρώιμη συνάφεια του παιδιού με την παραγωγική δραστηριότητα, που σημαίνει πως το παιδί πρέπει να εσωτερικεύσει την ουσιαστική γνώση της παραγωγικής διαδικασίας, ότι δηλαδή αυτή είναι η βάση της κοινωνίας, της ύπαρξης και της εξέλιξής της. ΄Οτι μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία πρέπει να έχει τη θέση του, κάποια θέση, ανάλογη πάντα με τις ικανότητές του και τα εφόδια που θα αποκτήσει. Κι η μόρφωση του ατόμου επομένως δεν είναι αυτοσκοπός. Από τη μια, διαμορφώνουμε την προσωπικότητα μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, και από την άλλη, η μόρφωση είναι και μέσο που μας εξασφαλίζει τις δυνατότητες να ασκήσουμε την επίδρασή μας και να λειτουργήσουμε στην κοινωνική εξέλιξη της εποχής μας και της χώρας μας.

Ο τρίτος παράγοντας είναι η εξοικείωση του ανθρώπου με τη χρήση των μηχανών και των κοινών εργαλείων, πράγματα που πρέπει να ενσωματωθούν μέσα στο σχολικό πρόγραμμα, όχι μόνο ως εμπέδωση της γνώσης αλλά και ως διοχέτευση της νεανικής δραστηριότητας και μορφή κοινωνικοποίησης.

Βέβαια για μια σειρά παραγωγικές δραστηριότητες, με βάση το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης, χρειάζεται ειδίκευση, που δεν είναι επιπέδου αντίστοιχου της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Αυτή η επαγγελματική ειδίκευση μπορεί να αποχτιέται μέσα από τη μαθητεία , είτε άμεσα στην παραγωγή, είτε μέσα από σύντομη εξειδίκευση σε δημόσιες Ειδικές Επαγγελματικές Σχολές. Αυτή η διαδικασία πρέπει να οργανώνεται από το κρατικό σχολικό σύστημα, με εντελώς δωρεάν διδακτικά προγράμματα, που θα αποτελούν τη βάση σύμβασης με ένα εργοστάσιο ή συνεταιρισμό, ξεκινώντας από τις δημόσιες επιχειρήσεις και τους δήμους. Οι σπουδές στις σχολές αυτές, που μπορούν να χαρακτηριστούν επαγγελματική εξειδίκευση, θα διαρκούν ανάλογα με τον τομέα ειδίκευσης, ένα έως δύο εξάμηνα (αυτό κανονικά, με την προϋπόθεση ότι λειτουργεί το Ενιαίο 12χρονο Βασικό σχολείο). Οι δημόσιες Ειδικές Επαγγελματικές Σχολές θα πρέπει άμεσα να λειτουργήσουν με δωρεάν προγράμματα ουσιαστικής ειδίκευσης, στη θέση των ΙΕΚ (που πρέπει να καταργηθούν, καθώς δεν ανήκουν στο σχολικό σύστημα, έχουν δίδακτρα και προγράμματα καθοριζόμενα από τις τρέχουσες και ληξιπρόθεσμες ανάγκες της αγοράς και ανήκουν κατά ένα μεγάλο μέρος στον ιδιωτικό τομέα).

Ε.2. Η εξέλιξη των σπουδών των αποφοίτων

Θεωρούμε ότι το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό σχολείο μπορεί να δημιουργεί ανθρώπους με ανεξάρτητη προσωπικότητα, αυτοπεποίθηση και δυνατότητα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και στον εξειδικευμένο τομέα της επιστήμης, η οποία απαιτεί ειδική διαπαιδαγώγηση και μόρφωση. Αυτό βέβαια είναι έργο μιας Ενιαίας Ανώτατης Εκπαίδευσης, βαθμίδα που σήμερα σκόπιμα τη διαφοροποιούν και τη διαχέουν στην ευρύτερη έννοια Τριτοβάθμια ή “μεταδευτεροβάθμια”, για να της αποδώσουν, στο μεγαλύτερο μέρος της, λειτουργίες επαγγελματικής “κατάρτισης”.

Πριν μιλήσουμε για τη μετάβαση των αποφοίτων στην επόμενη βαθμίδα, διευκρινίζουμε ότι αυτή πρέπει να είναι η Ανώτατη Εκπαίδευση, που θα εξασφαλίζει τη μετάδοση της επιστημονικής γνώσης στους μελλοντικούς επιστήμονες και την παραγωγή της νέας γνώσης. Θέλουμε όμως και διεύρυνση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, με την έννοια να μεγαλώσει απρόσκοπτα ο κοινωνικός ρόλος της επιστήμης, η διάδοση της επιστημονικής γνώσης στους ανθρώπους κι η αξιοποίησή της στην καθημερινή ζωή. Έτσι, τη διεύρυνση της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν τη βλέπουμε μέσα από ψευδεπίγραφες σπουδές ( βλ.“Προγράμματα σπουδών επιλογής” και “ανοιχτό πανεπιστήμιο”) και κύκλους-φράγματα στην πορεία των συμβατικών σπουδών. Αλλά σχεδιασμένα σε τομείς που οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και οι απαιτήσεις του λαού μας υπαγορεύουν. Ύστερα, δεν πρέπει να κρύψουμε όχι μόνο ότι η πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση εμποδίζεται από τις κοινωνικές ανισότητες αλλά και ότι καταναγκασμοί κοινωνικοί, σχετικοί με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, επιβάλλουν την επιλογή. Επομένως, η πρόσβαση στην Ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να γίνεται με βάση κοινωνικό σχεδιασμό, χωρίς να παραβλέπουμε τον προσωπικό παράγοντα.

Κριτήρια επιλογής πρέπει να είναι καταρχήν οι κοινωνικές ανάγκες, που παίρνουν υπόψη τη σχεδιασμένη ανάπτυξη της οικονομίας, για το συμφέρον των εργαζομένων. Σήμερα ποιος καθορίζει τη “ζήτηση” για παράδειγμα περισσότερων διαφημιστών και λιγότερων δασκάλων; Όχι, πάντως, οι ανάγκες του λαού μας. Ύστερα, το ζήτημα είναι να μεγαλώσει η ροή των παιδιών της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προς την Ανώτατη Εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει γενικότερα αντιμετώπιση των ταξικών ανισοτήτων, αλλά και μέτρα για την εξασφάλιση των ίσων δυνατοτήτων στην πρόσβαση. Χρειάζονται όλες οι προϋποθέσεις και ειδικά κίνητρα για αυτά τα παιδιά. Η πρώτη προϋπόθεση είναι να έχει προηγηθεί για όλους ίδια γενική μόρφωση στο Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό σχολείο. Οι νυχτερινοί μαθητές, οι εργαζόμενοι που θέλουν να μορφωθούν, οι μειονότητες, τα παιδιά με ιδιαίτερα προβλήματα υγείας κ.α. τέτοιες κοινωνικές κατηγορίες, έχουν ανάγκη επιπλέον αντισταθμιστικά μέτρα (τέτοιο παράδειγμα, όχι το μοναδικό, είναι η εισαγωγή με ειδικά ποσοστά). Και βέβαια στη διαδικασία επιλογής για την Ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να μπορούν όλοι να παίρνουν μέρος, όσες φορές θέλουν, χωρίς κανένα απολύτως περιορισμό. Αν η σημερινή πολιτική που έχει στόχο της την ταξική επιλογή εξασφαλίζει την προνομιακή μεταχείριση της ολιγαρχίας (βλ. για παράδειγμα τη θεσμοθέτηση σήμερα ακόμη και του προνόμιου να εξαιρούνται ορισμένα ιδιωτικά σχολεία από πανελλαδικές εξετάσεις), η πολιτική που έχει στόχο της την εξάλειψη των ταξικών διαφορών, δε σταυρώνει τα χέρια αλλά τείνει “χείρα βοηθείας” στην πλειοψηφία, στα καταπιεζόμενα λαϊκά στρώματα, που πρέπει να ανυψωθούν. Αυτό σημαίνει την ευνοϊκή αντιμετώπισή τους και στον τομέα αυτό.

Ύστερα, όσον αφορά τον προσωπικό παράγοντα, εννοούμε ότι πρέπει να παίρνεται υπόψη η συνειδητή επιθυμία για το επάγγελμα κι ένα μίνιμουμ ικανοτήτων, που απαιτεί η σπουδή μιας επιστήμης και το κοινωνικό λειτούργημα του επιστήμονα. Το σύστημα επιλογής- ανεξάρτητο από το σχολείο, καθώς δεν έρχεται να πιστοποιήσει έτσι κι αλλιώς την ποσότητα και την ποιότητα της γενικής μόρφωσης- μπορεί να γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης επεξεργασίας, με τη συμβολή των ειδικών. Είναι ένα ζήτημα για παραπέρα μελέτη ( σκέψεις υπάρχουν, μία απ’ αυτές είναι και οι εξετάσεις σε 3-4 τομείς ενδεικτικούς για τη μελλοντική επιστημονική ενασχόληση), που όμως δεν αφαιρείται από τα προβλήματα της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση το πλαίσιο και τα κριτήρια της επιλογής πρέπει να μελετηθούν και να σταθμιστούν επιστημονικά και κοινωνικά στο πλαίσιο του κοινωνικού ρόλου της επιστήμης.

Το εξεταστικό σύστημα ( και η διασύνδεσή του με τη σημερινή δευτεροβάθμια εκπαίδευση) είναι ο πιο χαρακτηριστικός τομέας όπου τα μέτρα των αστικών κυβερνήσεων δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν κανένα από τα σοβαρά ζητήματα, τα οποία υποτίθεται ότι ευαισθητοποιούν τον κάθε υπουργό Παιδείας (δίκαιο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, χτύπημα παπαγαλίας, περιορισμός της φροντιστηριακής παραπαιδείας…). Όσο τους απόφοιτους του σημερινού λυκείου αναμένει η ανεργία και τα συνακόλουθά της (οικονομική δυσπραγία, ανασφάλεια…) δεν είναι δυνατό παρά “με νύχια και με δόντια” να παλεύουν για την είσοδό τους σε μια Σχολή, με το πτυχίο της οποίας ελπίζουν πως θα εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας στο έστω όχι άμεσο μέλλον. Δεν είναι δυνατό παρά το σχολείο να υποβιβάζεται σε -κακό κι ανεπαρκές κατά κανόνα- φροντιστήριο για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Δεν είναι δυνατό παρά τα όποια μέτρα για το χτύπημα της παπαγαλίας να πέφτουν στο κενό, αφού οι μηχανισμοί της φροντιστηριακής παραπαιδείας είναι σε θέση να παραδώσουν αμέσως “έτοιμες” απαντήσεις και στις πιο απίθανες “ερωτήσεις κρίσεως”, και στα πιο ευρηματικά τεστ. Λέμε λοιπόν με τον πιο καθαρό τρόπο στους άμεσα ενδιαφερόμενους (μαθητές και γονείς) ότι χωρίς αλλαγή της γενικότερης πολιτικής είναι αδύνατο να αποδώσουν έστω και μικρής σημασίας βελτιωτικά μέτρα.

Το πρόβλημα ξαναγυρίζει εκεί που είναι η ουσία του, στο σκοπό του σχολείου, τι ανθρώπους διαμορφώνει η κοινωνία μας. Με τα μέτρα μάλιστα που δρομολογούνται με το Απολυτήριο, την πιο ασφυκτική σύνδεση του λυκείου με το σύστημα εισαγωγής η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Αν δεν εμποδιστούν θα οδηγήσουν τους περισσότερους σε παραίτηση από το σχολείο, θα εξαλείψουν τα όποια ίχνη πνευματικής και γενικότερης καλλιέργειας των νέων ανθρώπων. Η αποστράγγιση της οικονομικής δυνατότητας των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, με την ανάπτυξη της φροντιστηριακής παραπαιδείας κάθε μορφής, θα δυναμώσει την ταξική δομή στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Πιστεύουμε ότι η αποδέσμευση του λυκείου από το σύστημα εισαγωγής, ο αναπροσανατολισμός του σχολείου με στόχο την ολοκληρωμένη παροχή Βασικής-Γενικής Εκπαίδευσης, είναι το πρώτο ζητούμενο και για τις πανεπιστημιακές σπουδές.

Τμήμα Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1999

Προηγούμενη σελίδα