Η κυβέρνηση αποφεύγει συστηματικά τη λέξη “υποτίμηση”. Μιλά για “προσαρμογή” της δραχμής ως προς το ECU, επομένως και ως προς διάφορα εθνικά νομίσματα, εντός και εκτός ΕΕ, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συμμετοχή στο ΜΣΙ και να “κατοχυρώσει” ευνοϊκούς όρους - ανάλογους με αυτούς του πρώτου κύκλου ένταξης - για τη συμμετοχή της στο Ενιαίο Ευρωπαϊκό Νόμισμα, το ΕΥΡΩ.
Ως βάθρα της “επιτυχίας” της στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, αλλά και ως κίνητρα στήριξης της πολιτικής της από “όλες τις παραγωγικές δυνάμεις” παρουσιάζει: την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (βλέπε εξαγωγές κεφαλαίων και προϊόντων), την προστασία της δραχμής από τις “επιθέσεις των κερδοσκόπων”, με τη συμμετοχή της στο ΜΣΙ της ΕΕ.
Ως μέσα οικονομικής πολιτικής για τη σταθεροποίηση της νέας ισοτιμίας της δραχμής, για την κατοχύρωση της αξιοπιστίας (σταθερότητας) της για τη προσέλκυση κεφαλαίων στην ελληνική αγορά - κυρίως μέσω του χρηματιστηρίου - παρουσιάζει ένα “πακέτο” μέτρων συμφωνημένο και με την ΕΕ. Πρόκειται για μέτρα οικονομικής, εισοδηματικής και εργασιακής πολιτικής, που αν και δεν είναι καινούργια, η εφαρμογή τους ως σύνολο επιταχύνεται για το χρονικό διάστημα του επόμενου δεκαοκταμήνου.
Αν συγκεντρώσουμε τη προσοχή μας στη κριτική που ασκήθηκε στην κυβερνητική πολιτική - με εξαίρεση το ΚΚΕ - θα δούμε ότι έκφραζε το περιεχόμενο των προβληματισμών που εκθέσαμε εισαγωγικά. Ενα μέρος της κριτικής επικεντρώθηκε στα εξής:
Η
πολιτική της “σκληρής” δραχμής έπρεπε να είχε
εγκαταλειφθεί τουλάχιστον προ τριμήνου -
τετραμήνου.
Τα
υψηλά διατραπεζικά επιτόκια - πολιτική στήριξης
της σκληρής δραχμής - στοίχισαν στην ελληνική
οικονομία, αδυνάτισαν τη δανειοληπτική
ικανότητά της. Η δραχμή έπρεπε να αφεθεί σε
διολίσθηση.
Το
“πακέτο” των μέτρων εξαγγέλλεται αλλά δεν
εφαρμόζεται. Με αργούς ρυθμούς, άτολμα
προχωρούν οι ιδιωτικοποιήσεις
(“αποκρατικοποιήσεις”), δεν περιλαμβάνουν
σημαντικές οικονομικές μονάδες, πχ. όλες τις
μεγάλες Τράπεζες (Εμπορική, Ιονική) πλην της
Τράπεζας Ελλάδος. Η ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ
είναι περιοριστική, στη λογική της μετοχοποίησης
του 49%. Καθυστερεί η αναδιοργάνωση των εργασιακών
σχέσεων και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Η
ταχύρυθμη προώθηση του “πακέτου”, αναγκαίου,
δεν έπρεπε να συνδεθεί με τις διαδικασίες
ένταξης της δραχμής στο ΜΣΙ της ΕΕ.
Στην παραπάνω κριτική, τόσο εντός όσο και εκτός των κυβερνητικών τειχών, υπάρχει και “αντίλογος”. Είναι αντίλογος που δεν αμφισβητεί την κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής - απελευθέρωση στη κίνηση κεφαλαίων με κρατικές και διακρατικές μονοπωλιακές ρυθμίσεις, εξ ου και ΟΝΕ, ΕΥΡΩ - αλλά αμφισβητεί τους ρυθμούς και ορισμένες ρυθμίσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε “κοινωνικές εκρήξεις”.
Η υπεράσπιση της μιας ή άλλης άποψης συνδέθηκε και με γενικότερα ζητήματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας:
Εσωτερική ή εισαγόμενη η κρίση της δραχμής;
Ο ρόλος
των “ραντιέρηδων”, σε συνθήκες ταχύτατης
ηλεκτρονικής κίνησης των χρηματικών προϊόντων,
στη τεχνητή όξυνση της κρίσης σε ένα εθνικό
νόμισμα ή σε ένα χρηματιστήριο.
Και σε σχέση με όλα τα παραπάνω προβλέψεις για το χαρακτήρα της μιας ή άλλης κρίσης. Για παράδειγμα, όσον αφορά την υποτίμηση της δραχμής: Θα επέλθει ισορροπία μετά την υποτίμηση ή θα ακολουθήσουν κι άλλες υποτιμήσεις;
Από ένα ευρύτατο φάσμα της αντιπολίτευσης, και δεν εννοούμε μόνο μέσω των κοινοβουλευτικών της αντιπροσώπων, προβλήθηκαν οι αρνητικές επιπτώσεις για την αγοραστική δύναμη λαϊκών στρωμάτων. Αυτό διευκόλυνε στο να εισάγονται και οι γενικοί τους προβληματισμοί - ερωτήματα και απαντήσεις -σε ένα, ίσως υψηλό βαθμό, αυτούσια σε ένα μέρος των λαϊκών μαζών.
Ωστόσο, για να υπάρξει θωράκιση των λαϊκών δυνάμεων από τα διλήμματα και τις παγίδες καθήλωσης του κινήματος στις αντιφάσεις και επιδιώξεις του συστήματος χρειάζεται πιο βαθιά κατανόηση αυτών των φαινομένων.