"ANAΛΥΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ"
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΧΡΗΣΗ ΚΤΙΡΙΟΥ

Στις ΗΠΑ, απ’ όπου προέρχονται και τα παρακάτω στοιχεία, οι περισσότεροι πυροσβέστες που πεθαίνουν πολεμώντας τις φωτιές, χάνονται σε κτίρια που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες. Και αυτό, γιατί οι περισσότερες πυρκαγιές ξεσπούν σε τέτοια κτίρια. Οπωσδήποτε, όταν εξετάζεται ο αριθμός θανάτων των πυροσβεστών κατά πυρκαγιά, φαίνεται ότι οι πυρκαγιές που ξεσπούν σε κτίρια που χρησιμοποιούνται σε καταστήματα ή γραφεία είναι περισσότερο επικίνδυνες. Μία μελέτη που έγινε από τον «Εθνικό Οργανισμό Πυροπροστασίας» της Αμερικής (NFPA) από το 1989 ως το 1993 έδειξε ότι στις 100.000 πυρκαγιές κατοικιών αντιστοιχούν 3,1 θάνατοι πυροσβεστών. Και στις 100.000 πυρκαγιές κτιρίων που χρησιμοποιούνται ως καταστήματα ή γραφεία, αντιστοιχούν 11,6 θάνατοι πυροσβεστών.
Ακόμα περισσότερο επικίνδυνα σε περίπτωση πυρκαγιάς είναι τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, και γενικά τα οικοδομήματα που είναι υπό κατεδάφιση ή ανακαινίζονται. Έτσι στις 100.000 πυρκαγιές σε τέτοια κτίρια αντιστοιχούν 17,1 θάνατοι πυροσβεστών.

ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ

Το ύψος του κτιρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια στα οποία μπορεί να φτάσει η μεγαλύτερη κλίμακα που διαθέτει η Πυροσβεστική Υπηρεσία της πόλης, εκτός και αν εκείνο διαθέτει αυτόματο σύστημα καταιονισμού νερού (sprinker) σε κάθε όροφο. Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι, όταν το ύψος του κτιρίου είναι μεγαλύτερο από αυτό της κλίμακας και η φωτιά είναι στον τελευταίο όροφο, αναγκαστικά η προσβολή της πυρκαγιάς θα γίνει από το εσωτερικό του κτιρίου. Σε περίπτωση αποτυχίας δεν υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος κατάσβεσης της πυρκαγιάς. Όταν ένα άτομο είναι παγιδευμένο από την φωτιά ή τον καπνό σ’ ένα παράθυρο πάνω από το σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει μια κλίμακα, και αν η ομάδα των πυροσβεστών που εισέρχεται στο κτίριο για έρευνα και διάσωση, δεν μπορεί να πλησιάσει, τότε το άτομο αυτό θα πρέπει να διαλέξει μεταξύ του θανάτου από την πτώση του στο κενό και του θανάτου από την φωτιά και τον καπνό. Σ’ ένα πολυώροφο ξενοδοχείο, το οποίο κάηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1946 στην Ατλάντα των ΗΠΑ, 119 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους καθώς πολλοί απ’ αυτούς πήδησαν στο κενό, επειδή στα σημεία που βρίσκονταν δεν μπορούσαν να φτάσουν οι πυροσβεστικές κλίμακες λόγω του ύψους.

Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ

Μια μεγάλη ανοικτή επιφάνεια μέσα σ’ ένα κτίριο θα επιτρέψει στην πυρκαγιά να πάρει απεριόριστες διαστάσεις. Οπωσδήποτε η φωτιά σε μια τέτοια επιφάνεια μπορεί να σβηστεί πιο εύκολα απ’ ότι σ’ έναν άλλο χώρο με χωρίσματα και πολλά δωμάτια. Μια μεγάλη ανοικτή επιφάνεια μπορεί να είναι ένα σουπερμάρκετ, μια αίθουσα κινηματογράφου ή θεάτρου κ.τ.λ.
Πυροσβέστες έχουν σκοτωθεί σε πυρκαγιές, ενώ εργάζονταν πάνω σ’ ένα σκελετό στέγης (Νέα Υόρκη,1978), κάτω απ’ αυτόν (Νιού Τζέρσυ, 1988), ή έξω απ’ αυτόν (Νιού Τζέρσυ, 1967). Στην τελευταία περίπτωση, όταν η στέγη κατέρρευσε παρέσυρε και τους εξωτερικούς τοίχους προς τα έξω.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ

Κατά τη διάρκεια μιας πυροσβεστικής επιχείρησης εκτός από το κύριο έργο της κατάσβεσης της πυρκαγιάς στο φλεγόμενο κτίριο, ο επικεφαλής θα πρέπει να πάρει και τα κατάλληλα μέτρα , ώστε να μην επεκταθεί η πυρκαγιά στα γειτονικά κτίρια. Η προστασία των γύρω κτιρίων γίνεται πολύ δύσκολη για τους πυροσβέστες, όταν πρόκειται για πυρκαγιά μεγάλης έντασης και όταν η κατασκευή τους είναι από εύφλεκτα υλικά (ξύλο). Σε αυτούς τους τύπους των κτιρίων η πυρκαγιά μεταδίδεται μέσω της ακτινοβολίας.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ένας αυλός χαμηλής πίεσης τοποθετείται μεταξύ του φλεγόμενου κτιρίου και του κτιρίου που απειλείται από την πυρκαγιά. Η προστασία του απειλούμενου κτιρίου μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους:
1. Το νερό που εκτοξεύεται από τον αυλό να πέφτει πάνω στις φλόγες και στην ακτινοβολούμενη θερμότητα.
2. Το νερό να κατευθύνεται στο χώρο ανάμεσα στα δύο κτίρια και να δημιουργεί ένα είδος «υδάτινης κουρτίνας», ανακόπτοντας την ακτινοβολία.
3. Το νερό να κατευθύνεται όχι στο φλεγόμενο αλλά στο γειτονικό κτίριο και να διαβρέχει τις εκτιθέμενες επιφάνειες του όπως στέγη, παράθυρα, μαρκίζες κ.τ.λ.
Από τους τρεις παραπάνω τρόπους κάποιος είναι πιο αποτελεσματικός από τους άλλους. Για παράδειγμα ο λιγότερο αποτελεσματικός τρόπος για την ανακοπή της πυρκαγιάς είναι αυτός της «υδάτινης κουρτίνας», ενώ ο πιο θετικός είναι να κατευθύνεται η βολή του νερού στο φλεγόμενο κτίριο, ώστε να αρχίσουν να περιορίζονται οι φλόγες και κατ’ επέκταση και η ακτινοβολία. Αν όμως η πυρκαγιά έχει μεγάλη ένταση και το νερό δε φτάνει σ’ αυτήν ή εξατμίζεται πριν φτάσει λόγω της θερμότητας, τότε θα πρέπει να σταματήσει η προσβολή σε αυτό το σημείο και το νερό να αρχίσει να πέφτει στο διπλανό κτίριο προκειμένου να το προστατέψει από την ακτινοβολία.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ

Μια νυχτερινή φωτιά θα χρειαστεί περισσότερα οχήματα και προσωπικό απ’ ότι μια πυρκαγιά που θα προκληθεί την ημέρα. Οι πυρκαγιές, οι οποίες προκαλούνται κατά τις νυχτερινές ώρες - σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει - έχουν ως αποτέλεσμα να υπάρχουν περισσότερα κρούσματα θανάτων.

ΟΧΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ

Σε μια αστική πυρκαγιά στο κέντρο της πόλης, συνήθως -αν το συμβάν είναι σε στενό δρόμο- δύο υδροφόρα και ένα κλιμακοφόρο όχημα είναι αρκετά για μια άμεση και αποτελεσματική επέμβαση. Το να μείνει ο δρόμος ανοιχτός είναι σημαντικό, γιατί αυτό θα διευκολύνει και τα άλλα οχήματα που πιθανόν να χρειαστούν στο συμβάν, να προσεγγίσουν ευκολότερα το σημείο της πυρκαγιάς. Ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει τα οχήματα να εισέρχονται στο δρόμο όπου βρίσκεται η φωτιά, είναι ο εξής:
Τα υδροφόρα της εξόδου που προηγούνται του κλιμακοφόρου μόλις φτάσουν στην αναφερομένη διεύθυνση θα πρέπει να σταματήσουν λίγο πιο μπροστά από το χώρο της πυρκαγιάς. Έτσι, το κλιμακοφόρο που ακολουθεί θα έχει αρκετό ελεύθερο χώρο, ώστε να αναπτυχθεί η κλίμακα και να αρχίσει η επιχείρηση διάσωσης και κατάσβεσης. Αν η φωτιά είναι μεγάλη κατά την άφιξη της εξόδου, το πλήρωμα του πρώτου υδροφόρου μπορεί να κατεβάσει αρκετούς σωλήνες που θα χρειαστούν για την εγκατάσταση χαμηλής πίεσης, και ο οδηγός του να το κινήσει προς το επόμενο υδροστόμιο(αν υπάρχει), για να εξασφαλιστεί συνεχής παροχή νερού προς τη φωτιά. Η θέση που επιλέγεται για το κλιμακοφόρο είναι μπροστά από το κτίριο αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει απαραίτητα να σταματήσει εκεί πρώτα.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

O ελάχιστος αριθμός πυροσβεστών που απαιτούνται στην πρώτη έξοδο για μια αποτελεσματική και ασφαλή κατάσβεση είναι πέντε πυροσβέστες και ο επικεφαλής.
Οι δύο οδηγοί παραμένουν στα οχήματα, εξασφαλίζοντας τη συνεχή τροφοδοσία με νερό, ενώ χειρίζονται τις αντλίες των οχημάτων. Οι υπόλοιποι πυροσβέστες αναπτύσσουν την εγκατάσταση και ερευνούν το χώρο. Ενώ ο επικεφαλής της εξόδου κάνει μια γρήγορη εκτίμηση της κατάστασης, και δίνει οδηγίες για το σχέδιο επέμβασης που θα εφαρμοστεί στο συμβάν. Σε πολλές Πυροσβεστικές Υπηρεσίες κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς παρατηρείται το φαινόμενο ο επικεφαλής της εξόδου να συμμετέχει στην ανάπτυξη της εγκατάστασης και στη σύνδεση των σωλήνων. Αυτό παραβιάζει τις αρχές της διοίκησης και της ασφάλειας, καθώς ο επικεφαλής αποσπάται από το κύριο έργο του. Αν μια πυρκαγιά έχει ξεσπάσει σε δύο γειτονικά διαμερίσματα ενός πολυώροφου κτιρίου ή σε δύο πατώματα μιας διώροφης μονοκατοικίας, απαιτούνται δέκα τουλάχιστον πυροσβέστες και δύο τομεάρχες. Επιπρόσθετα θα χρειαστεί και ένα κλιμακοφόρο όχημα με το πλήρωμά του για έρευνα και διάσωση των πιθανόν σε κίνδυνο υπαρχόντων ατόμων, εξαερισμός του χώρου και δραστική προσβολή της φωτιάς. Τέλος ο επικεφαλής της εξόδου θα πρέπει να συντονίσει όλες τις ομάδες των πυροσβεστών προς την προσπάθεια του άμεσου ελέγχου της πυρκαγιάς.

ΚΑΙΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Οι αστικές πυρκαγιές όπως φαίνεται από τα στατιστικά στοιχεία των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών αυξάνονται σε συχνότητα και μέγεθος κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Έτσι παρατηρούνται πολλές πυρκαγιές σε χώρους όπου υπάρχουν συσκευές θέρμανσης, τζάκια, καυστήρες κεντρικής θέρμανσης κ.λ.π.
Οι τρεις κυριότεροι λόγοι που προκαλούν μεγάλες πυρκαγιές είναι οι ισχυροί άνεμοι, οι ξύλινες κατασκευές και η ανεπαρκής παροχή νερού προς την πυρκαγιά.
Η βολή του νερού που εκτοξεύεται από έναν αυλό, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, όταν πνέει ισχυρός αντίθετος προς αυτήν άνεμος. Για το λόγο αυτό θα πρέπει οι πυροσβέστες που χειρίζονται τον αυλό να αλλάξουν θέση και να προσεγγίσουν την πυρκαγιά από διαφορετικό σημείο όπου θα τους επιτρέπει να κατευθύνουν τη βολή του νερού στην εστία της φωτιάς, αποφεύγοντας έτσι τη θερμότητα και τον καπνό που θα παρασύρεται από τον ισχυρό άνεμο.

Πηγή: Περιοδικό «FIREHOUSE», Δεκέμβριος 1996.
Άρθρο του VINCENT DUNN.
Ελεύθερη απόδοση: Λιάκος Νικόλαος
Εθελ. Πυροσβέστης.
Επιστροφή στα περιεχόμενα....
Επιστροφή στην κεντρική σελίδα....