Η ανάλυση του Λένιν για την ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού, ως ανώτατου στάδιου του καπιταλισμού, ως καπιταλισμού που σαπίζει, διατηρεί την επικαιρότητά της με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις. Οξύνονται αντικειμενικά οι κοινωνικές αντιθέσεις

Η μελέτη των σύγχρονων εξελίξεων τεκμηριώνει ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το τελευταίο, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι έχουν ωριμάσει οι υλικές προϋποθέσεις για την αντικατάσταση του από ένα ανώτερο σύστημα κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης της παραγωγής, για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Οι σύγχρονες τάσεις επιβεβαιώνουν με έμφαση την εκμεταλλευτική και βάρβαρη φύση του καπιταλιστικού συστήματος.

Βαθαίνει και οξύνεται η βασική οικονομική αντίθεση του καπιταλισμού, δηλαδή η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της.

Εντείνεται η αντίθεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τους λαούς των εξαρτημένων, καταπιεσμένων χωρών, κάτω απ΄ την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και της ιμπεριαλιστικής επιδίωξης για κυριαρχία και ληστρική εκμετάλλευση των λαών.

Ολόκληροι λαοί ζουν σε συνθήκες απίστευτης φτώχειας, εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν, ενώ η ανεργία καλπάζει. Οι κατακτήσεις δεκαετιών του εργατικού και λαϊκού κινήματος δέχονται πρωτοφανή επίθεση (πχ. κατευθύνσεις της Λευκής Βίβλου). Ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων, σε συνθήκες υποχώρησης της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, δυναμώνει η επιθετικότητα του μονοπωλιακού κεφαλαίου σ΄ όλα τα επίπεδα.

Είναι χαρακτηριστική η πορεία των πραγματικών αμοιβών στις ΗΠΑ που ενώ βρίσκονται σε στασιμότητα στη δεκαετία του ΄70, παρουσιάζουν απόλυτη πτώση στη δεκαετία του ΄80, ενώ την ίδια στιγμή η αύξηση κερδών των μονοπωλίων κινείται στο 92% για την πρώτη πενταετία της δεκαετίας αυτής και στο 118% για τη δεύτερη. Εξάλλου όπως σημειώνει και ο αστός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, κατά την δεκαετία του ΄80 η αυξανόμενη ανισότητα της διανομής εισοδήματος - και όχι η αύξηση της παραγωγικότητας - υπήρξε η κύρια πηγή ανόδου του βιοτικού επιπέδου για το ανώτερο 10% των Αμερικανών.

Οι εξελίξεις αυτές έρχονται να επιβεβαιώσουν με τραγικό τρόπο τη διαπίστωση του Λένιν "όσο ο καπιταλισμός θα εξακολουθεί να είναι καπιταλισμός, το περίσσευμα του κεφαλαίου δε θα χρησιμεύει για το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου των μαζών σε μια δοσμένη χώρα, γιατί αυτό θα μείωνε τα κέρδη των καπιταλιστών, μα για το ανέβασμα των κερδών με την εξαγωγή του κεφαλαίου στο εξωτερικό, στις καθυστερημένες χώρες".

Επεκτείνονται οι εστίες τοπικών πολέμων, αυξάνονται οι κίνδυνοι νέων πολέμων και εθνικιστικών αντιπαραθέσεων. Οι πυρηνικές δοκιμές συνεχίζονται κανονικά. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί να αισθάνεται βέβαιη ότι έχει απομακρυνθεί ο κίνδυνος μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης.

Η μόλυνση της ατμόσφαιρας, η μη αντιστρέψιμες καταστροφές στην χλωρίδα και στην πανίδα, η μετατροπή των υπανάπτυκτων χωρών σε αποθήκες αποβλήτων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και σε υποδοχείς ρυπογόνων βιομηχανιών, δείχνουν ότι το περιβάλλον έχει αναδειχθεί σε ευαίσθητο δείκτη της καταστροφικής μανίας του ιμπεριαλισμού.

Οι νέες τεχνολογίες στα χέρια των μονοπωλίων, όχι μόνο δεν αυξάνουν τις δυνατότητες πρόσβασης στη γνώση, αλλά χρησιμοποιούνται για μεγαλύτερο έλεγχο και χειραγώγηση. Δίπλα στην υψηλή τεχνολογία συνυπάρχουν τα φαινόμενα του απόλυτου και λειτουργικού αναλφαβητισμού, της χαμηλής μόρφωσης.

Οι επιπτώσεις του ελέγχου απ΄ το μονοπωλιακό κεφάλαιο των περισσοτέρων δικαιωμάτων χρήσης των σύγχρονων επιστημονικών ερευνών και τεχνολογικών ανακαλύψεων αρκούν από μόνες τους για να επιβεβαιώσουν τη λενινιστική θέση για την ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού σαν καπιταλισμού που σαπίζει και πεθαίνει. Αντίστοιχες είναι και οι επιπτώσεις από την επίδραση του μονοπωλιακού ελέγχου στην κατεύθυνση της επιστημονικής έρευνας.

Ετσι από τη μία εκατοντάδες έτοιμα (σε επίπεδο ερευνητικού εργαστηρίου), φάρμακα δεν δίνονται απ΄ τις πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες για μαζική βιομηχανική παραγωγή, γιατί δεν διασφαλίζουν το απαραίτητο επίπεδο κερδοφορίας για το κεφάλαιο ... Ενώ απ΄ την άλλη χιλιάδες χημικές ουσίες εισάγονται κάθε χρόνο στη βιομηχανία προτού ολοκληρωθεί ο κύκλος των εργαστηριακών τους εξετάσεων για την καταλληλότητα χρησιμοποίησης τους από τον άνθρωπο! Το κριτήριο είναι και πάλι η γρήγορη και μέγιστη εξασφάλιση του μονοπωλιακού κέρδους.

Ενα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και ο περιορισμός της κατεύθυνσης επιστημονικής έρευνας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων (εργονομία, ιατρική της εργασίας, τεχνική της ασφάλειας κλπ) στην αμυντική και αποσπασματική αντιμετώπιση των κινδύνων του εργασιακού περιβάλλοντος, που θεωρείται δεδομένο. Κάθε αντίθετη προσπάθεια που θα επιχειρούσε να αλλάξει ριζικά την οργάνωση και το τεχνολογικό επίπεδο του εργασιακού περιβάλλοντος, απορρίπτεται τις περισσότερες φορές με το επιχείρημα του πολύ υψηλού και πολλαπλού κόστους μιας τέτιας λύσης για την εργοδοσία.

Ο ιμπεριαλισμός λοιπόν είναι και σήμερα ένα στάδιο του καπιταλισμού που παρέχει στα μονοπώλια "την οικονομική δυνατότητα ώστε να συγκρατούν τεχνητά την τεχνική πρόοδο", όπως προφητικά έγραφε ο Λένιν το 1916.

Ο καπιταλισμός, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ ένα σύστημα που στρέφεται ενάντια στην κύρια παραγωγική δύναμη, στον άνθρωπο, ένα σύστημα που σαπίζει. Ο σημαντικός βαθμός στρατιωτικοποίησης της οικονομίας είναι μια ακόμα αδιάψευστη απόδειξη αυτού του γεγονότος. Ιδιαίτερα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η επιθετική πολιτική του Ιμπεριαλισμού οδήγησε σε πρωτάκουστη διόγκωση του κλάδου της πολεμικής βιομηχανίας, πχ. το 1976 το ειδικό βάρος των άμεσων στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ ως προς το εθνικό τους προϊόν ήταν 6% !

Αξίζει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τους αστούς οικονομολόγους Wilber και Jameson "οι καθαροί ρυθμοί των εθνικών οικονομιών το 1989 (αναφέρεται στις ΗΠΑ) ήταν λιγότερο από 2%, δηλαδή οι χαμηλότεροι από την δεκαετία του ΄30".

Εξετάζοντας το θέμα αυτό ο Πέτερ Κοέν, μέλος της ΚΕ του Σουηδικού ΚΚ, σημειώνει σε μια πρόσφατη εισήγησή του:

"Η σύντομη μεταπολεμική έξαρση της οικονομικής δραστηριότητας τελείωσε στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, παρά τις διαψεύσεις των καπιταλιστών. Η πιο δραματική επίπτωση ήταν η κατά 50% περίπου πτώση του δείκτη ανάπτυξης των χωρών του ΟΟΣΑ, μετρούμενο στο ΑΕΠ". Αλλά και ο αστός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν σημειώνει από την πλευρά του ότι μετά το 1970, η αμερικανική οικονομία κατορθώνει να αποδώσει μέση ετήσια αύξηση παραγωγικότητας μόλις 1,2% .

Γι΄ αυτό και επιμένουμε ότι παρά τις δραματικές εξελίξεις των ανατροπών της περιόδου ΄89-΄91 δεν δικαιολογείται επιστημονικά κανένας αναχωρητισμός στο κομμουνιστικό και γενικότερα στο εργατικό κίνημα. Η όξυνση όλων των αντιθέσεων του σύγχρονου καπιταλισμού επιβεβαιώνει ότι η εποχή μας είναι εποχή περάσματος απ΄ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Μάταια προσπαθεί η αστική προπαγάνδα με μια σειρά νέα ονόματα και θεωρητικές κατασκευές να συσκοτίσει την εφιαλτική πραγματικότητα (μεταβιομηχανική κοινωνία, μεταφορντισμός κλπ). Η απόπειρα αυτή απολυτοποιεί εκλεκτικά ορισμένα απ΄ τα σύγχρονα φαινόμενα της διαδικασίας της παραγωγής (πχ. μείωση των χειρωνακτών εργατών σ΄ αρκετούς νέους κλάδους τεχνολογίας αιχμής λόγω αυτοματισμών), για να βγάλει αυθαίρετα συμπεράσματα (πχ. το "τέλος του προλεταριάτου"). Τα συμπεράσματα αυτά στοχεύουν στη συγκάλυψη της εκμεταλλευτικής φύσης και του ταξικού χαρακτήρα του συστήματος και πολλές φορές βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση ακόμα και με την απλή παρατήρηση δια γυμνού οφθαλμού. Σε αντίθεση μ΄ αυτές τις διαπιστώσεις, η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι από την άποψη της ταξικής διάρθρωσης, η εργατική τάξη αυξάνει και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Ιδιαίτερα για την χώρα μας αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, η μισθωτή εργασία αυξήθηκε μεταξύ 1981 και 1991 κατά 29,4%! Την ίδια περίοδο η εργατική τάξη αυξήθηκε από 41,7% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 1981, σε 49,1% το 1991! Ενώ η μικρή και μεσαία αγροτιά και γενικότερα τα μεσαία στρώματα της υπαίθρου περιορίστηκαν για το ίδιο διάστημα από 19% στο 11,4% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Η καλπάζουσα αύξηση της ανεργίας, που συνυπάρχει με την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης όσων εργάζονται και την μερική απασχόληση με μειωμένες αποδοχές, μειωμένα ασφαλιστικά και άλλα δικαιώματα, είναι μια βασική εκδήλωση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Ακόμα και οι αστοί οικονομολόγοι και πολιτικοί δεν μπορούν να κρύψουν την ανησυχία τους. Επιχειρούν μάταιες αναζητήσεις λύσης του προβλήματος στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος.

Για παράδειγμα, ο Τζέρεμι Ρίφκιν, στο έργο του "Το τέλος της Εργασίας και το μέλλον της", ενώ αντιτάσσεται στη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων, προτείνει την διοχέτευση σημαντικών τμημάτων των μελλοντικών ανέργων σε ένα τομέα "κοινοτικής οικονομίας", δηλαδή τη δημιουργία ενός είδους συνεταιριστικά οργανωμένων μονάδων, οι οποίες δεν θα στοχεύουν στην αύξηση των κερδών τους, αλλά στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών (πχ. βοήθεια σε ηλικιωμένα άτομα). Για το σκοπό αυτό πρέπει σύμφωνα με τον Ρίφκιν να δαπανηθούν μεγάλα κονδύλια για τον κοινωνικό τομέα εργασίας.

Τέτιες προτάσεις δεν είναι τίποτα άλλο από μια απελπισμένη ουτοπική προσπάθεια διαχείρισης του καπιταλισμού που σαπίζει, των κοινωνικών αντιθέσεων που οξύνονται. Μια προσπάθεια που στοχεύει να επιβραδύνει και να ματαιώσει την ωρίμανση της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων, να συσκοτίσει την μόνη ελπιδοφόρα και ρεαλιστική διέξοδο, αυτή της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Προηγούμενη σελίδαΕπόμενη σελίδα